Γράφει ο Χρήστος Στρυφτός, ι
στορικός
Φέτος τον Νοέµβριο συµπληρώνονται εκατό χρόνια από την κλιµάκωση της έντασης των επεισοδίων στην ελληνική εκπαιδευτική κοινότητα το 1925.
Χρονικά βρισκόµαστε σε µια ταλαιπωρηµένη Ελλάδα πολιτικά, κοινωνικά και οικονοµικά η οποία σταδιακά προσπαθεί να ορθοποδήσει έπειτα της τραγωδίας της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Ήδη µετά το 1922 είναι εµφανής η πολιτική σύγχυση και η έλλειψη σταθερότητας αφού ένας συρφετός διαδοχικών φιλοβενιζελικών κυβερνήσεων µε βραχύχρονο πέρασµα κατακλύζει το ελληνικό κοινοβούλιο. Η όλη αυτή ανισορροπία εξαπλώθηκε και στον εκπαιδευτικό κλάδο οδηγώντας συστηµατικά σε µια σκανδαλώδη αναστάτωση του πνευµατικού χώρου που την δεδοµένη στιγµή για την χώρα ήταν παντελώς αχρείαστη.
Ποιος άραγε λοιπόν περίµενε ότι από µια συνέλευση καθηγητών στο Μαράσλειο ∆ιδασκαλείο της Αθήνας περί το 1925, θα δηµιουργούντο ένας πολιτικός και εκπαιδευτικός σάλος µε τεράστια έκταση!; Στην εν λόγω συνέλευση διαφώνησαν οι συντηρητικοί καθηγητές του σχολείου µε τους τότε πιο προοδευτικούς και συγκεκριµένα στοχοποιώντας µε κατηγορίες την εκπαιδευτικό Ρόζα Ιµβριώτη ότι δίδασκε το µάθηµα της ιστορίας µε κοµµουνιστική θεώρηση αφού ερµήνευε το κεφάλαιο της Ελληνικής Επαναστάσεως ταξικά και προωθούσε τον ιστορικό υλισµό.
Αξίζει να σηµειώσουµε εδώ πως εκείνη την εποχή τα σχολικά εγχειρίδια και δη της ιστορίας ήταν προσανατολισµένα σε ένα εθνοκεντρικό µοντέλο παρουσιάζοντας µια λαϊκίστικη εκδοχή της ελληνικής εθνικής ιστορίας η οποία προσαρµόζονταν στις ιδεολογικές νόρµες ενός αµυνόµενου εσωστρεφή εθνικισµού και ενός αλυτρωτικού βερµπαλισµού ακόµη και στα πλαίσια του πρόσφατου ενταφιασµού της Μεγάλης Ιδέας.
Εποµένως ο τρόπος διδασκαλίας της Ιµβριώτη θεωρήθηκε κόκκινο πανί από το εκπαιδευτικό κατεστηµένο της εποχής αλλά και από την αυταρχική και αντικοµουνιστική δικτατορία του αµυνίτη βενιζελικού Θεόδωρου Πάγκαλου. Πέρα από την διδαχή του µαθήµατος της ιστορίας τίθεται επιπλέον το πασίγνωστό γλωσσικό ζήτηµα, η χρόνια διαµάχη των «καθαρευουσιάνων» και των «δηµοτικιστών» αλλά και συζητιέται εντόνως και η υπόθεση για συστηµατική κατάργηση του µαθήµατος των θρησκευτικών.
Πιο συγκεκριµένα κατηγορείτο από τους ίδιους συντηρητικούς κύκλους των εκπαιδευτικών ότι το Μαράσλειο ∆ιδασκαλείο είχε γίνει άντρο αναρχίας και κοµµουνιστικής προπαγάνδας αφού σύµφωνα µε τις καταγγελίες τους εφαρµόζεται σκόπιµα η υπερβολική χρήση της δηµοτικής γλώσσας των «µαλλιαρών» και η αντεθνική κατήχηση σε πλαίσια µαρξιστικής αθεΐας. Από το καθεστώς Παγκάλου ευκόλως στιγµατισµένοι επειδή θεωρούνταν αριστεροί µεταρρυθµιστές ήταν ο διευθυντής του Μαρασλείου Αλέξανδρος ∆ελµούζος και ο επίσης παιδαγωγός ∆ηµήτριος Γληνός.
