Γράφει η Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη: Φιλόλογος
«Μα τόσο για των Τρώων δε νοιάζομαι τα πάθη
οπού ναι να’ρθουν… όσο για σένα, όταν χαλκάρματος κάποιος Αργίτη πάρει τη λευτεριά σου».
Ο Έκτορας στην Ανδρομάχη
Mέσα στη σύγχρονη λαίλαπα, άλυτο παραμένει και το πρόβλημα της φονικής περιφρόνησης της γυναίκας, όχι μόνο στη χώρα μας. Και αναδύεται κάποτε, η γυναίκα της ελληνικής αρχαιότητας. Αποκλείεται από τη δημόσια ζωή, δίχως όμως να θεωρείται άνθρωπος δεύτερης κατηγορίας. Ο αρχαίος Έλληνας την αγαπά και αισθάνεται ευθύνη απέναντί της. Άριστος μάρτυρας ο Όμηρος. Συχνές οι σχετικές αναφορές. Παράλληλα, στο μεγάλο επικό προσκήνιο, παρεμβαίνουν γυναίκες αθάνατες και θνητές, «ζωγραφισμένες» από τον τραγουδιστή των αιώνων με τα συγκινητικότερα χρώματα μορφής και ψυχής.
Η υποδειγματική Θέτις
Από την πρώτη ως την τελευταία ραψωδία της Ιλιάδας, εμφανίζεται η Νηρηίδα Θέτις, σύζυγος του Πηλέα, βασιλιά της Φθίας. Αλλά, «δυστυχισμένη μητέρα άριστου γιου», «δυσαριστοτόκεια». Γνωρίζει ότι ο Αχιλλέας θα σκοτωθεί νεότατος στην Τροία, ενώ είναι της μοίρας του και άλλο βαρύτατο πλήγμα: Η προσβολή της τιμής του! Τυφλωμένος ο Αγαμέμνονας εξαναγκάζει τον πρώτο ήρωα να παραδώσει στον ίδιο το πολεμικό «βραβείο» του, τη σκλαβωμένη Βρισηίδα. Δακρυσμένος ο Αχιλλέας ζητά τη μητέρα του, που από τα βάθη της θάλασσας σπεύδει κοντά του και του μιλά πρώτα με τα χάδι της: «- Τέκνον, τι κλαίεις;». Της προτείνει να επιδιώξει , ανεβαίνοντας στον Όλυμπο, τη μεσολάβηση του Δία, ώστε με τη θεϊκή παρέμβαση να νικούν οι Τρώες, ενώ αυτός θα σταματήσει να πολεμά, για να νιώσει ο Αργίτης αρχηγός το μεγάλο σφάλμα του.
Δακρυσμένη και η Θέτιδα απαντά:
Ωχού, παιδί μου, τι σε ανάσταινα τον πικρογεννημένο!
Μ’ αντάμα τώρα και λιγόχρονος κι ο πιο δυστυχισμένος
απ’ όλους είσαι…
Και τώρα είναι φανερή η αξιοπρέπεια της θεϊκής μητέρας. Διαφέρει από τις θνητές, που παρακαλούν τους συζύγους και τους γιους τους να αποφεύγουν την τολμηρή συμμετοχή στις μάχες. Η Θέτις σέβεται την επιλογή του μοναδικού παιδιού της, να πολεμά με βέβαιο τίμημα τη ζωή του. Καμιά προσπάθεια μεταστροφής. Και θα γίνει το θέλημά του, ο Δίας τελικά θα οδηγήσει τους Αργίτες σε μεγάλη ήττα.
Πριν από την πλήρη καταστροφή, ο Αχιλλέας δανείζει τη λαμπρή αρματωσιά του στον Πάτροκλο, τον αδελφικό φίλο, για να νομίσουν οι αντίπαλοι ότι επέστρεψε στον πόλεμο. Ο ήρωας όμως, βυθίζεται σε απερίγραπτο πόνο και τύψεις, διότι άφησε ανυπεράσπιστο τον Πάτροκλο στα φονικά χέρια του Έκτορα, που άρπαξε και τα θεϊκά όπλα του. Οι κραυγές του φτάνουν στη θαλασσινή, ασημένια σπηλιά και η μητέρα με τις αδελφές της, τις Νηρηίδες, μοιρολογούν τον Αχιλλέα, που δεν θα επιστρέψει στο σπίτι του.
