Τέσσερις μόνο παραστάσεις κατάφεραν να συγκεντρώσουν θεατές από όλη την Αθήνα. Ο λόγος για την παράσταση «Αλέξανδρος Ιόλας», που αφορούσε τη λαμπερή ζωή και το τέλος του εκκεντρικού καλλιτέχνη.
Ρεπορτάζ: ΜΑΡΙΑ ΠΑΝΑΓΟΥ
Το σπίτι του Αλέξανδρου Ιόλα, η βίλλα η οποία φιλοξένησε τα μεγαλύτερα ονόματα της Τέχνης και του Πολιτισμού καθώς και 10.000 έργα Τέχνης, λεηλατήθηκε, ερημώθηκε και καταληστεύτηκε μετά τον θάνατό του το 1987. Μέχρι τώρα παρέμενε βεβηλωμένη και κλειστή.
Τις τελευταίες μέρες, μια χρωματιστή πινελιά «έπεσε» στον καμβά της γκρίζας ιστορία της ρημαγμένης βίλας κι έφερε χαμόγελα στους λάτρεις της Τέχνης. Αμέσως μετά τις εκλογές το θρυλικό σπίτι άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του στον κόσμο και φιλοξένησε θεατρική παράσταση με θέμα τη ζωή του σπουδαίου καλλιτέχνη. Είκοσι επτά χρόνια μετά, ο Αλέξανδρος Ιόλας, έζησε, για λίγες μέρες, ξανά!
Ο ταλαντούχος ηθοποιός και σκηνοθέτης Χριστόφορος Αντωνιάδης ενσάρκωσε με απόλυτη επιτυχία τον σπουδαίο καλλιτέχνη και παγκοσμίου φήμης συλλέκτη.
Το αδιαχώρητο
Οι πόρτες του σπιτιού άνοιξαν για να υποδεχτούν κόσμο από όλη την Αθήνα, κόσμο που έφτανε στη βίλα ζητώντας να μπει, ακόμη κι όταν ο χώρος της παράστασης δε χωρούσε ούτε… φτερό.
Οι υπάλληλοι του Δήμου της Αγίας Παρασκευής που είχαν αναλάβει την εξυπηρέτηση του κόσμου, έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να μην αφήσουν κανέναν απ’ έξω.
Όσοι ήταν εκτός λίστας, έμπαιναν με οδηγίες προσεκτικά κι έφταναν μέχρι τα πιο κοντινά στη σκηνή δωμάτια του δεύτερου ορόφου, για να μείνουν όρθιοι και αμίλητοι περισσότερο από μία ώρα, προσπαθώντας έστω να ακούσουν την εξαιρετική απόδοση του Χριστόφορου Αντωνιάδου –και όχι μόνο.
Οι συστάσεις με τον Ιόλα μέσα από το έργο
70 λεπτά πάνω στον διαμορφωμένο χώρο ενός εκ των πολλών δωματίων της βίλας ήταν αρκετά για να μάθει, ακόμη κι εκείνος που δεν είχε ιδέα, ποιος ήταν ο Αλέξανδρος Ιόλας. Μέσα σε αυτό το δωμάτιο ο Ιόλας ξαναέζησε, πήρε σάρκα και οστά και το κείμενο (βασισμένο στο βιβλίο του Νίκου Σταθούλη «Αλεξάνδρου Ιόλα: Η ζωή μου»), η σκηνοθεσία και η ερμηνεία του Χριστόφορου Αντωνιάδη έκανε το κοινό γνώστη ενός κομματιού της Ελληνικής ιστορίας , έκανε το κοινό να βουρκώσει, αλλά και να θυμώσει για την αδικία, την πίκρα που γέννησε η άρνηση της Ελληνικής Πολιτείας να αποδεχτεί την τεράστια πολιτισμική προσφορά του Αλέξανδρου Ιόλα.
