«Λαγού μαλλί», αντευχή των ψαράδων, πιθανότατα σημαίνει «σου εύχομαι να πιάσεις του λαγού το μαλλί», δηλαδή «να μην πιάσεις τίποτα»(λεγόταν με χιουμοριστική, περιπαικτική διάθεση).
Παρασκευή 23 Απριλίου του 2010.Ο Γεώργιος Παπανδρέου ανακοινώνει την προσφυγή στο μηχανισμό της τρόικας από το Καστελόριζο.
Ο Γιάννης Μακριδάκης στο βιβλίο του αυτό συνδέει τη μυθοπλασία με ένα γεγονός της επικαιρότητας. Συνδέει το θάνατο του Χιώτη καπετάν Σίμου Σφαντού με την επίσκεψη του Γιώργου Παπανδρέου στο Καστελόριζο. Γύρω από τον θάνατο του καπτα Σίμο εξυφαίνεται μια ιστορία με αφελή ανθρωπιά, με κοινοτική ηθική και με νησιώτικη ενατένιση.
Ο συγγραφέας ρίχνει τη ματιά του στα αθέατα θύματα της πρόσφατης ελληνικής οικονομικής κρίσης.
Έξω από ένα καφενέ της ψαρόσκαλας της Χίου, καθόντανε μια παρέα και τρωγόπινε (πίνανε το στερνό ρακί του Σίμου του Σφαντού και ρουφούσανε μια ψαρόσουπα στη μνήμη του), το Λευτεριό ο Καβγατζής, ο Νικολής η Μουγγριά , ο Λάμπης ο λιμενικός και ο Πέτρος ο καθηγητής. Οι τέσσερις φίλοι του καπετάν-Σίμου, λίγο πρωτύτερα, τον είχανε συνοδέψει στο ξόδι του….
«Βρε παιδί μου, ένα μοιασίδι όμως, ε, φτυστός ήτανε ο κερατάς, έλεγε ο Νικολής κι οι άλλοι τρεις ρουφούσαν με θόρυβο τη νεκρόσουπα του Σφαντού και κουνούσανε όλοι μαζί τα κεφάλια τους, συγκαταβατικά όπως πάντα… Βρε γυναίκα, έλα να δεις που μπαζάρισε ο Σίμος, φώναζε την προπερασμένη Παρασκευή, που μονάχος καθότανε στην κάμαρη κι έβλεπε το χαζοκούτι, ο Σίμος δεν είναι τούτος στο Καστελόριζο μαζί με τον πρωθυπουργό, τη ρωτούσε φωναχτά μα εκείνη ήταν μέσα, στο τηγάνι, κι ίσαμε, ρε παιδιά, να προβάλει από την κουζίνα, έλεγε ο Νικολής, πέταξε το πουλί, πάει το καΐκι , αλάργεψε, χάθηκε, γύρισε, βρε κερατά, τη μηχανή να το ξαναδούμε, του φώναζα, μα που αυτός, το νου του τον είχε στον πρωθυπουργό, που να τον έχει, να μου πεις, στο Σίμο…»
Ο καπτα-Σίμος πριν φύγει από την ζωή βιώνει την οικονομική κρίση και αγανακτεί. Όλοι οι ψαράδες, και όχι μόνο, σε κάθε λιμάνι της ελληνικής επικράτειας, βρίζουν τους πολιτικούς και δεν διστάζουν να χαρακτηρίζουν «μπουρδέλο» το ελληνικό κράτος.
Τα τελευταία σκληρά λόγια του καπτα-Σίμου ήταν:
«Επήα πέρσι, Νικολή, να θεωρήσω την άδεια και μου κάμνει ο λιμενικός, το ξέρεις, λέει, πως έχεις επιχείρηση; Λέω του λιμενικού, ίντα λες; Λέει επιχείρηση έχεις, αυτό το καΐκι είναι επιχείρηση… Και θένε τώρα και ταμειακές μηχανές, να την πάρεις να του την τραβήξεις του έφορα απάνω στο κεφάλι, έλα, ρε πούστη, να πάρεις τη δούλεψη, ταμειακή μηχανή μες στη βάρκα, που ξανακουστήκανε αυτά τα πράγματα, να μην τονε κλέψομε φοβάται, εγύρισε, εγύρισε το πράγμα, Νικολή, και τις φτωχοί θα κυνηγήσουνε πάλι, όχι ρε, να κάμεις το πόθεν έσχε, που τα ΄βρες, εσύ δηλώνεις πέντε φράγκα, που ήβρες τώρα κότερα, βίλες, αναθέματα, που τα ΄βρες, αφού δηλώνεις τόσα, που ήβρες τ΄ άλλα, είσαι κλέφτης; Να, πάνω στο κεφάλι. Ίντα κυνηγάς εμάς; Από μας τώρα θα μαζέψεις το χρέος του κράτους; Πώς έχομε; Αυτό το κράτος, Νικολή, θέλει καμάκι, κανένα νόμο που ψηφούνε μες στη Βουλή δεν τον τηρούνε ύστερι, μόνο κλεψιά, κλεψιά και ρουφιανιά, δεν ηδικάσανε ποτέ έναν κλέφτη, εσύ είδες να δικάσουνε ποτέ έναν κλέφτη; Το λοιπόν, πώς θα κάμομε κράτος, αφού κλέβουνε και δεν τους δικάζουνε; Ευτοί που είναι μέσα στη Βουλή κάνουν και τις ατιμίες, ευτοί είναι που τα κάνουν όλα πρώτοι κι ύστερι οι υπόλοιποι ανθρώποι… Νικολή φιρί φιρί το πάνε να μας ξεκάτσουνε από το γιαλό, μα δε θα τως κάμω το χατίρι, θα το κάψω στα τελευταία, δε θα μου δώκουνε δεκάρα, μα θα το βγάλω εκειδά να του βάλω φωτιά να το κάψω. Δε θέλω τίποτι, ούτε μου δώκατε όλη μου τη ζωή που είμαι ψαράς, πούστηδες, ούτε θα μου δώκετε, άμα τελειώσω την αποστολή μου θα του βάλω πυρκαγιά εκεινά να το κάψω. Και να αφήκω και την άδεια μέσα κι όλα μαζί να πάνε στ΄ ανάθεμα, αυτή είναι η τελευταία μου επιθυμία, να του βάλω φωτιά να το κάψω…..»
Πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα, διαβάστε το.
● Ο Γιάννης Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 στη Χίο και σπούδασε Μαθηματικά. Άλλα έργα του είναι: «Ανάμισης ντενεκές», «Η δεξιά τσέπη του ράσου», «Ήλιος με δόντια».
ΚΩΣΤΑΣ ΤΡΑΧΑΝΑΣ