«Είμαι η Δούκισσα της Πλακεντίας, η Σοφί ντε Μαρμπουά – Λεμπρέν. Τον έρωτα τον γνώρισα πολύ καλά μόνο στη χώρα που σημάδεψε τη ζωή μου, την Ελλάδα. Εδώ κατάλαβα ότι ήταν η πατρίδα μου, λες και με περίμενε χρόνια». Με αφορμή την μυθιστορηματική ζωή της αινιγματικής Δούκισσας της Πλακεντίας, ο συγγραφέας και διδάκτωρ Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Θάνος Κονδύλης στο νέο του μυθιστόρημα «Η Δούκισσα της Πλακεντίας» (εκδόσεις Ψυχογιός) πλέκει μια παράλληλη ιστορία με φόντο το ταραγμένο πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα των πρώτων χρόνων της ανεξαρτησίας και τις ίντριγκες του παλατιού. Ο πολυγραφότατος συγγραφέας μιλάει στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ για την γυναίκα -θρύλο που έγινε λαϊκό ανάγνωσμα και εξηγεί για ποιόν λόγο δεν έχει νιώσει ποτέ τον φόβο της «λευκής σελίδας».
Συνέντευξη: Τάσος Μεργιάννης
Θα μας συστήσετε το νέο σας βιβλίο «Η Δούκισσα της Πλακεντίας»; Πρόκειται για την αληθινή ιστορία της Σοφί ντε Μαρμπουά – Λεμπρέν ή για μυθοπλασία;
Είναι η μυθιστορηματική βιογραφία της Δούκισσας και όλα όσα περιγράφονται στο βιβλίο μου είναι αληθινά. Το μόνο πρόσωπο που μπορώ να πω ότι είναι μυθοπλαστικό είναι η δημοσιογράφος, το μέσον, που την αναζητά στην Αθήνα του βασιλιά Όρθωνα και της βασίλισσας Αμαλίας. Η αγαπητή Δούκισσα ήταν ένας άνθρωπος που ωφέλησε την Αθήνα όσο κάνεις άλλος. Και την Ελλάδα βέβαια. Κάτι που δεν ξέρει ο κόσμος είναι ότι ήδη από το 1825 στην Ευρώπη έδινε λεφτά σε διάφορους που έκαναν εράνους για την επαναστατημένη πατρίδα μας. Και επίσης αυτή μόνη της και η κόρη της έδωσαν στον Ιωάννη Καποδίστρια δεκάδες χιλιάδες χρυσές λίρες και τα κοσμήματά τους προκειμένου να εκποιηθούν και τα χρήματα να δοθούν για να αγοραστούν εφόδια για τους Έλληνες. Για αυτήν μιλούν ο Κοραής, ο Καποδίστριας και οι εφημερίδες της εποχής. Παρά ταύτα, η Δούκισσα σήμερα παραμένει λησμονημένη και η μόνη τιμή που της έδωσε η πατρίδα είναι το όνομα ενός σταθμού του μετρό.
Σας ρωτώ με την διπλή σας ιδιότητα ως διδάκτορας Ιστορίας και ως συγγραφέας: Το μυστικό για ένα καλό βιβλίο είναι η μυθοπλασία και η καταγραφή της ιστορικής πραγματικότητας να συμβαδίζουν ή να πηγαίνουν παράλληλα;
Ακριβώς να συμβαδίζουν. Αυτό δίνει ζωή στο μυθιστόρημα. Αλλά δυστυχώς λίγοι συγγραφείς που ασχολούνται με ιστορικά μυθιστορήματα κατέχουν την τέχνη και την ικανότητα να τα συνδυάσουν αυτά. Πιστεύω ότι χρειάζεται πολλή εκπαίδευση και υπομονή στην έρευνα ιδιαίτερα από τους νέους συγγραφείς σε αυτό τον τομέα.
Υπάρχει η μυστική συνταγή για ένα βιβλίο ώστε να γίνει best seller;
Υπάρχει βέβαια, αλλά δεν σκοπεύω να σας το πω. Αστειεύομαι. Σοβαρά τώρα, συνταγές μπορείτε να βρείτε στα βιβλία μαγειρικής. Για να γίνει ένα βιβλίο ευπώλητο (best seller) υπάρχουν πολλοί παράγοντες που πρέπει να συνυπάρξουν. Πάνω απ’ όλα, όμως, πρέπει ο συγγραφέας να έχει μια καλή ιστορία στο μυαλό του και βέβαια να ξέρει πώς να την αποτυπώσει στο χαρτί.