Σύντομα ο τραγικός χορός των δακρυσμένων θυγατέρων του Νηρέα προβάλλει στο γιαλό της Τροίας και αφήνει μόνη τη Θέτιδα με το γιο της. Σκεπάζει το κεφάλι του με τα χέρια της – χειρονομία από το μοιραίο μέλλον του. «Τέκνον, τι κλαίεις;». Της απαντά, μεταξύ των άλλων, ότι θα τιμωρήσει μέχρι θανάτου τον Έκτορα. Ούτε τώρα, χάνει τη μητρική της αξιοπρέπεια η Νηρηίδα, κι ας ξέρει ότι ο Αχιλλέας θα ακολουθήσει τον εχθρό του στον Άδη. Την επόμενη αυγή φέρνει στον ήρωα νέα, λαμπρή αρματωσιά, από το εργαστήρι του Ηφαίστου. Και την υπέροχη ασπίδα…
Θα την δούμε για τελευταία φορά σε ιερή αποστολή. Σταλμένη από τον Δία, ντυμένη στα πιο μαύρα χρώματα που υπάρχουν, πάντα στοργική, παίρνει την υπόσχεση του αλλόφρονα γιου της ότι θα παραδώσει στην Τροία τον νεκρό Έκτορα, ύστερα από τον τρομερό βασανισμό του άψυχου σώματός του επί εννέα ημέρες… Ο Όμηρος ωστόσο, πιστεύει πάντοτε στον άνθρωπο και ο Αχιλλέας, παρά την ακραία ασέβειά του, τελικώς, κάθε άλλο παρά θα τον απογοητεύσει.
Η Θέτις, αθάνατη και συνάμα θύμα της άτεγκτης Μοίρας, ζει πάντοτε με τον πόνο και ανήκει μάλλον στον κόσμο των εφήμερων ανθρώπων, σε αντίθεση με κάθε θεό και θεά. Είναι «η κλαίουσα ιτιά» της Ιλιάδας. Ύστερα από εκατοντάδες χρόνια και μια άλλη Μάνα, «η Μάνα του Χριστού», όπως η ομηρική Θέτις και όλες οι πονεμένες μάνες του ανθρώπου, θρηνεί:
«Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις…» 1
Η Ελένη και η Εκάβη
Ποια είναι η Αργίτισσα Ελένη, που σήκωσε τον «στυγερό» πόλεμο, αφού ακολούθησε έναν πλάνο και άρπαγα ξένο; Νοσταλγεί τον «ξανθό Μενέλαο», την Σπάρτη και τους γονείς της, σκεπάζει το κεφάλι με λευκό μαγνάδι και συνοδευόμενη από τις δύο βάγιες της, κατευθύνεται στις Σκαιές πύλες. Από εκεί θα παρακολουθήσει τη μονομαχία Μενέλαου – Πάρη, με έπαθλο την οριστική της κατάκτηση, όχι μόνη. Έχουν ήδη φτάσει για τον ίδιο λόγο, ο γέροντας Πρίαμος και οι σοφοί δημογέροντες, μακριά από τον πόλεμο και τα πάθη των νέων ανθρώπων, χαροκαμένοι εξαιτίας αυτής που τους πλησιάζει. Και όμως δεν στρέφουν αλλού το πρόσωπο, δεν την καταριούνται. Την θαυμάζουν! Και ψιθυρίζουν μεταξύ τους:
«Δεν είναι κρίμα αν βασανίζονται για μια γυναίκα τέτοια μαζί κι οι Αργίτες οι λιοντόκαρδοι κι οι Τρώες καιρούς και χρόνια». (Γ’ 146-157)
Οι σεβάσμιοι και θλιμμένοι, προς στιγμήν, υποτάσσονται στην Ομορφιά. Την παντοδύναμη. Μα ποια ομορφιά; Σε ποια μάτια, σε ποιο χαμόγελο; Η Ομορφιά δεν χρειάζεται λεπτομερειακή παρουσίαση. Επιβάλλεται! Και το γνωρίζει ο σοφός ποιητής. Η εντύπωση που προκαλεί η Ελένη και μάλιστα στους φιλοσοφημένους της Τροίας ή στην Οδύσσεια η Πηνελόπη, είναι υπερικανή να παρουσιάσει το κάλλος. Ελεύθερος ο αναγνώστης θα το φανταστεί. Άλλοτε, είναι αρκετό ένα ομηρικό επίθετο, ως βήμα, που οδηγεί στην Ομορφιά. Αργυρόπεζα, χιοναστράγαλη η Θέτις. Εύπεπλος, με ωραίο πέπλο η Ναυσικά. Και η αναδυομένη είναι η χρυσέη Αφροδίτη.
