Οι καλοκαιρινές διακοπές στα νησιά είναι μια καινούρια σχετικά συνήθεια, που άρχισε να διαδίδεται ευρέως μεταπολεμικά και πήρε μαζικές διαστάσεις από τη δεκαετία του 1980. Παλαιότερα, τον 19ο αιώνα και ως το 1940 περίπου, οι Αθηναίοι είχαν ως κύρια καλοκαιρινή διέξοδο τον παραθερισμό στα εξοχικά τότε κοντινά προάστια και χωριά. Το πρώτο ζητούμενο ήταν, όπως και σήμερα, η απόδραση από την ανυπόφορη ζέστη της πρωτεύουσας. Το Χαλάνδρι, το Μαρούσι και η Κηφισιά αποτελούσαν τους πιο δημοφιλείς προορισμούς –τα δύο πρώτα κυρίως για τη μεσαία τάξη, καθώς η Κηφισιά απευθυνόταν στους πολύ ευκατάστατους. Κάθε καλοκαίρι, πολλοί Χαλανδραίοι και Μαρουσιώτες διέθεταν στους παραθεριστές δωμάτια των σπιτιών αντί ενοικίου, καθώς τα λιγοστά και μικρά ξενοδοχεία αδυνατούσαν να καλύψουν τη μεγάλη ζήτηση.
Έρευνα – παρουσίαση: Γιώργος Πάλλης
Ένα κείμενο ηλικίας ογδόντα πέντε ετών μάς μεταφέρει κατευθείαν στο κλίμα των διακοπών αυτών. Στο φύλλο της 9ης Σεπτεμβρίου του 1925 της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ, με τίτλο «Πέριξ των Αθηνών», ο γνωστός επιφυλλιδογράφος της εποχής Θεόδωρος Βελλιανίτης, περιγράφει εικόνες και εντυπώσεις από τον παραθερισμό του στο Μαρούσι, στα τέλη του καλοκαιριού του έτους εκείνου. Πρόκειται για μία ενδιαφέρουσα μαρτυρία, με στοιχεία για το περιβάλλον, τη διασκέδαση και την καθημερινή ζωή των ντόπιων και των παραθεριστών. Ο συγγραφέας διέμενε σε ένα μικρό σπίτι στην αρχή της σημερινής λεωφόρου Πεντέλης, σε μια περιοχή που ήταν τότε πολύ αραιοκατοικημένη.
Το κείμενο αναδημοσιεύεται εδώ αυτούσιο, με την ορθογραφία του πρωτοτύπου. Οι αριθμοί σε παρενθέσεις παραπέμπουν σε επεξηγηματικά σχόλια του υπογραφόμενου στο τέλος.
ΠΕΡΙΞ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Του Θεόδωρου Βελλιανίτη
Προ ολίγων ημερών κατοικώ εις το Μαρούσι, αλλά μακράν από την ζωήν και την κίνησιν του χωριού. Του χωριού. Αυτό είνε μία συνήθεια, εις απλούς τρόπος του λέγειν, διότι το Μαρούσι αριθμεί σήμερον περισσοτέρας των 25.000 κατοίκων. Έγινε δηλαδή μία από τας δευτερευούσας πόλεις της Ελλάδος. Απέκτησε προς το δυτικόν μέρος (1) πλατείας, ευρείς δρόμους, ωραίας επαύλεις, αστικά σπίτια, εμπορικόν δρόμον, ξενοδοχεία, ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια, καφενεία, μαγαζειά πολυτελείας, κέντρα αναψυχής. Έχει δε και ένα ν τ ά ν σ ι ν γ κ με το λατινικόν όνομα Τουσκουλούμ όπου δι’ όλης της νυκτός κατέφθανον τα αυτοκίνητα με ωραίας χορευτρίας και όπου αφύπνιζε τους ήχους μία αγρία τζας-μπαντ (2). Έχει δηλαδή ό,τι όλα τα προάστεια των Αθηνών.
Η κατοικία μου όμως ευρίσκεται μακράν της κινήσεως, εις τον δρόμον όστις άγει εις τα Μελίσσια (3). Ο δρόμος αυτός αφ’ ης εχαράχθη δεν επιδιωρθώθη ποτέ, διατηρεί τοιουτοτρόπως όλον τον αγροτικόν του χαρακτήρα. Εις αραιάς αποστάσεις εγείρονται κομψαί επαύλεις, χωμέναι μέσα εις τα δέντρα και εις κλειστούς κήπους. Εις μικράν απόστασιν υπάρχει το καταργηθέν νεκροταφείον (4), από το οποίον απέμειναν μόνον αι ευθυτενείς κυπάρισσοι αι οποίαι δίδουν ιδιαιτέραν ωμορφιάν εις το χαριέστατον τοπείον. Από το παράθυρον μου βλέπω εκτεινομένην την πυκνόφυτον πεδιάδα πλαισιουμένην από το Πεντελικόν. Δροσεραί πνοαί κατέρχονται από του όρους και πληρώνουν την μικράν μου κατοικίαν με τα αρώματα των κήπων. Δεν φθάνουν δε μέχρις εμού και τα ουρλιάσματα των αυτοκινήτων, των διερχομένων την λεωφόρον Αμαρουσίου, ήτις συνδέει την Κηφισσιάν με το Μαρούσι (5). Η λεωφόρος αυτή με το αρχαϊκόν όνομα, ενώ είνε τόσον ωραία και τόσον ευρεία, καταλήγει εις την είσοδον της Κηφισσιάς εις ένα στενό δρομίσκον του παλαιού χωριού, όπου ευρίσκεται η άλλοτε κατοικία, ένθα διήρχοντο το θέρος των οι πρώτοι Βασιλείς της Ελλάδος. Από τον δρόμον των κατά τας άλλας ημέρας σπάνιοι είνε οι διερχόμενοι, τας Κυριακάς όμως πλήθος εκδρομέων, νέων και νεάνιδων, εν ευθύμω γαϊδουροκαβαλλαρία μεταβαίνουν εις τα Μελίσσια ή εις τας πλευράς του Πεντελικού, όπου έχει κατασκηνώσει ολόκληρος λαός (6).
Φαίνεται ότι ανεπτύχθη πολύ και παρ’ ημίν το αίσθημα της εκδρομής και η αγάπη του βουνού. Κάτι με την ερημίαν, κάτι με τας γαϊδουροκαβαλλαρίας του, το Μαρούσι μου κάμει την εντύπωσιν χωριού. Εξυπνώ με τα κελαϊδήματα των πουλιών, τα οποία φωλιάζουν εις τα φυλλώματα αιωνοβίων δένδρων. Βλέπω εις το μακανοπήγαδο να γυρίζη το άλογο και να προχέεται άφθονο και δροσερό νερό, ποτίζον τα άνθη και τα λαχανικά του κήπου, και ευφραίνεται η ψυχή μου εις την θέαν του, συλλογίζομαι ότι τα βάσανα που ετραβούσαμεν εις τας Αθήνας με την ανυδρίαν, και που μεταβαλλόμεθα εις σταυροφόρους του Τάσσου, οι οποίοι μεταβαίνοντες ν’ απελευθερώσουν την Ιερουσαλήμ έσκαζαν από την δίψαν.