Πώς να μην είχε δίκιο ο μεγάλος συγγραφέας… Το 2012, «Οι Άθλιοι» συμπλήρωσαν εκατόν πενήντα χρόνια αναγνωστικής ζωής και παραμένουν σημείο αναφοράς.
Η «αμάθεια» και η «δυστυχία» του προλόγου αλλά και η υπέρβασή τους, συνιστούν το στίγμα, το σημείο προσανατολισμού του μεγάλου έργου. Η στέρηση της βαθιάς, της πραγματικής γνώσης, από την κορυφή της πολιτικής-κοινωνικής πυραμίδας μέχρι τη βάση της, επιφέρει τον ηθικό ξεπεσμό και την αθλιότητα. Ωστόσο, με το πνεύμα του Ουγκό δεν συμβιβαζόταν η συγγραφή μόνον ενός χρονικού της αθλιότητας. Παρά το γεγονός ότι αυτή έχει την ηλικία της ανθρωπότητας, πίστευε απόλυτα στην όχι μακρινή έλευση ενός κόσμου Δικαίου, από το δρόμο της παιδείας και της επιστήμης.
Εκείνη η βεβαιότητα παραμένει ως όραμα. Αλλά, και το αντίθετο εάν συνέβαινε, αιώνιες θα ήταν οι ιστορίες των «Αθλίων», που έγραψε πρώτα ως πατέρας ο Β. Ουγκό και ύστερα ως μεγάλος συγγραφέας. Αυτή η πολύτιμη πατρική κληρονομιά βρίσκεται στα χέρια μας, είναι το κοινωνικό ευαγγέλιο. Διδάσκει και ενδυναμώνει τον όπου γης αναγνώστη: Ευαγγελίζεται ότι υπάρχει η μεγάλη αγάπη από τον άνθρωπο για τον πάσχοντα συνάνθρωπό του.
Από τις πάμπολλες ιστορίες
«…Και ο νέος και η κόρη και ο μεσήλιξ και ο πρεσβύτερος και ο λόγιος και ο εργάτης, πάσα ηλικία και πάσα τάξις, ευρίσκουσιν εντός των σελίδων εκείνων την αιωνίαν αυτών ιστορίαν, ήτις συγκινεί βαθύτατα». Το απόσπασμα προέρχεται από το άρθρο τού –και άριστου κριτικού- Κωστή Παλαμά, μεγάλου θαυμαστή του Γάλλου συγγραφέα, στην «Εστία» (26 Μαΐου 1885).
Ο σημερινός αναγνώστης βρίσκεται ενώπιον μιας δια του λόγου τοιχογραφίας του 19ου αιώνα, που φιλοτεχνούσε ο Β. Ουγκό επί τριάντα χρόνια. Το Παρίσι των φώτων έριχνε στο ζόφο στρατιές ανθρώπων. Τα ονόματά τους και ο τίτλος, «Οι Άθλιοι», παρέμειναν στις πολλές ελληνικές μεταφράσεις του μυθιστορήματος, όπως τα είχε μεταφέρει ο πρώτος μεταφραστής τους στα ελληνικά, ο Ιωάννης – Ισίδωρος Σκυλίτσης, αμέσως μετά την έκδοση του έργου στο Παρίσι.
Από 1.470 σελίδες είναι αδύνατον να συγκρατηθούν όλα τα ονόματα των προσώπων. Το μυθιστόρημα πολλά χρόνια κυκλοφορεί στην Ελλάδα, με ποικίλους τρόπους, και ο πρωταγωνιστής του, ο Γιάννης Αγιάννης, έρχεται στη μνήμη ως συμβολική μορφή του μαρτυρίου. Στα χαρτιά του Β. Ουγκό, ορισμένες σημειώσεις πληροφορούν ότι ο πραγματικός Γιάννης Αγιάννης ονομαζόταν Πιερ Μωρέν και τον είχαν ρίξει στα κάτεργα, επειδή είχε κλέψει ένα καρβέλι ψωμί, το 1801. Ύστερα από εξήντα ένα χρόνια επανήλθε ως Γιάννης Αγιάννης, πάλι πεινασμένος, με την παλιά αιτία του βασανισμού του και είκοσι, περίπου, χρόνια κάθειρξης, που διαρκώς αυξάνονταν μετά από την κάθε απόδραση και σύλληψή του. Τον περίμεναν τα απερίγραπτης βαναυσότητας κάτεργα της τότε Γαλλίας –όπως ήταν και στη Ρωσία της «Ανάστασης» του μεγάλου Τολστόι, τα υπερβαίνουν, όμως, σύγχρονα υπερ-θηριώδη κέντρα κράτησης. Στα διαλείμματα της φυλάκισης, μόνιμη η σκιά του αστυνομικού Ιαβέρη ακολουθούσε τον «βαρυποινίτη», ακόμα και ενώ είχε θεωρηθεί νεκρός. Τα πάντα, με αρχή ένα καρβέλι ψωμί, κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα στη Γαλλία, που δεν είχε αναθεωρήσει το παλαιό Δίκαιο της φεουδαρχίας.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, ο συγγραφέας βλέπει πολλά παιδιά, παρατημένα στο έλεος των δρόμων από εξαθλιωμένους γονείς, αναζητώντας καταφύγια και από τα ζώα ανυπόφορα. Η φτώχεια συμβαδίζει, συχνά, με την ηθική εξαχρείωση, όπως την «περιγράφουν» και οι δήθεν προστάτες της μικρής Τιτίκας. Τους την παρέδωσε η ανυπεράσπιστη μάνα της και, αντί συμπόνιας, καταδικάζουν παιδί και μητέρα σε μαρτυρική ζωή και εκβιαστική εκμετάλλευση.
