
Tο Cine – Δράση ολοκληρώνει τις προβολές του για το 2023, την Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου στις 20.15 στο ΤΥΠΕΤ (Πλαταιών και Υμηττού) με την ταινία «Το Άρωμα της Πράσινης Παπάγιας» του Anh Hung Tran, που κέρδισε Χρυσή Κάμερα στο Φεστιβάλ Καννών, το Σεζάρ πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και μια υποψηφιότητα -την πρώτη του Βιετνάμ- για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Μια υποβλητική, ήρεμη, στοχαστική ταινία, γλυκιά και χαλαρωτική. Σαν ένα όμορφο μουσικό κομμάτι ή ένα σπάνιο ποίημα φτιαγμένο από λεπτομέρειες εξαιρετικής οπτικής ομορφιάς: μια σταγόνα νερού που τρέμει σε ένα φύλλο, μια παρέα από πολυάσχολα μυρμήγκια, ένας βάτραχος σε μια λακκούβα που άφησε η βροχή, το φως του ήλιου μέσα από τα πράσινα φύλλα, οι σπόροι της πράσινης παπάγιας. Στηριζόμενη περισσότερο στον τόνο και την αίσθηση, συναρπάζει το θεατή με την ικανότητά της να αποτυπώνει αποτελεσματικά την ουσία των λεπτών, μεμονωμένων στιγμών της ζωής.
Η υπόθεση του φιλμ
Βρισκόμαστε στο προπολεμικό Βιετνάμ μεταξύ του τέλους της δεκαετίας του 1940 και των αρχών αυτής του 1960. Το σενάριο αφορά την απατηλά απλή ιστορία δύο περιόδων στη ζωή μιας ορφανής κοπέλας, της Mui (Lu Man San) που στα δέκα της χρόνια έρχεται το 1951 από την επαρχία στην πρωτεύουσα να δουλέψει υπηρέτρια σε μια ευκατάστατη οικογένεια εμπόρων. Αθώα αλλά περίεργη και εργατική, με ένα εκπληκτικά πλατύ χαμόγελο, αντιπροσωπεύει τη χάρη, τη διακριτικότητα και την αυτοσυγκράτηση ιδιότητες που θεωρούνταν φυσικές, κανόνας της κουλτούρας μιας κοινωνίας στην οποία οι γυναίκες έκαναν την ουσιαστική δουλειά αλλά ήταν υποχρεωμένες να παραμένουν στη σκιά. Η Mui, βοηθός μιας ηλικιωμένης υπηρέτριας, εργάζεται αθόρυβα εκτελώντας με χάρη συνηθισμένες εργασίες του νοικοκυριού. Ανάμεσα τους η προετοιμασία της παπάγιας, λαχανικού που συνόδευε το πρωινό. Δεδομένου ότι η παρασκευή της γίνεται αποκλειστικά από γυναίκες, είναι και σύμβολο της γυναικείας εργασίας.
Μαθαίνει τα καθήκοντά της γρήγορα και καλά, και τα εκτελεί διακριτικά, αόρατα, αδιαμαρτύρητα. Παρατηρεί τα πάντα γύρω της και σταδιακά, καθώς μεγαλώνει, η καλοσύνη της εντυπωσιάζει τους βιαστικούς και κυνικούς εργοδότες της. Η νοικοκυρά της οικογένειας (Truong Thi Loc) διευθύνει το σπίτι και την οικογενειακή επιχείρηση υφασμάτων, ενώ ο άστατος σύζυγός της (Tran Ngoc Trung), σε βαθιά κατάθλιψη από τον πρόωρο θάνατο της κόρης τους, αγνοεί τους δύο μικρότερους γιους του. Αν και σπάνια βγαίνει από το σπίτι, κάποιες φορές εξαφανίζεται για μεγάλα χρονικά διαστήματα ξοδεύοντας αλόγιστα όλες τις οικονομίες του σπιτιού. Η μητέρα του, μια πρόωρη χήρα, δεν φεύγει ποτέ από το δωμάτιο της, προς μεγάλη ανησυχία του κ. Thuan (Nguyen Van Oanh) ενός φανατικού θαυμαστή της.
