20 Αυγούστου 1903
Περί των θησαυρών, τους οποίους ο Αιγύπτιος Πρίγκηψ συνέλεξεν εν Πελοποννήσω από της αποβιβάσεως αυτού εις την Σφακτηρίαν μέρος των οποίων μόνον είδον αι οκτώ Ελληνίδες αιμάλωτοι εις το φρούριον της Πύλου ηδυνήθην ως εκ της θέσεώς μου να έχω τάς εξης πληροφορίας, τάς οποίας δεν θεωρω περιττόν να παρεμβάλω εις τάς γενικάς σημειώσεις μου περί της εκστρατείας εις την Ελλάδα.
Άμα τη συναντήσει ημών μετά του Ρωσσικού και Αγγλικού στόλου εις τα δυτικά παράλια του Μωρέως ο ναύαρχος ντέ Ρενώ επεσκέφθη επί της ναυαρχίδος του «ASIA» τον Άγγλον ναυάρχον Κόδριγκτων, όστις ως εκ της αρχαιότητος ήν ειχεν εν τη υπηρεσία και της πείρας αυτου εις τά αφορώντα την κατάστασιν εν Ελλάδι ανεγνωρίσθη ως Γενικός Αρχηγός των ηνωμένων στόλων.
Συνώδευον κατά την επίσκεψιν ταύτην τον κόμητα και είχον την ευτυχίαν επί της «Ασίας» να παρουσιασθώ εις τον ναύαρχον Κόδριγκτων ως και εις τον Ρώσσον αντιναύαρχον Εύδικ, ευρισκόμενον την στιγμήν εκείνην επί του αγγλικου σκάφους.
Ήτο εκ των γηραίων θαλασσομάχων ο Κόδριγκτων, ειχε δ’ επί πλέον ευγενή και ιπποτικήν καρδίαν. Η αποστολή του εις την χώραν του αίματος ενεθουσίαζεν αυτόν περισσότερον όλων ημών και εις τον ενθουσιασμόν σου τούτον και τα ευγενή του αισθήματα οφείλω ν’ αποδώσω την απροσδόκητον διά τάς Κυβερνήσεις μας έκβασιν της αποστολής, την ναυμαχίαν του Ναυαρίνου, ήτις κατέπληξε την μέχρι της στιγμής εκείνης δειλιώσαν Ευρωπαϊκήν διπλωματίαν.
Οφείλω δε να διαψεύσω το διαδοθέν βραδύτερον και αποδοθέν εις τον ημέτερον ναύαρχον κακοηθέστατον ψεύδος, ότι δήθεν αι αποφάσεις του ναυάρχου Κόδριγκτων εξηρτωντο από έν επί πλέον ποτήριον, το οποίον θα έπινε κατά το πρόγευμά του.
Η συνάντησις των τριών ναυάρχων, τους οποίους κοινάς διαταγάς και κοινόν ιδεωδες ήνωνε πρό της αιματοβρέκτου θαλάσσης, υπήρξεν εγκαρδιωτάτη.
Η συνδιάλεξις εστράφη, ως ητο επόμενον, εις την κατάστασιν ήτις επεκράτει εις το δυτικόν τμημα του Μωρέως. Ο ναύαρχος Κόδριγκτων , όστις ειχε προηγηθή ημών εις τά Ελληνικά ύδατα και επέστρεψε μόλις εκ του Λιμένος των Πατρων οπόθεν εξεδίωξε τους Τούρκους αποπειραθέντας ν’ αποβιβασθώσιν εκ της θαλάσσης υπό τον Πατρονά-Μπέην, ήρχισε με την χαρακτηριστικήν συντομίαν των λόγων του νά μας διηγήται.
– Απορώ τι ζητούν από ημάς οι κ.κ. διπλωμάται. Οφείλομεν ν’ αποφύγωμεν την ένοπλον σύγκρουσιν, καθ’ ήν στιγμήν ζώσα ψυχή δεν υπάρχει πλέον εις την έρημον γην, από την οποίαν και τα δέντρα αφαιρούν οι δαίμονες του Ιμβραήμ. Τότε τι θα κάμωμεν;
Ο ναύαρχος ντέ Ρενώ έσπευσε με νεανικόν ενθουσιασμόν ν’ απαντήση:
– Να σώσωμεν τον άρτον τουλάχιστον των υπολειπόμενων ειλώτων.
– Αν υπάρχη πλέον, κύριε κόμη. Δεν αφήκαν πλέον τίποτε οι βάρβαροι. Φοβούμαι δε ότι καί την γην αυτήν θα κλέψωσιν οι Αιγύπτιοι.
Ο ναύαρχος Έϋδικ ηρώτησε την στιγμήν εκείνην περί του μεγέθους των ζημιων τάς οποίας επροξένησαν οι Αιγύπτιοι.
– Αφήρεσαν παν ότι ειχον αφήσει οι Τούρκοι, απήντησεν ο Κόδριγκτων. Και ειχον αφήσει πολλά οι στρατίωται του Σουλτάνου…
Υπολογίσατε το ήμισυ του Μωρέως, τμήμα χώρας της οποίας εφείσθη περισσότερον ο εξαετής πόλεμος και εις την οποίαν ολόκληρον το κατά της δουλείας παλαιον Έθνος ειχε συγκεντρώσει παν ότι τιμαλφές.