Από τον δραματικό κύκλο της αθλιότητας δεν εξαιρέθηκε ούτε ο Ιαβέρης, το αρχέτυπο του αστυνομικού εφιάλτη, που αποτελεί τη βάση του ολοκληρωτισμού κάθε χρώματος. Τελικά, επέλεξε την αυτοκτονία, μην αντέχοντας το γκρέμισμα της «άγριας τιμιότητας», που διέκρινε, ακατάπαυστα, την υπηρεσιακή ζωή του. Η γενναιοφροσύνη του μεγάλου του θύματος τον οδήγησε σε ένα άλλον κόσμο, πολύ αργά. Πρόφτασε, όμως, να αφήσει ελεύθερο τον Γιάννη Αγιάννη. Αυτός τον έσωσε από βέβαιη εκτέλεση στο οδόφραγμα της εξέγερσης. «Ο σκλάβος του νόμου» είδε, κατάπληκτος, ότι ένας άθλιος, που δεν γεννήθηκε κακός, μπορούσε να ήταν «υπέροχος». Και ότι αυτός είχε αφοσιωθεί σε ένα καταδικασμένο, ηθικά, σύστημα, χωρίς «ένα δάκρυ στα μάτια του νόμου» – γράφει ο Β. Ουγκό. Η αίσθηση της κοινωνικής ευθύνης, η δημιουργικότητα και η εκφραστική δεινότητα έκτιζαν τους ολοκληρωμένους χαρακτήρες του έργου του. Και αποτελεί γνώρισμα υψηλής τέχνης η ταύτιση του Γάλλου συγγραφέα με το κάθε θύμα, αλλά και η κατάδυσή του στον ψυχικό κόσμο του θύτη, όταν είναι τραγικό πρόσωπο.
Φως και Ζόφος
Φως στη μορφή του Επισκόπου της Ντίνιε, του Θεοδώρητου Μυριήλ – επίσης πραγματικού προσώπου. Δώρο ενός τέλειου Θεού μέσα στο απλό του κατάλυμα, με ανοιχτή πόρτα για τον κάθε άθλιο, μέχρι του σημείου να προστατέψει τον Γιάννη Αγιάννη, ακόμη κι όταν, χαμένος στο μίσος, στο επακόλουθο του κάτεργου, αντί ευγνωμοσύνης άρπαξε κάποια ασημικά, τα αθώα στολίδια της μοναδικής θαλπωρής, που του έλαχε. «Ας δούμε και το δρόμο που ακολούθησε το σφάλμα», έλεγε πάντοτε ο Μυριήλ-Ουγκό, που εξακολουθεί -δυστυχώς- να αγωνίζεται εναντίον της θανατικής ποινής.
Το δυνατότερο φως του μυθιστορήματος δημιούργησε «η ουράνια επιείκεια» του Επισκόπου. Ένας άλλος Γιάννης Αγιάννης γνώρισε τον βαθύ εαυτό του, και, για λίγα χρόνια λυτρωμένος από τον διώκτη του, εξασφάλισε κοινό πλούτο και κοινοτική αλληλεγγύη στη μικρή πόλη, που προσωρινά κατέφυγε. Έσωσε και την Τιτίκα, για να την οδηγήσει μέχρι την ενηλικίωση, καλύτερα από φυσικός πατέρας, ενώ οι ενέδρες παραμόνευαν την καταστροφή τους. Από την αστυνομία, δεν είχε παραγραφεί η κλοπή των ασημικών…
Αγγελικός ο έρωτας της Τιτίκας και του Μάριου, αρνητή της εύπορης τάξης του, αγωνιστή, σχεδόν ως το θάνατο, στο πλευρό των εξεγερμένων του 1832. Ο Ενζολωράς, αρχηγός κατά την άνιση σύγκρουση, συμπυκνώνει την ιδεολογία του στη φράση, «Εμένα μητέρα μου είναι η Δημοκρατία». Στο πλευρό της Δημοκρατίας απαθανατίζει και ο ζωγράφος Ντελακρουά τον μικρό Γαβριά, τον αεικίνητο μεγάλο ήρωα και τη θυσία του για τα ιδανικά, που η ψυχή του τόσο πρόωρα είχε κατακτήσει.
«Φωτίστε, ω άνθρωποι, τα κατώτατα της κοινωνίας», διεκδικούσε ο δημιουργός, ο αμείλικτος κατήγορος των ενόχων του σκοταδισμού. «Οι απόκληρες τάξεις», της Γαλλίας είχαν απόλυτη ανάγκη κοινωνικής δικαιοσύνης, όπως αποδείκνυαν οι επαναλαμβανόμενες εξεγέρσεις εναντίον των κυρίαρχων πλουσίων, όχι σπάνια με το θρησκευτικό προσωπείο τους.
Γράφει η
ΑΔΑΜΑΝΤΙΑ ΤΡΙΑΡΧΗ – ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