Πριν από 7 χρόνια, με κόπο, αγάπη, μεράκι και πολλές μουσικές, ο Δημήτρης Θεολόγου, ένας διαχρονικός κάτοικος του Χαλανδρίου, έφτιαξε από τα πιο παρεΐστικα βιβλία. Ήταν η έκδοση «Φταίνε τα τραγούδια», γεμάτη από στίχους, πραγματικές ιστορίες αλλά και πόνο, ο οποίος λειτούργησε όπως πάντοτε στα μεταπολεμικά χρόνια για τους Έλληνες: σαν πηγή έμπνευσης, αφορμή για δημιουργία και μεράκι και γλέντι. Σε αυτή του την προσπάθεια, τα «Χωνεμένα όνειρα» (Εκδόσεις Εύμαρος), το δεύτερο του συγγραφέα, παρελαύνουν άνθρωποι πραγματικοί (που έχουν σάρκα και οστά) και άλλοι που είναι μορφές «κατασκευασμένες».
Όμως, κουβαλούν ο καθένας τους έναν Δημήτρη μέσα του,τον κόσμο δηλαδή της γενιάς αυτής, με τα ίδια βιώματα λίγο ή πολύ, τις ίδιες μνήμες και τα ίδια «όνειρα» που η σημερινή πραγματικότητα τον ανάγκασε να τα σκεπάσει με στοργή και νοσταλγία στην κλίνη της μνήμης. Όταν ο Δημήτρης έκλεισε τους λογαριασμούς του με το «Φταίνε τα τραγούδια» έπιασε μια άκρη από αυτό το σκέπασμα και έκανε να το σηκώσει, όμως πετάχτηκε με φόρα και με ένταση όλη η δύναμη της ζωής της «γειτονιάς των ονείρων» που τόσα χρόνια προσπάθησαν να μας κάνουν να τα …χωνέψουμε.
Αυτοσαρκασμός, το ανώτατο στάδιο του χιούμορ
Όπως αναφέρει μία εκ των συντελεστών του πονήματος – με πρόλογο του δημοσιογράφου Χριστόφορου Κάσδαγλη – η συγγραφέας και μεταφράστρια Βίκυ Μανουσαρίδου στην ιστοσελίδα promith.gr, «διάβασα το βιβλίο σταδιακά όσο γραφόταν. Η αλήθεια είναι ότι δεν με βρήκε στα καλύτερά μου την περίοδο που ο φίλος και συγγραφέας χρειαζόταν την άποψή μου και αυτό του το χρωστάω. Κατάφερνε όμως κάθε φορά να μου αποσπά την προσοχή με την πρωτοτυπία της σύλληψης, της ιδέας και της αυθεντικής γραφής. Το βιβλίο που αποκτά συνείδηση, γίνεται η συγκεντρωτική ύλη των εμπειριών των διαδοχικών αναγνωστών, που συνδιαλέγεται και κάνει χιούμορ με τους δυνητικούς αναγνώστες του, είναι μια ιδέα εκπληκτική.
Το να βλέπεις τον κόσμο μέσα από το αντικείμενό σου και όχι το αντικείμενό σου μέσα από το πρίσμα του κόσμου σου, είναι μια θέση μοναδική». Σύμφωνα με την ίδια, «το βιβλίο που ταξιδεύει είναι ένα πραγματικό όνειρο κι ένας ευσεβής πόθος. Όμως θεωρώ ότι είναι κι ένας ισχυρότατος συμβολισμός και μια αλληγορία, που μπορεί να έχει προκύψει κι εντελώς ασυνείδητα: Το συγκεκριμένο βιβλίο, είναι η ιστορία όλων των 55άρηδων της επικράτειας και η κοινωνική ιστορία της χώρας από την περίοδο της χούντας και μετά. Είναι η ζωή μου, οι αφηγήσεις των συγγενών μου, ο ήχος και ο απόηχος γεγονότων που συνέβησαν, πραγμάτων που κατέλαβαν ζωτικό χώρο στην διάρκεια που καλύπτει χρονικά η αφήγηση».