Το βιβλίο σας κυκλοφορεί και σε μορφή e – book. Ποια είναι η γνώμη σας για την ανάγνωση βιβλίων μέσω ηλεκτρονικών συσκευών αντί για την παραδοσιακή μορφή του χαρτιού;
Νομίζω ότι είναι το μέλλον του βιβλίου, αλλά ειδικά για την Ελλάδα το πολύ μακρινό μέλλον. Γενικά στη χώρα μας ο αναγνώστης είναι παραδοσιακός και καλά κάνει. Πιστεύω ότι το ηλεκτρονικό βιβλίο πέρα από το τυπογραφικό, δεν έχει ακόμα να δώσει τίποτα περισσότερο στον αναγνώστη.
Έχετε μελετήσει την Ιστορία σε βάθος. Ποια ήταν για εσάς η καλύτερη περίοδος της ανθρωπότητας; Το χρονικό εκείνο διάστημα στο οποίο θα θέλατε να έχετε ζήσει κι εσείς αν είχατε την δυνατότητα να διακτινιστείτε σε μια Μηχανή του Χρόνου;
Έχω μελετήσει αρκετά την ιστορία άλλα όχι τόσο πολύ όσο πραγματικά θα ήθελα. Πάντως από τις μέχρι σήμερα σπουδές μου, πιστεύω ότι θα μπορούσα να καταλάβω καλύτερα την περίοδο της Αναγέννησης, μιας και πάνω σ’ αυτήν έχω κάνει και το διδακτορικό μου.
Το 1996 και το 2002 τιμηθήκατε από τη Βουλή των Ελλήνων για το συγγραφικό σας έργο, ενώ το 2015 βραβεύτηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών η διδακτορική διατριβή σας σχετικά με το μεσαιωνικό Ναύπλιο. Τι σημαίνουν για εσάς αυτές οι διακρίσεις;
Τίποτα περισσότερο από αυτό που λέει και το όνομα τους. Καλά είναι τα βραβεία, αλλά θεωρώ ότι πρέπει να ωθούν τους συγγραφείς να γίνονται καλύτεροι και όχι να επαναπαύονται στις δάφνες τους.
Είστε πολυγραφότατος, καθώς έχετε εκδώσει περισσότερα από 40 βιβλία. Ποια ανάγκη σας ώθησε στο γράψιμο;
Ήταν για εμένα ο καλύτερος τρόπος για να μιλήσω στον κόσμο και να συνδιαλλαχθώ μαζί του. Ακούγεται παράδοξο, αλλά πιστεύω στην επικοινωνία συγγραφέα και αναγνώστη. Θεωρώ ότι το μέσο είναι το βιβλίο και ότι με αυτό οι άνθρωποι έρχονται πιο κοντά.
Το να γράφει κανείς για παιδιά απαιτεί μια διαφορετική προσέγγιση; Είναι διαφορετική η προεργασία (πχ λιγότερες ιστορικές αναφορές, περισσότερη μυθοπλασία;)
Εξυπακούεται. Όλα αυτά που είπατε είναι σωστά. Τα παιδιά είναι μια κατηγορία από μόνα τους. Και μάλιστα δύσκολη κατηγορία και πολύ πιο απαιτητική από τους ενήλικες. Εκφράζονται λιγότερο, αλλά απαιτούν περισσότερα.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Θα μπορούσα να φτιάξω μια ατελείωτη λίστα. Από Έλληνες θαυμάζω τον Καζαντζάκη, τον Κονδυλάκη, τον Ηλία Βενέζη, τον Στρατή Τσίρκα. Από ξένους τον Ουμπέρτο Έκο, τον Τζον Μάντοξ Ρομπερτς, τον Έλις Πήτερς τον Σκοτ Φιτζέραλντ, τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ και άλλους.
Τι διαβάζετε αυτήν την περίοδο;
Ασχολούμαι αρκετά με τα μυθιστορήματα της Αγκάθα Κρίστι. Είναι θα έλεγα κάτι παραπάνω από μυθιστορήματα. Είναι «οδηγοί» τρόπον τινά στο πώς μπορεί κάποιος να γράψει ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα.
Ο φόβος κάθε συγγραφέα μπροστά στην λευκή σελίδα – το περίφημο writer’ s blog – είναι υπαρκτός; Τον έχετε βιώσει;
Όχι, ποτέ. Το «πρόβλημα» με εμένα είναι ότι έχω τόσα πολλά να γράψω και να πω στον κόσμο, ώστε δεν έχω τον χρόνο για να το κάνω. Απ΄ την άλλη η λογοτεχνία είναι κατά κάποιο τρόπο και τιθάσευση του χρόνου και η εκπαίδευση στον τρόπο που θέλουμε να εκφραστούμε.
Το βιβλίο «Η Δούκισσα της Πλακεντίας» του Θάνου Κονδύλη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.