19 Αυγούστου 1903
Μία μεγάλη αίθουσα, δωμάτιον με γυμνούς τοίχους ευρωτιώντας εκ της υγρασίας παρουσιάσθη πρό των οφθαλμών των αιχμαλώτων, όταν η βαρεία θύρα ήνοιξε τρίζουσα απαισίως υπό την ώθησίν του γέροντος Αιγυπτίου.
Μία κανδήλα αργυρά, κύριος οιδε από ποίαν εκκλησίαν αρπαγείσα κατά τάς δηλώσεις των Τούρκων, εφώτιζε με το γλυκύ και σιγοτρέμον φως της τα λάγυρα του αιμοχαρούς Πασά.
Εις μίαν γωνίαν, όπου μόλις έφθανε το φως, σωρός πελώριος απήστραπτεν. Ησαν πολύτιμα επίχρυσα και επαργυρωμένα εικονίσματα εκκλησιών και αρχοντικων σπιτιών, τά οποια αι αιματωμέναι χείρες των Αιγυπτίων συνέλεξεν εις τάς κώμας και τά χωρία του Μωρέως. Τα ειχαν ρίψει εκει εν αταξία χωρίς να φροντίσουν αν τά εικονίσματα θα συνετρίβοντο ή αν οι θεόπνευστοι μορφαί των αγίων θα εβεβηλούντο. Ησαν βέβαιοι ότι ο χρυσός και ο αργυρός δεν θα εφθείροντο και τούτο ητο αρκετόν διά τον πλουτομανή αυθέντην των.
Αι πτωχαί νεάνιδες εσταυροκοπήθησαν βλέπουσαι τον σωρόν εκείνον, επί της κορυφης του οποίου κατά σύμπτωσιν η εικών της Θεοτόκου με μορφήν καρτερικως μειδιώσαν απήστραπτεν.
Ακολουθουσαι τον Σελήμ έφθασαν εις το βάθος της αιθούσης. Εκει άλλος σωρός πολύ μεγαλύτερος υπηρχε. Ησαν όπλα πολύτιμαπολεμιστων, τους οποίους η μάχαιρα του κατακτητού ειχε καταβάλη, πολύτιμα κειμήλια ενδόξων αγωνιστων, ηρωικόν στόλισμα της πτωχής οικίας των γενναίων του αγώνος και βραβεια ένδοξα, τά οποία κ αιματοκυλισμένη Ελλάς εκέρδισεν εις τα πεδία τως μαχων της. Ησαν μέσα εις τον σωρόν πυροβόλα όπλα με ακτηρίσας, θαυμασίως επεξειργασμένας, λάφυρα των Τούρκων αφαιρεθέντα εις πάλην σωμα προς σωμα, τα οποια ύποπτος και δολία εν τω σκότει η χείρ των Αιγυπτίων ειχε συλλέξει από τάς ασθενείς χείρας των γερόντων και των γυναικων.
Ητο η αίθουσα των πολυτίμων μετάλλων εκεί μέσα. Άλλοι σωροί με πολύτιμα στολίσματα παρθενικών σωμάτων, φυλαχτά αφαιρεθέντα μαζύ με την κεφαλήν από τα δυστυχη θύματα, ζώναι περίχρυσοι τάς οποίας θαλασσομάχοι ήρωες έφεραν από τα μακρυνά ταξείδια των, διά να στολίσουν την οσφύν προσφιλούς μνηστης ή αδελφής, ενώτια των οποίων ο κρικος εν τη ταχύτητι της λαφυραγωγήσεως ανήρπασε και τεμάχιον εκ του ωτός, από το οποιον ακρέματο.
Μια δυσωδία, δυσωδία σηπομένου πτώματος εκυριάρχει και εις την αίθουσαν εκείνην δυσκολεύουσα την αναπνοήν.
Ο Αιγύπτιος εξηκολούθησε να προχωρή και ήνοιξε νέαν θύραν.
Άλλο δωμάτιον εξ’ ίσου γυμνόν εφάνη πρό των οφθαλμών των νεανίδων.
Εκει μέσα οι δηωταί ειχον συσσωρεύσει μικροτέρας αξίας λάφυρα. Είδον ενδύματα ανδρων και γυναικων χρυσοκέντητα ασπρόρουχα, φουστανέλλας, καλοκεντημένα καλύμματα της κεφαλης, και παν ότι συμπλήρωμα του στολισμού οικίας ηδύνατο άνευ κόπου να μεταφέρουν οι επιδρομείς.
Είναι γνωστή η διαταγή, την οποίαν ο Ιμβραήμ-Πασας ειχε δώσει εις τους στρατιώτας του, όταν εξαπέστειλεν αυτούς να καταστρέψουν την χώραν, η οποία ηρνειτο να κύψη τον αυχένα.