Οι δυο παιδαγωγοί ∆ελµούζος και Γληνός θεωρούνται οι κύριοι αίτιοι για το γεγονός ότι τα πράγµατα στο Μαράσλειο είχαν «ξεφύγει» και πως οι µαθητές τους οδηγούντο σε άτακτο εκχυδαϊσµό. Αναλαµβάνουν δράση το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και ∆ηµοσίας Εκπαιδεύσεως, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας, η Αστυνοµία και διάφοροι άλλοι κρατικοί θεσµικοί φορείς µε αποτέλεσµα να οργανώνονται ανακριτικές επιτροπές και εκθέσεις που να εξετάζουν και να επικρίνουν τους «κατηγορούµενους».
Η ένταση των «Μαρασλειακών» αυξάνεται κι ένα εκπαιδευτικό θέµα πρωταγωνιστεί ξαφνικά στην πανελλαδική επικαιρότητα γεµίζοντας τις σελίδες του Τύπου της εποχής µε τις εφηµερίδες «Εµπρός», «ΣΚΡΙΠ» και «Εστία» να κατακεραυνώνουν την Ιµβριώτη και τον ∆ελµούζο, την εφηµερίδα «∆ηµοκρατία» προστατεύει την επικράτηση της δηµοτικής και την εφηµερίδα «Καθηµερινή» να παρουσιάζει µε αυστηρό ύφος τις εκθέσεις των ανακριτών.
Η όλη κατάσταση οξύνεται περισσότερο αφού ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστοµος αποστέλλει επιστολή στον τότε υπουργό Παιδείας δηλώνοντας την ενόχλησή του για τα γεγονότα των «Μαρασλειακών», ενώ το Α΄Σώµα Στρατού επεµβαίνει ώστε να διακόψει τις διαλέξεις του ∆ελµούζου µε θέµα «∆ηµοτικισµός και Παιδεία». Έτσι µετά από παραίτηση τριών υπουργών παιδείας, η κορύφωση έρχεται µε τη κυβέρνηση Παγκάλου στα µέσα του Νοεµβρίου του 1925 να ανακοινώνει ότι προτίθεται να αποµακρύνει τους ∆ελµούζο και Γληνό από τις θέσεις τους κρίνοντάς τους ως εθνικά επικίνδυνους.
Η δικαίωση για τους δυο αυτούς παιδαγωγούς έρχεται περίπου έναν χρόνο µετά µε την έκδοση των πορισµάτων του αρεοπαγίτη Γεώργιου Αντωνακάκη όπου αποδεικνύεται µια σειρά ψευδών και ελλιπών στοιχείων που επικαλέστηκε συγκεκριµένος κύκλος εκπαιδευτικών υποστηρικτών της καθαρεύουσας µε σκοπό την δόλια και φανατισµένη επίθεση εις βάρος των δηµοτικιστών. Ο Αντωνακάκης στην ουσία αποκαθιστά την υπόληψη του ∆ελµούζου και του Γληνού χαρακτηρίζοντας το έργο τους καθαρά επιστηµονικό και προσγειωµένο στα εθνικά και θρησκευτικά ιδεώδη χωρίς να συγχέουν το διδασκαλικό τους λειτούργηµα µε την όποια πολιτική τους ιδεολογία. Παρ όλα αυτά ο ιδεολογικός πόλεµος στα πλαίσια των Μαρασλειακών δεν τελείωσε αφού αµέσως µετά η Ιµβριώτη αλλά και ο Κώστας Βάρναλης παύονται από τα εκπαιδευτικά τους καθήκοντα λόγω των σοσιαλιστικών τους πεποιθήσεων.
Κλείνοντας στα πορίσµατά του ο Αντωνακάκης αγανακτισµένος τονίζει πως η κύρια αιτία για την όλη έκταση των «Μαρασλειακών» δεν ήταν άλλη από την διχόνοια που για άλλη µια φορά ρίζωσε στις συνειδήσεις των Ελλήνων αφού η ίδια η γλώσσα τους σε αυτή τη περίπτωση βρέθηκε ως νέα αφορµή για να χωριστούν σε στρατόπεδα µε ένα θέµα γλωσσικό να µετατρέπεται σε βαθύτατα πολιτικό κι εθνικό.
Πηγές:
– Γεώργιος Αντωνακάκης, «Τα Μαρασλειακά»,
Εν Αθήναις, 1926
– Αλέξης ∆ηµαράς, «Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης – Το ανακοπτόµενο άλµα», εκδ: ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα, 2013









































































