Μέσα από το έργο τα μάθαινες όλα για το ποιος ήταν ο άνθρωπος που απορρίφθηκε από την κυρίαρχη λογική, μυθοποιήθηκε από κάποιους, λαβώθηκε ανεπανόρθωτα από τον Τύπο, αγνοήθηκε από την πολιτεία κι έφυγε βαθιά απογοητευμένος από τους Έλληνες. Στο σώμα του Χριστόφορου Αντωνιάδη μπήκε για λίγο η ψυχή μιας από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της διεθνούς εικαστικής σκηνής που καθόρισε τη σύγχρονη τέχνη. Η ιστορία του Ιόλα εκτυλίχθηκε επί σκηνής:
Αλεξανδρινός, άφησε στα δεκαοκτώ του, το 1926, την οικογένειά του, παίρνοντας μαζί του δέκα χρυσές λύρες, τρεις συστατικές επιστολές του Κωνσταντίνου Καβάφη (για τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Μητρόπουλο), μια υπέρμετρη φιλοδοξία και όνειρα μεγαλείου. Τι ήθελε να γίνει δεν ήξερε πραγματικά: πιανίστας ίσως ή χορευτής. Η δεσποτική του γιαγιά τού είχε πει: «Πήγαινε στη Γερμανία ή τη Γαλλία, ποτέ στην Ελλάδα». Το ένστικτό της για την πατρίδα θα επαληθευόταν μισό αιώνα αργότερα. Όμως, ο Κωνσταντίνος Κουτσούδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ήθελε ν’ αποδράσει και ν’ ανοίξει τα φτερά του για να πετάξει όσο πιο μακριά γινόταν. Οι απόπειρες του πατέρα του να τον φέρει πίσω και να γίνει βαμβακέμπορος δεν καρποφόρησαν. Συναναστρεφόταν την Κοτοπούλη, ο Σικελιανός τον προετοίμαζε για τις Δελφικές Γιορτές και η Νέλλη Σεραϊδάρη τον φωτογράφιζε να χορεύει στον Παρθενώνα. Αλλά σύντομα θ’ αποδρούσε ακόμα πιο μακριά. Έτσι βρέθηκε στο Βερολίνο, αυτήν τη φορά με μια επιστολή του Δημήτρη Μητρόπουλου προς τον σκηνογράφο της όπερας Πάνο Αραβαντινό. Ευφυής, πανέμορφος, ταλαντούχος, κοσμοπολίτης, δεν χρειάστηκε πολύ για ν’ αναδειχτεί. Από την πρώτη στιγμή θριάμβευσε ως πρώτος χορευτής, απολαμβάνοντας συγχρόνως όλη εκείνη την τρέλα και την ελευθεριότητα του Μεσοπολέμου. Η άνοδος του ναζισμού τον ανάγκασε να φύγει για το Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε με τον Πωλ Βαλερύ, ο οποίος τον επηρέασε καθοριστικά στον τρόπο σκέψης του, αλλά και με τον Αντρέ Μπρετόν, τον θεωρητικό του σουρεαλισμού. Αναπόφευκτα, ήρθε σε επαφή με την τέχνη και τον μοντερνισμό. Μια μέρα του 1931, περνώντας έξω από μια γκαλερί, έμεινε άφωνος μπροστά σε έναν πίνακα του Ντε Κίρικο. Μπήκε μέσα, έδωσε μια μικρή προκαταβολή και τον ξόφλησε πέντε χρόνια μετά! Μαζί με το έργο κέρδισε και τη φιλία του Ιταλού ζωγράφου, με τον οποίο εντρύφησε στον κόσμο του πνεύματος. Έτσι, άρχισε να γνωρίζει τους πάντες. Τον Ραούλ Ντιφί, που του έκανε το πορτρέτο, τον Κοκτώ, τον Πικάσο, τον Μπρακ, τον Μαν Ρέι και τον Μαξ Ερνστ. Το 1940 συνδέθηκε με τη Θεοδώρα Ρούσβελτ, εγγονή του Αμερικανού Προέδρου. Είναι αυτή η οποία τον «βάφτισε» Αλέξανδρο Ιόλα. Έστησαν ένα μπαλέτο κι έφυγαν για περιοδεία στη Βραζιλία. Έμειναν μαζί μέχρι το 1943, λίγο πριν αποφασίσει να εγκαταλείψει τον χορό.
Με τη βοήθεια της δούκισσας Μαρία ντε Γκραμόν άνοιξε το 1946 την πρώτη του γκαλερί στη Νέα Υόρκη, όπου παρουσίασε ατομικές εκθέσεις του Ρενέ Μαγκρίτ και του Μαξ Ερνστ. Το 1952 «ανακάλυψε» τον Άντι Γουόρχολ, κάνοντάς του την πρώτη έκθεση, μια σειρά εικονογραφήσεων διηγημάτων του Τρούμαν Καπότε. Η πορεία του έκτοτε ήταν μόνο ανοδική! Άνοιγε τη μία γκαλερί μετά την άλλη, ξεκινώντας με τη Γενεύη και μετά σε Παρίσι, Λονδίνο, Μιλάνο, Μαδρίτη, Βυρηττός. Έζησε μυθιστορηματικά, ασκώντας τεράστια επιρροή στη σύγχρονη τέχνη.
Ο Ιόλας απεβίωσε στις 8 Ιουνίου 1987. Το μεγάλο ερωτηματικό παραμένει. Τι απέγιναν τα 10.000 έργα τέχνης; Σε ποιων τα χέρια κατέληξαν; Η πολιτεία είχε κάνει ότι μπορούσε για να χάσει τη δωρεά. Η χώρα που είχε λατρέψει και στην οποία δώριζε τη συλλογή-έργο ζωής του για να δημιουργηθεί ένα κέντρο τέχνης είχε σχεδόν εκδικητικά αρνηθεί να πραγματοποιήσει το όραμά του.
