Γράφει ο Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος Δημοσιογράφος – Δημοσιολόγος.
Το ταξίδι με το τρένο από τη Σμύρνη στη Μαγνησία, την παρά το Σίπυλο όρος, διαρκεί περίπου μία ώρα. Επιθυμία του π. Κυρίλλου ήταν να επισκεφθούμε την πατρίδα της μητέρας μου για να επιχειρήσουμε να βρούμε στοιχεία από την εποχή της αρχαιότητας και του Αυτοκράτορα της Νικαίας Ιωάννη Βατάτζη. Κατά το σύντομο ταξίδι επανέλαβα στον π. Κύριλλο ότι άδικα πάμε στη Μαγνησία.
– Πάτερ στο ξαναλέω, δεν πρόκειται να δούμε στη Μαγνησία τίποτε το ελληνικό.. Οι βάρβαροι κατακτητές έσβησαν κάθε τι που θύμιζε την ελληνική παρουσία. Κατάστρεψαν τα σχολεία της, τις εκκλησιές της, τα φιλανθρωπικά της ιδρύματα, τα καταστήματα, τα σπίτια, τα νεκροταφεία της, τα κάστρα, τα μοναστήρια…
– Το ξέρω, σου ξαναλέω κι εγώ, μου είπε ο π. Κύριλλος. Είναι ίσως η μόνη πόλη στην Τουρκία, που αφάνισαν κάθε τι το ρωμέικο και το αρμένικο. Στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και αλλού βλέπει κανείς ακόμη ελληνικά σπίτια κι εκκλησιές, μπορεί ερείπια ή κατειλημμένα… Στη Μαγνησία τίποτε… Αλλά εμείς κάτι θα δούμε, εκτός από τη Νιόβη…
– Η Νιόβη…, του είπα κουνώντας το κεφάλι μου. Ο βράχος στο Σίπυλο, που εδώ και πολλούς αιώνες θεωρείται ότι είναι η απολιθωμένη Νιόβη, με την τραγική ιστορία της θυμίζει για πάντα ότι η Μικρά Ασία ήταν Ελλάδα. Από το 1922 δεν κλαίει μόνο για τα δώδεκα παιδιά της, που σκότωσαν από ζήλια ο Απόλλωνας και η Άρτεμη, κλαίει για όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, που βιαίως εκπατρίσθηκαν, αφήνοντάς την μόνη, σε αγροίκους αλλοεθνείς…
Σταματήσαμε τη συζήτηση και βλέπαμε το όμορφο τοπίο. Πριν κατεβούμε από το τρένο ο π. Κύριλλος μου είπε:
– Σου έχω μιαν ευχάριστη έκπληξη στη Μαγνησία…
– Στη Μαγνησία κάτι ευχάριστο…του είπα με απορημένο ύφος.
– Ναι θα έχουμε την καλή παρέα ενός αρχαιολόγου, ειδικού στα ύστερα βυζαντινά χρόνια και ειδικότερα στην εποχή του αυτοκράτορα της Νικαίας Ιωάννη Βατάτζη.
– Τούρκου; Τον ερώτησα.
– Τούρκου, από τη Μαγνησία. Φίλος καλός στην Ελλάδα, καθηγητής αρχαιολογίας, μου συνέστησε να τον συναντήσουμε και να τον έχουμε ξεναγό μας. Μάλιστα του μίλησε για μας και για την άφιξή μας και πρέπει να μας περιμένει στο ξενοδοχείο… Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη, με μεταπτυχιακά στη Γαλλία. Είχε εκεί καθηγήτρια την Ελληνίδα, από τη Μαγνησία, βυζαντινολόγο Πετρίδη – Ζανέρ. Όπως καταλαβαίνεις ξέρει άριστα αγγλικά, γαλλικά και αρκετά ελληνικά. Τον λένε Μπεράτ….
– Πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση, του είπα με ανακούφιση. Μου φάνηκε σα μια δροσιά στο καύμα της βιαίως εξισλαμισμένης Μαγνησίας.
Φτάσαμε στη Μαγνησία. Μια μοντέρνα πόλη, με βιτρίνα λουσάτη, αλλά και με φτωχογειτονιές, που βλέπεις όσο το τρένο πλησιάζει στο σταθμό… Ο σταθμός… Θυμήθηκα τα όσα άκουσα από την γιαγιά μου για τους δυστυχείς Έλληνες, που σ’ αυτό το σταθμό προσπαθούσαν να ανέβουν στο τρένο για να πάνε στη Σμύρνη, να καταφύγουν σε νεκροταφεία και να τους πετάξουν στα καράβια για να γλυτώσουν τη σφαγή… Στάθηκα για λίγο ακίνητος και δάκρυα μούρθαν στα μάτια.
