Ο τελευταίος μεγάλος λαϊκός συνθέτης, Χρήστος Νικολόπουλος, αυτό το καλοκαίρι παρουσιάζει ένα λαϊκό πρόγραμμα με σεβασμό στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού.
Ο Χρήστος Νικολόπουλος, βιωματικός γνώστης των λαϊκών δρόμων, ξεδιπλώνει σα συνθέτης μια μελωδική πτυχή που κουβαλάει αφομοιωμένο όλο το παρελθόν του λαϊκού τραγουδιού, με απόηχους του ρεμπέτικου και μια λιτότητα στην απόδοση του καημού χωρίς αστικούς εξευγενισμούς.
Αυτό το καλοκαίρι θα περιοδεύσει σε όλη την Ελλάδα και την Κύπρο με ένα πρόγραμμα που μόνο ο Χρήστος ξέρει να επιμελείται.
Από τους τελευταίους «της φυλής των λαϊκών συνθετών», ο Χ. Νικολόπουλος γεννιέται και μεγαλώνει στο Καψοχώρι Ημαθίας, και η «γηγενής» αυτή καταγωγή προσδίδει την ενστικτώδη λαϊκότητα που χαρακτηρίζει τα τραγούδια του.
Στην δεκαετία του ΄60 που ανδρώνεται, κυριαρχούν τα Μακεδονίτικα του τόπου του και τα λαϊκά του Καζαντζίδη. Από μικρός φανερώνει την μουσική του κλίση, και με πείσμα καταφέρνει να μάθει μπουζούκι, μελετώντας ώρες μόνος του, αυτοδίδακτος στην ουσία. Σαν «μπουζουξής» θα μπει και στο επάγγελμα, τελειώνοντας το «πανεπιστήμιο» των πανηγυριών και των λαϊκών συγκροτημάτων. Στην Αθήνα κατεβαίνει το ΄63 για να βρεθεί δύο χρόνια μετά, το ΄65, να παίζει στο πλευρό του Σ. Καζαντζίδη.
Στο πλευρό του Καζαντζίδη θα μείνει ως την οριστική αποχώρηση του τραγουδιστή από τις πίστες το ΄66. Ακολουθούν συνεργασίες σε μαγαζιά με τα σημαντικότερα ονόματα, από την Π. Πάνου και την Μαρινέλλα, τον Βοσκόπουλο και τον Μπιθικώτση, αλλά και τον Μ. Χιώτη ως και τον Σ. Παγιουμτζή.
Αυτά τα πρώτα χρόνια συνεργάζεται με τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής σε δισκογραφήσεις τραγουδιών τους, μαθητεύοντας αλλά και καταθέτοντας την δεξιοτεχνική του ικανότητα στο μπουζούκι, που σαν όργανο, έχει πια περίοπτη θέση στις ορχήστρες. Το να δουλεύει με τον Μ. Θεοδωράκη, τον Μ. Λοΐζο, τον Γ. Ζαμπέτα, τον Χ. Λεοντή και τον Δ. Μούτση, αλλά και με θρύλους όπως ο Β. Τσιτσάνης ή στις τελευταίες ηχογραφήσεις του Μ. Βαμβακάρη, εκπαιδεύεται οξύνοντας την συνθετική του ικανότητα.
Η δεκαετία του ΄80 είναι αυτή, που απογειώνει την δημιουργικότητά του και συνηγορεί στην αποδοχή του, απ’ όλους ανεξαιρέτως, ως του σημαντικότερου λαϊκού συνθέτη.