Εν τούτοις τα άσημα άλλοτε χωρία της Αττικής, καίτοι μεταβάλλονται εις πόλεις, είνε τα μόνα πράσινα άσυλα, τα μόνα αγροτικά καταφύγια των Αθηνών, όπου ημπορεί κανείς να αγνοήση τα κουνούπια και τον φλογερόν ήλιον. Τοιαύτα ήσαν και προ εβδομήκοντα πέντε ετών. Κατά το 1847 αναφέρει εις των πρώτων τροφίμων της Γαλλικής Σχολής (8), ο Γκρενιέ, το Μαρούσι και η Κηφισσιά ήσαν διά τους Αθηναίους ό,τι διά τους Παρισινούς η Βιλλ-ντ’ Αβραί, αι Λυσιέν και το Αγγιέν. «Η Κηφισσιά, λέγει, έχει περιπλείστους κήπους ενθυμίζοντας ολίγον την Φλωρεντίαν, διαυγή ρέοντα ύδατα, πλατάνους πυκνοφύλλους, φυτευθέντας υπό των Τούρκων αγάδων, οι οποίοι εγνώριζον την καλοπέρασιν και κάτω από την σκιάν των διήρχοντο τας θερινάς ημέρας, διηγούμενοι παραμύθια του Ναστραδίν Χότζα. Το Μαρούσι είνε επίσης δενδρόφυτον, όπου εμφωλεύουν μυριάδες πτηνών. Ωνόμασα, επιλέγει, την Βιλλ-ντ’Αβραί. Αλλά τα χωρία αυτά δεν έχουν ούτε αρχαίους πύργους, ούτε επαύλεις, ούτε ξενοδοχεία. Είνε εξοχή αγνή.
Ενοικιάζει εδώ κανείς ένα χωριατόσπιτο, ή καμμιά κάμαραν εις κανένα χάνι, ή και κανένα κελλί μοναχού. Ευρισκόμεθα είς ένα τόπον, όπου τον οίνον τον λέγουν κρασί (melange), την κλίνην κρεβάτι (grabal), τον δρόμον σκάλα· όπου υπάρχουν δεξαμεναί χωρίς νερό, άμαξαι χωρίς δρόμους, θέατρον άνευ ηθοποιών, φρούρια χωρίς κανόνια, κανόνια χωρίς πυρίτιδα. Η ευμάρεια λείπει, αλλά μέσα εις την ελευθέραν αυτήν φύσιν, η οποία πιθανόν να εκνευρίζει τους συβαρίτας, ζη κανείς την ελευθέραν ζωήν, υπό το φως εν τω μέσω της γοητείας των αρμονικών γραμμών, των θρύλων, της ιστορίας, της ποιήσεως».
Αυτή ήτο η κατάστασις κατά το 1847, ήτο δε και προ τριάκοντα ετών η ίδια. Αλλ’ εφ’ όσον ηύξανον αι Αθήναι, εδημιουργείτο και η ανάγκη εξοχικών κέντρων. Εις την διάνοιαν του Χαριλάου Τρικούπη, συνελήφθη η ιδέα να μεταβάλη το Μαρούσι εις τοιούτο κέντρον. Επρόκειτο να χαραχθούν δενδροστοιχίαι, να σχηματισθούν πλατείαι και πάρκα, εχαράσσετο δε και μία ευρεία λεωφόρος, καταλήγουσα εις την Πεντέλην, όπου θα ιδρύετο εν μέγα ξενοδοχείον. Τα σχέδια αυτά εματαιώθησαν με την πτώσιν του Τρικούπη και ο Θεοδ. Δηλιγιάννης τα εφήρμοσεν εις την Κηφισσιάν. Έτσι το Μαρούσι περέμεινεν επί μακρόν εις την πρωτογέννητον κατάστασιν. Εν τούτοις οι ιατροί το χωριό αυτό υπεδείκνυον εις τους πάσχοντας, ένεκα του θαυμασίου κλίματός του. Ήρχισαν τότε να εγείρωνται επαύλεις, αφ’ εαυτού δε και άνευ οίας δήποτε συνδρομής εγένετο ό,τι είνε σήμερον. Το μέλλον του αναντιρρήτως θα είνε λαμπρότερον, διότι καθημερινώς κτίζονται επαύλεις, δημιουργείται κάποια βιομηχανία και οι πρόσφυγες δίνουν νέαν ζωήν και κίνησιν εις το παλαιό χωριό. Χάνει φυσικά έτσι την αγροτικήν φυσιογνωμίαν του, δεν βλέπει κανείς πλέον ούτε μίαν φουστανέλλαν, αι δε γυναίκες δεν φέρουν τας διακεντήτους και πολυχρώμους αμφιέσεις των (9). Είνε όλες ντυμένες στο καντίνι. Με τα αστικά ήθη εξηφανίσθησαν και τα ιθαγενή ενδύματα. Αυτά θα μείνουν πλέον μία ανάμνησις, θα τα βλέπη κανείς εις τα εθνολογικά μουσεία. Διαλύεται τοιουτοτρόπως η ποίησις των αντικειμένων, αλλ’ αυξάνει η άνεσις μαζί με τον πλούτον, πράγματα που έχουν και αυτά την ποίησίν των.
Οπωσδήποτε όμως υπάρχουν εδώ ακόμη τα πράσινα, τα αγροτικά καταφύγια. Έτσι εγώ ζω μέσα εις την αγνήν φύσιν των αγρών και των δασών, υπό το φύλλωμα των πλατάνων διαβάζω τον Ναστραδίν Χότζαν και την πιθηκολογίαν του Ριχάρδου Γκάρδνερ. Δύο βιβλία, εκ των οποίων το εν εικονίζει τας ανοησίας των διπόδων και το άλλο την σοφίαν των τετραπόδων. Δεν πιστέυω να επιθυμή κανείς τίποτε καλλίτερον, όταν αι Αθήναι μεταβάλλονται εις κάμινον και οι Αθηναίοι εις τους παίδας της Αγίας Γραφής, ενώ εδώ δέχεται τας δροσεράς πνοάς του Πεντελικού και ακούει την μελωδικήν φλυαρίαν χιλιάδων πουλιών.