Δέκα χρόνια μετά η Mui είναι μια όμορφη νεαρή γυναίκα (Tran Nu Yen-Khe). Καθώς η περιουσία της αρχικής οικογένειας έχει εξανεμιστεί βρίσκεται να εργάζεται για τον Khuyen (Vuong Hoa Hoi), έναν πλούσιο συνθέτη κλασικής μουσικής, φίλο του γιου της πρώτης οικογένειάς για τον οποίο ένιωθε έλξη από παιδί. Ωστόσο, συνεχίζει όπως πριν, τον υπηρετεί ήσυχα χαμογελώντας και ετοιμάζοντας αλμυρά βιετναμέζικα πιάτα που ο κινηματογραφιστής Benoit Delhomme φωτογραφίζει σαν συστάδες διαμαντιών. Υπάρχει μια σκηνή κινηματογραφικά παραδοσιακή στην οποία ο νεαρός άντρας βλέπει ξαφνικά τη γυναίκα με άλλα μάτια και συνειδητοποιεί ότι η αγάπη που έψαχνε παντού στέκεται ακριβώς εκεί μπροστά του. Θα ζήσουν ένα δυνατό έρωτα, έναν έρωτα αταίριαστο και μαζί ταιριαστό που θα συνταράξει τις ψυχές και τα σώματα τους, Υπάρχει μια σκηνή μεγάλης χαράς, όταν ο άντρας διδάσκει τη νεαρή γυναίκα να διαβάζει. Τόσο βαθιά ρομαντική που σχεδόν αμφισβητούμε αν αυτό είναι πρόοδος για εκείνη: Η απλότητά της, η ενότητα του εαυτού της και του κόσμου της, είναι τόσο βαθιά που ίσως ο αλφαβητισμός να αποσπά την προσοχή της. Είναι ένα από τα δώρα της ταινίας να δημιουργεί τέτοια ερωτήματα.
Η σκηνοθεσία
Ο Tran Anh Hung, ο οποίος ήταν 12 ετών όταν η οικογένειά του μετακόμισε στη Γαλλία το 1975, κάνει μια από τις πιο αγνές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, αποτυπώνοντας μια αίσθηση απόλυτης γαλήνης και πνευματικότητας, που αντλείται από τη συνεχή αίσθηση θαυμασμού της κεντρικής ηρωίδας, την επίγνωση του περιβάλλοντός της και την ευχαρίστηση που αντλεί από τις καθημερινές ασχολίες της. Ο σκηνοθέτης επιχείρησε να γυρίσει την ταινία στη Σαϊγκόν, αλλά οι υλικοτεχνικές δυσκολίες ήταν τόσο αξεπέραστες που τα γυρίσματα έγιναν εξ ολοκλήρου στο Παρίσι Η αναδημιουργία των δρόμων και των σπιτιών του προπολεμικού Βιετνάμ είναι συναρπαστική, αλλά οι, ως επί το πλείστον ερασιτέχνες ηθοποιοί του, όλοι Βιετναμέζοι, έπρεπε να εκπαιδευτούν στις χειρονομίες και τη γλώσσα του σώματος της πατρίδας τους. Έτσι η Nguyen Anh Hoa, που υποδύεται την γηραιά υπηρέτρια, μεταφέρθηκε από το Βιετνάμ για να διδάξει τη σωστή συμπεριφορά, ώστε η κουλτούρα της πατρίδας του να αποδοθεί με δικαιοσύνη. Συνεπώς η «Papaya», είναι πρωτίστως μια ταινία μνήμης, ένας εξιδανικευμένος φόρος τιμής στο πνεύμα των όμορφων προπολεμικών ημερών του Βιετνάμ και στην ανησυχία για τις υφές, τα χρώματα, τις γεύσεις και τις μυρωδιές που μετέτρεπαν απλές πράξεις της καθημερινής ζωής σε ολοκληρωμένη αισθητική εμπειρία αλλά τώρα αδυνατίζουν. Και η ανησυχία εντείνεται καθώς ο βρυχηθμός ενός πιθανώς στρατιωτικού αεροσκάφους μας θυμίζει κοντά στο τέλος, ότι δεν θα ήταν μακριά ο καιρός που αυτός ο τόσο ευαίσθητος πολιτισμός θα συντριβόταν σε σκόνη από έναν καταστροφικό πόλεμο. Εκτός από ό,τι άλλο κάνει, το φιλμ βλέπεται και ως πολιτιστικό μνημείο, μιας χώρας που έχει «βομβαρδιστεί» από την ιστορία,
Εδώ το trailer