«Το παραμύθι των μεγάλων είναι το όνειρο»
«Φυσικά, το μαγικό συστατικό είναι οι ανθρώπινες διελεύσεις από τη ζωή του βιβλίου όπως ανέφερα στην αρχή, που στην ουσία δικαιολογούν και την ύπαρξή του. Είναι ευρηματικότατες και εύστοχες. Στις ιστορίες που διηγείται, παρελαύνουν ή πρωταγωνιστούν άνθρωποι πραγματικοί, που άλλοι σήμερα ζουν και άλλοι μας άφησαν, ήρωες γνωστών μυθιστορημάτων, αλλά κυρίως ήρωες-πολεμιστές των αντιξοοτήτων μιας ζωής προκαθορισμένης, μιας παρτίδας παιγμένης, μιας πορείας προδιαγεγραμμένης με ελάχιστες αποκλίσεις», πρόσθεσε στην κριτική της. «Όμως», τόνισε η κ. Μανουσαρίδου, «είναι ο άνθρωπος, ο απρόβλεπτος παράγοντας που με μια αψυχολόγητη αντίδρασή του, μπορεί να αλλάξει το συναίσθημα, την οπτική… Έτσι παρορμητικά όπως αντιδρά ο Έλληνας.
«Αυτό όμως που θεωρώ σημαντικό είναι το πώς τοποθετείται υποβαλλόμενος από τα πεπραγμένα ο αναγνώστης. Γίνεται παίχτης στο ταμπλό των Χωνεμένων Ονείρων, ένα τέτοιο άλλωστε κι ο ίδιος από μόνος του, και αισθάνεται πως βρίσκεται σε μια διαδραστική διαδικασία. Μετά από πολλές περιπέτειες, αρκετό καιρό, αλλαγές και ανατροπές, τα “Όνειρα” φτάνουν σε απόσταση αναπνοής από τη γραμμή τερματισμού συγγραφής/επιμέλειας/προ-τυπογραφικών διαδικασιών. Αυτή λοιπόν, ήταν η στιγμή που το βιβλίο πραγματικά αυτονομήθηκε και πήρε την υπόθεση στα χέρια του. Το ίδιο ταξίδεψε μόνο του, πριν ακόμα γίνει οντότητα. Και αυτό είναι πραγματικότητα. Το πώς θα το μάθει ο αναγνώστης στις τελευταίες σελίδες».
«Πάντως, μπορώ να πω ότι και στα δύο συγγραφικά πονήματα, λίγο πριν την πραγματοποίηση της έκδοσης, προέκυψαν απρόοπτα γεγονότα που σηματοδοτούσαν μια προσωποποίηση ή μια βούληση εκ μέρους του ίδιου του βιβλίου. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξε αφορμή ώστε αρκετοί άνθρωποι να γνωριστούμε, να σκεφτούμε, να προβληματιστούμε, να συγκινηθούμε, αλλά και να γελάσουμε, να τραγουδήσουμε και να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας ακόμα και επί σκηνής! Μακάρι το καινούριο “μετά μουσικής” βιβλίο να μας εμπνεύσει και να ακολουθήσει τους ίδιους και καλύτερους δρόμους στο ταξίδι του», κατέληξε η ίδια.
Λαϊκότητα διανοουμένου
Ο Δημήτρης Θεολόγου είναι υπεύθυνος πωλήσεων στο χώρο των βιβλιοχαρτοπωλείων. Πρώην πρόεδρος του Συλλόγου γονέων 13ου Δημοτικού σχολείου Αμαρουσίου και στη συνέχεια του Συλλόγου γονέων του 7ου Γυμνασίου Αμαρουσίου. Όπως αναφέρει ο Χριστόφορος Κάσδαγλης, «ως συγγραφέας μιλάει για τις αναμνήσεις και τις καταβολές, τους προβληματισμούς και τις απογοητεύσεις, τα όνειρα και τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς· της γενιάς της μεταπολίτευσης». «Η περίπτωση του», σημειώνει, «εντάσσεται σε μια μεγάλη παράδοση. Λαϊκοί άνθρωποι χωρίς εκτεταμένη εγκύκλια παιδεία, που η συμμετοχή τους στην Αριστερά τούς μετατρέπει σε διανοούμενους. Μη φανταστείτε πάντως ότι όλο αυτό επιτυγχάνεται με κάποιον αυτοματισμό, όπως ας πούμε η αίσθηση του «ηθικού πλεονεκτήματος», που φαίνεται στις μέρες μας να αποκτούν αρκετοί αριστεροί -ή «αριστεροί»- μαζί με την κομματική τους ταυτότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, η ιδιότητα του οργανικού διανοούμενου κερδίζεται με πολύ προσωπικό κόπο και πάθος».