Την τελευταία μέρα του Δεκεμβρίου του 1921 τρεις αινιγματικοί άνθρωποι -ο Μάρτυρας του Καΐρου, ένας γαλανομάτης από την Αφρική που έλεγχε το εμπόριο της αφροδισιακής μουμιόσκονης στη Μέση Ανατολή, ο Σάλιβαν Ο’ Μπίαρ, ένας πρώην Ιρλανδός πατριώτης και λαθρέμπορος όπλων που έκανε περιουσία πουλώντας απομιμήσεις φαλλόσχημων χριστιανικών έργων τέχνης και ο Μούνκ Ζόντι, ένας αφοσιωμένος σιωνιστής που διαπραγματεύεται μόνο συμβόλαια για καταψυγμένα ψάρια-, αρχίζουν ένα μοιραίο παιχνίδι πόκερ στην Ιερουσαλήμ, στο πίσω μέρος ενός καταστήματος με αντίκες που ανήκει σε έναν περιπλανώμενο ιππότη ηλικίας 3.000 χρόνων.
Το Μεγάλο Πόκερ της Ιερουσαλήμ, όπως τελικά ονομάστηκε, θα διαρκέσει δώδεκα χρόνια και δεν θα έχει ως έπαθλο κάτι λιγότερο από τον ολοκληρωτικό έλεγχο της Ιερουσαλήμ. Χιλιάδες χαρτοπαίκτες από όλον τον κόσμο μπαίνουν στο παιχνίδι και χάνουν τεράστιες περιουσίες προσπαθώντας να κερδίσουν την Άγια Πόλη, αλλά στο τέλος δεν μένουν παρά τρεις άνδρες στο τραπέζι – οι ίδιοι που το ξεκίνησαν.
Λίγο πριν ξεκινήσει η τελευταία παρτίδα ακόμη ένας παίκτης μπαίνει στο παιχνίδι: o Νούμπαρ Βαλενστάιν, κληρονόμος του ισχυρότερου παγκόσμιου καρτέλ πετρελαίου, επικεφαλής μιας αδίστακτης διεθνούς κατασκοπικής οργάνωσης και φανατικός αλχημιστής που αναζητά την αιωνιότητα. Το πεπρωμένο του καθενός και η μοίρα της ίδιας της ανθρωπότητας θα εξαρτηθούν από ένα μοίρασμα της τράπουλας.
Λίγα λόγια για το συγγραφέα
Ο Edward Whittemore (1933-1995) σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Yale και στη συνέχεια υπηρέτησε ως αξιωματικός των Πεζοναυτών στην Ιαπωνία. Για μια δεκαετία έδρασε ως πράκτορας της CIA στην Άπω Ανατολή, στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή. Μεταξύ άλλων διηύθυνε μια εφημερίδα στην Ελλάδα, δούλεψε σε μια βιοτεχνία υποδημάτων στην Ιταλία και εργάστηκε στην Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών της Νέας Υόρκης επί δημαρχίας Lindsay. Από το 1977 έως το 1987 έγραφε το Κουαρτέτο της Ιερουσαλήμ, ενώ μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και την Ιερουσαλήμ.
Ο Edward Whittemore αποφοίτησε από το γυμνάσιο του Deering, στο Portland του Maine, τον Ιούνιο του 1951 και το ίδιο φθινόπωρο μπήκε στο Yale.
Για ένα διάστημα διηύθυνε μια εφημερίδα στην Ελλάδα. Έπειτα, ήταν η υποδηματοποιία στην Ιταλία και κάποιο ινστιτούτο στην Ιερουσαλήμ. Συνεργάστηκε επίσης με την Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών της Νέας Υόρκης επί δημαρχίας John Lindsay. Αργότερα, είχαν ακουστεί φήμες ότι αντιμετώπιζε «πρόβλημα» με το αλκοόλ και ότι έκανε χρήση ναρκωτικών.
Ενώ υπηρετούσε στους Πεζοναύτες και στη CIA, παντρεύτηκε και πήρε διαζύγιο δύο φορές. Απέκτησε δύο κόρες με την πρώτη σύζυγό του, αλλά σύμφωνα με τους όρους του διαζυγίου δεν επιτρεπόταν να τις βλέπει. Έπειτα, μετά το δεύτερο διαζύγιο, συζούσε με διάφορες γυναίκες. Ήταν πολλές και όλες τους απ’ ό,τι φαίνεται ταλαντούχες: ζωγράφοι, φωτογράφοι, γλύπτριες, χορεύτριες, αλλά ποτέ συγγραφείς.
(Έκδοση Γκοβόστη / ISBN 960-446-068-7 /Σελίδες 704 / Τιμή: 29,50 ευρώ – περιλαμβάνει ΦΠΑ)