Οι Αιγύπτιοι δεν έπρεπε να φεισθούν ουδενός, αλλά να κρημνίζουν τάς οικίας μεταβάλλοντες και τους λίθους εις κόνιν αν ήτο δυνατό να κόπτουν από ρίζας τά καρποφόρα δένδρα και να καίουν παν ότι δεν ητο δυνατόν να στείλουν μέχρι της αποθήκης των θησαυρών του αρχηγου των.
Οι Αφρικανοί δεν ειχον ανάγκην τοιούτων διαταγων διά να ερημώσουν την χώραν ήτις άλλωστε έμενεν ανυπεράσπιστος, διότι οι πολεμισταί της υποχωρουντες πρό του αριθμου των εχθρων παρεμόνευον εις τά όρη των όπου έκαστον σωμα αντεπάλαιε και ενίκα εκατόν αντιπάλους.
Ο ανηλεής πόλεμος άλλως τε δεν ειχεν αφήσει πλέον πολεμιστάς εις την χώραν εκείνην και εμάχοντο πλέον εκεί έφηβοι και παίδες μετά γυναικών και νεανίδων συνηθίσαντες να κρατουν τά όπλα εκ βρεφικης ηλικίας.
Ο οδηγων τάς Ελληνίδας γέρων ητο εκ των εμπίστων του Πασά, ο φύλαξ των θησαυρων εκείνων.
Ωνομάζετο Σελήμ και από παιδικής ηλικίας παρηκολούθει τον Αιγύπτιον πρίγκηπα, υιός δούλου του πατρός του. Αλλ’ εις την αμόρφωτον και ακατέργαστον εκείνην καρδίαν εκρύπτετο μίσος άσβεστον κατά του αυθέντου, μίσος το οποιον επερίμενεν ευκαιρίαν μόνον διά να κορέση την λύσσα του.
Εχρεώστει εις τον αυθέντην του ο Σελήμ το αίμα της γυναικός του και της θυγατρός του, τάς οποίας εν στιγμη οργής ο Ιμβραήμ διέταξε να διαμελίσωσιν όπως τιμωρήση ελαφρόν πταίσμα του δούλου, όστις από παιδικης ηλικίας τον περιέβαλλε με όλην τη στοργήν, με την οποίαν οι δουλόφρονες συνηθέστατα αφοσοιουνται εις τους τυράννους των.
Έκτοτε ο Σελήμ χωρίς να δείξη λύπην ή έχθραν εξηκολούθησε να υπηρετή προθύμως τον Αιγύπτιον, ακολουθήσας αυτόν μέχρι και του Μωρέως, αλλά κατά βάθος ανέμενε, με υπομονήν Ινδού παραμονεύοντος θύμα, την στιγμήν, καθ’ ήν θα εξεδικείτο.
Και έμενεν εκει πιστός φύλαξ των θησαυρών, τους οποίους ο Ιμβραήμ κατά τρεις διαφόρους εποχάς μέχρι της ναυμαχίας ειχε κατορθώσει να εξαποστείλη μέχρις Αιγύπτου διά των πολεμικων σκαφων του.
(Εις το σημείον τούτο των χειρογράφων του ο κ. ντέ Ραμών παρενέβαλε βραδύτερον εν έτει 1869 εκτεταμένας σημειώσεις, αφορώσας αποκλειστικώς εις τους θησαυρούς, τους οποίους συνήθροισεν ο Ιμβραήμ-Πασας εν Πελοποννήσσω και εκείνων ιδιαιτέρως, οίτινες κατά τους ακριβέστερους υπολογισμούς εβυθίσθησαν μετά των Αιγυπτιακων πλοίων κατά την ναυμαχίαν.
Αι σημειώσεις αυται συνίστανται πρωτον εις πληροφορίας, τάς οποίαι οι τρεις ναύαρχοι συνέλεξαν πρό και μετά την ναυμαχίαν του Ναυαρίνου.
Εις πληροφορίας, τάς οποίας κατά σύμπτωσιν έλαβεν αυτός ο κ. ντέ Ραμών ευρισκόμενος εν Κων/πόλει τω 1853 ως ακόλουθος παρά τη Γαλλική Πρεσβεία. Εις εκθέσεις περί της ναυμαχίας και των ζημιών εξ’ αυτής των Τουρκοαιγυπτίων. Και τέλος εις επιστολήν αυτου του Ιμβραήμ-Πασα προς τον Μεχμέτ-Αλην της Αιγύπτου. Το κεφάλαιον τούτο εντελώς χωριστόν των περί της ναυμαχίας απομνημονευμάτων είναι και το μάλλον ενδιαφέρον).