Έλληνας είναι βέβαια ο Όμηρος, λατρεύει το ωραίο, αλλά όχι μόνο του. Αγαπά πολλά ποιητικά πρόσωπα και δεν θα μας παραδώσει την Ελένη σαν μια «άψυχη κούκλα» 2. Το άγαλμα – Ελένη κατέβηκε από το βάθρο του, περπάτησε στην ξένη πόλη, καταδιωγμένο από κατηγορίες και μίσος, με τη σκέψη σε όσα εγκατέλειψε. Χωρίς φίλους, έχοντας την κατανόηση μόνο του Πριάμου και του Έκτορα, βρήκε την χαμένη ψυχή του. Μετάνιωσε πικρά η Αργίτισσα.
Στις Σκαιές πύλες αρχοντικός ο Πρίαμος την θέλει κοντά του:
Εσύ δε μου ’φταιξες, οι αθάνατοι μού φταίξαν,
που μου ασκώσαν τον πολυδάκρυτο τον πόλεμο,
μαζί με τους Αργίτες…»
Σεβαστική η Ελένη, αλλά θα εκφράσει την αντίθεσή της:
Καλλιά ’ταν ν’ αδικοθανάτιζα, το γιό σου όντας ακλούθουν, για να ’ρθω εδώ, το σπίτι αφήνοντας του αντρός μου…
Ποιοι έφταιξαν; Έφταιξε η Ελένη, όπως παραδέχεται; Μίλησε σωστά ο Πρίαμος; Η Αφροδίτη, πριν υποσχεθεί στον Πάρη τη μοναδική γυναίκα, την ρώτησε; Όχι! Την έδωσε σαν ένα ωραίο παιγνίδι, με τρομερά αποτελέσματα.
Δεν παραμένει το άψυχο παιγνίδι. Στην άδεια θέση του βρίσκεται μια αθώα – μετανιωμένη. Η Ελένη έχει χτίσει προσωπικότητα, που ο ποιητής περιβάλλει με εκτίμηση. Της «αναθέτει» ακόμη και να θρηνήσει τον νεκρό Έκτορα, μετά την Ανδρομάχη και την Εκάβη.
Εκάβη και Θέτις. Χωρισμένες από τους θεούς, ενωμένες από τη Μοίρα. Γέννησαν τους δυο κορυφαίους της ανδρείας, λιγόχρονους και τους δύο. Έξω από το παλάτι του Πριάμου ο Έκτορας, με το αίμα του πολέμου επάνω του, βλέπει τη γλυκοδωρούσα, την «ηπιόδωρον» μάνα του, που ξεχωριστά από τα άλλα παιδιά της τον αγαπά. Σ’ αυτό το σημείο, παραβαίνοντας ίσως έναν κανόνα γραφής, θα περιγραφεί ο τρόπος, με τον οποίο μας είχε μιλήσει για το Ζ της Ιλιάδας, ο αείμνηστος Καθηγητής της Φιλοσοφικής Αθηνών Ιωάννης Σταματάκος. Γιατί δεν δίδασκε, μας καθιστούσε παρόντες και παρούσες στις ομηρικές σκηνές.
Τον ακούω ξανά! Το χέρι της Εκάβης «φύτρωσε» στο χέρι του παιδιού της. «Εν τ’ άρα οι φυ χειρί»! Δεν του σφίγγει απλά το χέρι. Καταλαβαίνουμε. Τόσο δυνατή η χειρονομία, ανοίγει μπροστά στα μάτια μας την πλημμυρισμένη από αγάπη και αγωνία καρδιά της μάνας. (Ο Όμηρος είναι αριστοτέχνης της χειρονομίας). Ο ήρωας παρακινεί την Εκάβη να βαδίσει προς το ναό της Αθηνάς, με πλούσια δώρα. Να ζητήσει η ιέρεια το έλεος της Παλλάδας για την Τροία, απομακρύνοντας τον γιο του Τυδέα από το ιερόν Ίλιον, τον άγριο αίτιο του φόβου. Να πάει όχι μόνη, αλλά αφού συγκεντρώσει τις γερόντισσες της πόλης. Ο Δάσκαλός μας προφέρει την ομηρική φράση «Αολλίσσα σα γεραιάς» και αμέσως μετά υψώνει το χέρι. Λυγισμένο στον αγκώνα το κινεί κυκλικά για ένα δευτερόλεπτο.
Τίποτε άλλο! Η εικόνα έχει μιλήσει από μόνη της. Η αυθόρμητη κίνηση του Καθηγητή απευθύνεται στη φαντασία. Και αυτή βλέπει… Τις ικέτιδες γερόντισσες να πορεύονται στους δρόμους του ιερού Ιλίου, με την τελευταία ελπίδα τους. Ακούει τη θερμή ικεσία προς την κόρη του Δία. Και είναι βέβαιη για την άρνησή της, διότι προστατεύει μόνο τους Αργίτες.