Ο ναύαρχος Κόδριγκτων ειχεν αναφοράν τινων εκ των προκρίτων των Πατρών, οίτινες εβεβαίουν ότι γυμνοί κατέφθανον μέχρι της πόλεώς των οι φυγάδες από τά νοτιώτερα μέρη της Πελοποννήσου εγκαλείποντες έρημα τά χωρία των και μόλις σωζόμενοι διά της φυγής.
Έχω πληροφορίας προσέθεσεν ο Άγγλος ναύαρχος, ότι δύο ήδη αποστολάς λαφύρων εις Αλεξάνδρειας εγένοντο και ότι εξ’ αυτών μια απετελείτο από λάφυρα αμυθήτου αξίας και αρκετόν αριθμόν αιχμαλώτων, τους οποίους ο Ιμβραήμ-Πασάς προσφέρει το Μεχμέτ-Αλήν. Αν δεν απατώμαι τρίτη μεγάλη αποστολή ετοιμάζεται κατ’ αυτάς εκ του λιμένος της Πύλου. Την φοράν δε αυτήν ο Αιγύπτιος έχει συγκεντρώσει και πλούτη μεγάλα και αριθμόν αιχμαλώτων γυναικων πρό πάντων μέγαν. Ελπίζω όμως η παρουσία των πλοίων να εμποδίση την τρίτην αυτήν αφαίμαξιν της λιμωττούσης χώρας.
Αποχωρήσας μετ’ ολίγον μετά διακριτικότητος από την συνέντευξιν ταύτην των τριων ναυάρχων έμεινα επ’ ολίγην ώραν αναμένων τον κόμητα μετά των Άγγλων αξιωματικων της «ΑΣΙΑΣ», οίτινες εφάνησαν περιποιητικώτατοι προς ένα Γάλλον, τον οποίον εφιλοξένουν επί του πλοίου των.
Εκεί ήκουσα και άλλας περί των θησαυρων του Ιμβραήμ πληροφορίας. Οι αξιωματικοί, οίτινες ειχον ήδη αποβιβασθή εις τον λιμένα της Ζακύνθου ήκουσαν παρά των εντοπίων διηγήσεις περί της πρώτης αποστολής λαφύρων, την οποίαν έκαμεν ο Ιμβραήμ εις Αίγυπτον.
Βεβαίως τώρα πρέπει ν’ αφαιρέση τις μέγα ποσοστόν της φαντασίας από τάς διηγήσεις ταύτας. Οπωσδήποτε όμως δύναται να λάβη μίαν ιδέαν περί του πλούτου, όστις απεκομίσθη εξ’ Ελλάδος.
Έλεγον δε ότι η αξία των θησαυρών εκείνων υπερέβαινε τά πέντα εκατομμύρια διστήλων.
Πλοίαρχος εμπορικού πλοίου, όστις συνήντησε κατά τον πλουν την αποστολήν ταύτην διηγείτο ότι ειδε πέντε μεγάλα ιστιοφόρα εξ’ ων τά τρία υπό Αιγυπτιακήν σημαίαν, τά οποία μετά βραδύτητος πολλης εποντοπόρουν παρ’ όλον τον ούριον άνεμον, διότι ησαν φορτωμένα τόσον ώστε η επιφάνεια της θαλάσσης έφθανε μέχρι της θυρίδος του κοιτωνίσκου του πλοιάρχου.
Το έν εκ των πλοίων τούτων ητο φορτωμένον με αιχμαλώτους, των οποίων τάς φωνάς ήκουσαν οι εν τω Ελληνικώ πλοίω ευρισκόμενοι, χωρίς εν τούτοις να δύναται να πράξωσι τι, καθόσον και αυτοί χάριν ασφαλείας εταξείδευον υπό Αγγλικήν σημαίαν.
Οι κύριοι αξιωματικοί της «ΑΣΙΑΣ» μου διηγήθηκαν επίσης ότι, ως έμαθον εν Ζακύνθω, πολλοί των οπλαρχηγων της Πελοποννήσου έχασαν παν ότι ειχον τιμαλφές μη λαβόντες καιρόν να μεταφέρωσιν εις τά όρη τάς περιουσίας των.
Ο ναύαρχος ντέ Ρενώ εξελθών εκ της αιθούσης του Άγγλου ναυάρχου διέκοψε την συνομιλίαν μας μετά των αξιωματικων της «ΑΣΙΑΣ».
Επανήλθομεν εις την «Σειρήνα» και κατά το μικρόν διάστημα του διάπλου έλαβον καιρόν να τον ερωτήσω περί του αποτελέσματος της συνενοήσεώς του με τον Άγγλον ναύαρχον.
Καθώς βλέπω μου απήντησεν επιφυλακτικώς ο κόμης, δεν έχομεν σπουδαίαν αποστολήν εις τά ύδατα ταυτα. Και εκτελούντες τάς διαταγάς των Κυβερνήσεων μας δάν θα πράξωμεν τι άλλο ή να παριστάμεθα μάρτυρες παραλαβής των λαφύρων του Ιμβραήμ από την Πελοπόννησον.