Τον καρκίνο του πνεύμονα μέσω της αναπνοής μπορεί να ανιχνεύσει αισθητήρας που κατασκευάστηκε από νανοσωματίδια χρυσού, σύμφωνα με Ισραηλινούς επιστήμονες. Ο νέος αυτός αισθητήρας μπορεί να αποτελέσει διαγνωστικό όπλο πριν εμφανιστούν στην ακτινογραφία οι όγκοι.
Η συσκευή, που σύμφωνα με τους κατασκευαστές θα είναι αρκετά προσιτή σε τιμή για καθημερινή χρήση από οικογενειακούς γιατρούς, εντόπισε τον καρκίνο του πνεύμονα με 86% ακρίβεια και μπορεί να αποτελέσει διαγνωστικό όπλο μιας νόσου που συνήθως δεν διαγιγνώσκεται μέχρι να έχει εξαπλωθεί και να μην είναι πλέον ιάσιμη.
Χρησιμοποιεί αισθητήρες βασισμένους σε νανοσωματίδια χρυσού για να εντοπίσει πτητικές οργανικές ουσίες που βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα στον εκπνεόμενο αέρα των ασθενών με καρκίνο στον πνεύμονα. Η εξέταση της αναπνοής ήδη έχει αναγνωριστεί ως τρόπος που σχετίζει πτητικές οργανικές ουσίες στην εκπνοή με ορισμένες παθήσεις. Το 2006 ερευνητές ανακάλυψαν ότι σκυλιά μπορούσαν να εκπαιδευτούν ώστε να μυρίζουν τον καρκίνο στην αναπνοή των ασθενών με ακρίβεια 99%.
Όπως ανέφεραν οι ερευνητές με επικεφαλής τον Haick, του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Technion-Israel στη Χάιφα, η συσκευή δεν είναι ακριβή καθώς η ιδέα πίσω από την κατασκευή της ήταν να σχεδιαστεί κάτι φτηνό, ευαίσθητο και φορητό. Ο Haick, δήλωσε ότι ελπίζει πως σύντομα οι γιατροί θα μπορέσουν να αποκτήσουν απλό τεστ για εξέταση ανθρώπων σε ραντεβού ρουτίνας.
Οι ερευνητές εξέτασαν 56 υγιείς ανθρώπους και 40 ασθενείς που είχαν διαγνωστεί με καρκίνο του πνεύμονα με συμβατικές μεθόδους. Ανακάλυψαν ότι ο αισθητήρας μπορεί να ξεχωρίσει την αναπνοή των ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, με ακρίβεια μεγαλύτερη από 86%.
Σύμφωνα με τον Haick, η συσκευή χρειάζεται περαιτέρω εξέταση και απόκτηση άδειας πριν κυκλοφορήσει, υπολογίζοντας ότι απαιτούνται 3 έως 5 χρόνια.
Ο καρκίνος του πνεύμονα σκοτώνει 1,3 εκατ. ανθρώπους τον χρόνο και αποτελεί την κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως. Μόνο το 15% των ασθενών ζουν περισσότερο από 5 χρόνια, κυρίως λόγω του ότι η νόσος διαγιγνώσκεται συνήθως αργά.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύονται στο περιοδικό «Nature Nanotechnology».