Σιωπή στο αμφιθέατρο με 500 φοιτητές και φοιτήτριες. Ίσως ο καλύτερος τρόπος, για να συναντηθούμε με την Τέχνη. Είναι περιττά τα υποστηρίγματα. Αλλά τότε, δεν ήταν δυνατόν να εκφράσουμε ευγνωμοσύνη στον Ιωάννη Σταματάκο…
Έκτορας και Ανδρομάχη
Ομιλούσα σιωπή αρμόζει και ύστερα από τον «Αποχαιρετισμό του Έκτορα και της Ανδρομάχης», όπως αποκαλείται η πρώτη αλλά και η τελευταία ορατή συνάντησή τους, στον χρόνο που ζει ο ήρωας. Ωστόσο ο τίτλος του παρόντος κειμένου επιβάλλει αναφορά στην επική, θαυμαστή σκηνή. Οι σύζυγοι βρίσκονται στις Σκαιές πύλες, η βάγια κρατά το μονάκριβο βρέφος τους. Δακρυσμένη, η Ανδρομάχη πρώτη μιλά: Αν τον χάσει, χίλιες φορές καλύτερα να πεθάνει, γιατί δεν θα υπάρχει γι’ αυτήν «άλλη θαλπωρή». Έχουν χαθεί οι γονείς και τ’ αδέλφια της στον πόλεμο. Ο Έκτορας είναι ο πατέρας, η μητέρα, ο αδελφός, ο θαλερός σύντροφος, Τον ικετεύει να μην την αφήσει χήρα με το ορφανό τους νήπιο, αλλά να μάχεται ασφαλέστερος από το τείχος της πόλης και όχι στο ανοιχτό, πολεμικό πεδίο.
Ο ήρωας έχει βιώσει τον διχασμό: Η ικετεύουσα Ανδρομάχη; Η παντοτινή ανδρεία του και το παρελθόν του στην πρώτη γραμμή των μαχών; Άμεση η απάντηση:
Κι εγώ όλα τούτα τα στοχάζομαι, καλή μου, αλήθεια.
ωστόσο μπροστά στους Τρώες περίσσια ντρέπομαι…
«Αιδέομαι» Τρώες και Τρωάδες να εγκαταλείψω!
Για πρώτη φορά στον παγκόσμιο λόγο καταγράφεται η λέξη «α ι δ ώ ς», ο σεβασμός προς το ηθικό καθήκον, το ριζιμιό, πρώτο λιθάρι στα θεμέλια της κοινωνικής συνύπαρξης. Και για πρώτη επίσης φορά ακούγεται ένας ανδρικός, καταπληκτικός λόγος:
Μα τόσο για των Τρώων δε νοιάζομαι τα πάθη,
οπού ’ναι να’ρθουν
κι ουδέ για την Εκάβη νοιάζομαι και για τον Πρίαμο
τόσο και για τ’ αδέρφια μου, όσο για σένα,
όταν χαλκάρματος κάποιος Αργίτης πάρει τη λευτεριά σου
και ξοπίσω του σε σέρνει δακρυσμένη (Ζ 450-455)
Ο ομηρικός Έκτορας, εμβληματικό πρόσωπο της κοινωνίας που ζει, στο σταυροδρόμι της οικογενειακής στοργής και της ανδρείας, ακολουθεί τον δεύτερο δρόμο. Ως άτομο, έχει ανεβάσει τη γυναίκα – σύντροφο στην κορυφή του συναισθηματικού κόσμου του.3 Μεγαλοφυής ο Όμηρος, τον 8ο αιώνα π.Χ., αιώνα προσφοράς του έργου του, γκρεμίζει το τείχος, που χωρίζει τον άντρα από τη γυναίκα. Και ανυψώνει το άλλο μισό της Ανθρωπότητας. Ύστερα από τρεις περίπου χιλιετίες, δεν εξαφανίσαμε την αθλιότητα των κάθε είδους διακρίσεων. Ωστόσο, η τέχνη παρηγορεί… Υπάρχει και η Οδύσσεια του ηλικιωμένου ποιητή – όπως έχει γραφεί, σαν ένα υποβλητικό ηλιοβασίλεμα.