Καημός, μοναξιά και παράπονο
Ήταν ο άνθρωπος που αγαπούσε τα άκρα και μισούσε τη μετριότητα, «ένας άνθρωπος που πήγαινε κόντρα στους θυμωμένους ωκεανούς» όπως έλεγε για αυτόν ο Max Ernst. Ήταν πάντα επί σκηνής, πρώτα ως χορευτής, έπειτα ως καλλιτεχνικός διευθυντής μπαλέτου, τέλος ως ιμπρεσάριος τέχνης. Αλεξανδρινός, αγαπούσε την αντίφαση, ζώντας και στα παλάτια και στην αγορά. Αυτός ο συνδυασμός του λαϊκού και του κοσμοπολίτικου, του εκλεπτυσμένου και του φτηνού, τον σημάδεψε. Τον αποκάλεσαν «Μέγα σουρεαλιστή» και πράγματι έζησε και πέθανε σουρεαλιστικά. Στο τέλος ένα χάος! Ούτε διαθήκη, ούτε συλλογή. Μόνο πίκρα, μοναξιά και το παράπονο ότι η Ελλάδα τον πλήγωσε. Οι κατηγορίες που του αποδόθηκαν σκληρές: Αρχαιοκάπηλος, παιδεραστής, προαγωγός, έμπορος ναρκωτικών. Κατηγορίες που δεν αποδείχτηκαν ποτέ. Δημοσιεύματα, εμπάθεια, εμμονή και μια άρνηση από την Πολιτεία να αποδεχτεί τα 10.000 έργα που επιθυμούσε να αφήσει κληρονομιά στη νέα γενιά των Ελλήνων. Τι απέμεινε; Ένα ζωντανό γλυπτό (έτσι τον χαρακτήριζε ο Andy Warhol), με την επιγραφή «Μη βλέπεις την τέχνη με τα μάτια, μα με την ψυχή».
Η διακόσμηση κι η απαράμιλλη χλιδή
Αυτό που σήμερα στέκει σα φάντασμα ανάμεσα σε άλλα σπίτια στην Αγία Παρασκευή, αυτό το κατεστραμμένο κτίσμα μέσα σε 2.000 τετραγωνικά μέτρα υπήρξε κάποτε το καταφύγιο του Ιόλα. Στο εσωτερικό του σπιτιού, πάνω από μια δεκαετία ο Αλέξανδρος Ιόλας έστηνε το προσωπικό του στοίχημα. Όλοι οι τοίχοι και τα πατώματα, ήταν από λευκό Πεντελικό μάρμαρο. Οι κουρτίνες ήταν τοποθετημένες μέσα σε κορνίζες, ντυμένες από Λυονέζικο μετάξι. Βασιλικά έπιπλα και αρχαιοελληνικά αγγεία, βρίσκονταν σε κάθε γωνιά του σπιτιού και συνδυάζονταν με έργα Σουρεαλιστών και Σύγχρονων καλλιτεχνών με τους οποίους συνεργάστηκε.
Η Αιγυπτιακή του συλλογή αποτελούσε το καύχημά του. Δίπλα στα κομμάτια των αρχαίων πολιτισμών, έργα Τέχνης από την Πολυνησία, τη Μεγανησία τη Νέα Κίνα και τη Νέα Γουινέα, έδιναν ένα κοσμοπολίτικο αέρα στη συλλογή, η οποία βρισκόταν σε μια ταπεινή γειτονιά της Αττικής. Ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Παύλος Καλατζόπουλος, έκαναν τις αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις του ανακτόρου. Αργότερα ασχολήθηκε με το σπίτι ο αρχιτέκτονας Μανώλης Καραντινός . Ήταν παντού στολισμένο με αγάλματα από την Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Συρία. Οι πόρτες του σπιτιού ήταν σκαλισμένες σε μπρούτζο από τον ζωγράφο Γιάννη Καρδαμάτη και περασμένες με φύλλα χρυσού. Στη είσοδο του σπιτιού, δύο κολώνες με έναν κριό και ένα λιοντάρι, από την Ραβέννα, προετοίμαζαν τον επισκέπτη για κάτι το ξεχωριστό.
Σήμερα, όλα αυτά είναι κατεστραμμένα. Όσοι παρακολούθησαν την παράσταση, επισκέφτηκαν μετά όλους τους χώρους του σπιτιού. Φωτογράφισαν χαλάσματα, ερείπια, γκρεμισμένους τοίχους, πεταμένες βιβλιοθήκες. Την έξοδο από κάθε δωμάτιο ακολουθούσε κι ένας αναστεναγμός… Τι κρίμα…