Ναυσικά θεών άπο κάλλος έχουσα
Λόγω της οικονομίας χώρου, αφήνομε, προς το παρόν, στην ερημική Ωγυγία τη νύμφη Καλυψώ, να συμπαραστέκεται με αξιοπρέπεια στον Οδυσσέα, πριν ξεκινήσει για την πατρίδα, παρά τον πόνο του χωρισμού. Η υπέροχης σύνεσης, η περίφρων Πηνελόπεια, ζει στην Ιθάκη με το αλησμόνητο πένθος για τον αντρειωμένο της. Δεν πρέπει όμως, απλώς να προσπεράσει η θεϊκής ομορφιάς Ναυσικά, η μοναχοκόρη του βασιλιά των Φαιάκων. Γιατί, με ψυχή όμοια με τη μορφή της, δεν μίλησε μόνον κατά το μυθικό παρελθόν, αλλά εξακολουθεί να απευθύνεται, εντατικά, στους οργισμένους καιρούς μας.
Ξαφνικά, στην όχθη ποταμού της πατρίδας της, η μοσχοαναθρεμμένη βλέπει για πρώτη φορά την ανθρώπινη δυστυχία, στην παρουσία του ανεμόδαρτου ναυαγού, του απόλυτα ανυπεράσπιστου Οδυσσέα. Δεν τρομάζει όπως οι συντρόφισσές της, δεν ρωτά ποιος είναι, του υπόσχεται:
… μηδέ αλλαξιά, μηδέ άλλο τίποτε θα σου απολείψει,
απ’ όσα θέλει ένας ξένος, που κακόπαθε
και φτάνει αναγκεμένος.
Και καλεί τις βάγιες:
Μα αυτός ο δόλιος παραδέρνοντας έφτασε εδώ
και πρέπει να του σταθούμε·
τι όλοι, και φτωχοί και ξένοι, από το Δία μάς έρχονται,
κι είναι καλόδεχτο το λίγο που θα δώσεις.
Ελάτε τώρα, δώστε, βάγιες μου, να φάει να πιει στον ξένο…
Ο Οδυσσέας, κρυμμένης ακόμη ταυτότητας, αποχαιρετά τη γλυκιά Ναυσικά, πριν από τον περίφημο βασιλικό δείπνο:
Αν γύριζα στο σπίτι μου, θα σου προσεύχομουν αδιάκοπα
κει πέρα σαν σε θεά, τι εσύ μου χάρισες ξανά ζωή, παρθένα!
Αυτός ο αποχαιρετισμός εμπνέει τον Γκαίτε να συνθέσει το δράμα «Ναυσικά».
Η αρχαιοελληνική ποίηση ανέδειξε τρεις κόρες, ως ύψιστες μορφές: Προστασίας του παραδαρμένου Ανθρώπου, σεβασμού των δίκαιων νόμων και αγάπης προς την πατρίδα. Τη Ναυσικά. Την Αντιγόνη και την Ιφιγένεια, με τίμημα τον εκούσιο θάνατο…
Επίλογος
Πατέρας του ποιητικού, υψηλού λόγου είναι ο Όμηρος, χωρίς να γνωρίζει ότι, εις τον αιώνα τον άπαντα, θα συναρπάζει. Κυριολεκτικά, θα μαγεύει. Και όχι μόνον αυτό. Ο δρόμος του δυτικού πολιτισμού αρχίζει, όταν, κατά την συγκλονιστική συνάντηση Πριάμου και Αχιλλέα (προς το τέλος της Ιλιάδας), «αναγνωρίζουν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου, τον Άνθρωπο και τον τιμούν»!
Η ομηρική δημιουργία -μνημείο κορυφαίο του ανθρώπινου πνεύματος- αποτελεί αδιάσπαστη ενότητα με τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας. Αυτής, που μιλάμε σήμερα, με την πατίνα του χρόνου. Οφείλουμε χάρη στη Μοίρα, για αυτήν την ανεκτίμητη εύνοια που μας έχει επιφυλάξει!
Από τα βοηθήματα:
1 Κώστας Βάρναλης, «Η Μάνα του Χριστού». Από «Το φως που καίει».
2 Ι. Θ. Κακριδής, «Ξαναγυρίζοντας στον Όμηρο». Εκδόσεις Η Βιβλιοθήκη του φιλολόγου. Αθήνα 1979.
3 Ι. Θ. Κακριδής, «Ομηρικές έρευνες». Εκδόσεις Η Βιβλιοθήκη του φιλολόγου. Αθήνα 1944.
4 Albin Lesky. «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας», σελ. 76-77. Μετάφραση, Αγαπητού Τσοπανάκη. Θεσσαλονίκη 1964.
• Ομήρου Ιλιάδα και Οδύσσεια. Μετάφραση, Ν. Καζαντζάκη, Ι. Θ. Κακριδή. Αθήνα 1976.