Το ξενοδοχείο που μείναμε ήταν σύγχρονο, στο κέντρο της πόλης. Στο σαλόνι της υποδοχής μας περίμενε χαμογελαστός ο Μπεράτ, ένας ευπαρουσίαστος τριαντάρης. Τον χαιρετίσαμε θερμά. Του εξήγησα πώς κατάγομαι από τη Μαγνησία και θα ήθελα να δω κάτι που να θυμίζει τους προγόνους μου. Ο Μπεράτ με κοίταξε με μια αδιόρατη θλίψη.
– Δεν θα βρούμε τίποτε σπουδαίο, μου είπε. Η παλιά πόλη κάηκε, ισοπεδώθηκε. Σώθηκαν εκκλησιές, που έγιναν τζαμιά. Ένα σπουδαίο τζαμί για τους Τούρκους είναι το Ουλού τζαμί. Ήταν η χριστιανική εκκλησία των Τριών Ιεραρχών. Βρίσκεται ψηλά στην πόλη. Οι ιωνικού ρυθμού κίονες που διασώζονται και τα κιονόκρανά τους, που είχαν λαξευμένους σταυρούς είναι από τα ελάχιστα λείψανα του ελληνικού και χριστιανικού παρελθόντος της πόλης.
Εντυπωσιάστηκα από τα όσα μας είπε ο Μπεράτ. Μου χτύπησε εκείνο το «είναι σπουδαίο τζαμί για τους Τούρκους…», αυτό το τρίτο πρόσωπο… Δεν συγκρατήθηκα και τον ρώτησα:
– Από τον Άγιο Αθανάσιο, τον Μητροπολιτικό Ναό των Ρωμιών της Μαγνησίας τίποτε δεν σώθηκε;
– Τίποτε. Στη θέση του είναι μια πλατεία…
– Από τα κτίσματα της βασιλείας του Βατάτζη, τη Μονή Σωσάντρων, που εκείνος ήταν ο κτήτορας, και τ’ άλλα, υπάρχουν έστω ερείπια;…
– Υπάρχουν υπολείμματα από τα τείχη της εποχής του Βατάτζη. Για τη Μονή Σωσάντρων ακόμη ψάχνουμε να βρούμε την τοποθεσία της…
– Εσύ εργάζεσαι στη Μαγνησία ως αρχαιολόγος; ρώτησε ο π. Κύριλλος.
– Είμαι στο πανεπιστήμιο και όταν έχω άδεια και χρηματοδότηση αναζητώ κυρίως βυζαντινά μνημεία στην περιοχή αυτή, απάντησε ο Μπεράτ.
Μείναμε συζητώντας για την αρχαιολογία και τις αρχαιότητες στην Τουρκία μέχρι που βράδιασε. Χωρίσαμε με τον Μπεράτ με τη συμφωνία να συναντηθούμε το επόμενο πρωί για να αρχίσουμε την εξερεύνησή μας…
Όταν έφυγε ο Μπεράτ μείναμε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για να φάμε κάτι και ο π. Κύριλλος μου είπε:
– Η περίπτωση της ισοπέδωσης από τον Κεμάλ του Ναού του Αγίου Αθανασίου, κομψοτεχνήματος του 18ου αιώνα, με περίφημο ξυλόγλυπτο τέμπλο, μου θύμισε τον Στάλιν. Και αυτός ισοπέδωσε τον καθεδρικό Ναό του Σωτήρος, στη Μόσχα. Επιχείρησε στη θέση του να ανεγείρει το ψηλότερο και μεγαλοπρεπέστερο κτίριο στον κόσμο… Δεν το πέτυχε και έκαμε εκεί την μεγαλύτερη πισίνα στον κόσμο. Έτσι όμως σώθηκε ο τόπος και όταν έπεσε ο κομμουνισμός ξαναχτίζεται στη θέση του μεγαλοπρεπέστερος ο Ναός…
Την επόμενη ημέρα στην ώρα του ο Μπεράτ κι εμείς. Επισκεφθήκαμε τις παλιές τούρκικες συνοικίες της Μαγνησίας και μετά ασθμαίνοντας σκαρφαλώσαμε στην πλαγιά του Σαντίκ Τεπεσί, στην κορυφή του οποίου ήταν το τείχος της Μαγνησίας επί Βατάτζη. Εκεί σώζονται μερικοί ημικυλινδρικοί προμαχώνες, χτισμένοι τον 13ο αιώνα. Υπάρχει και δεύτερο τείχος, κατεστραμμένο – και αυτό βυζαντινό. Το τρίτο βυζαντινό τείχος είναι σε κάπως καλύτερη κατάσταση, αν και παλαιότερο, του 7ου ή 8ου αιώνα, όπως μας είπε ο Μπεράτ. Στον ίδιο χώρο πρέπει να ήταν και η ακρόπολη των προχριστιανικών Μαγνήτων, από την οποία δεν έχει ακόμη βρεθεί κάτι σημαντικό.
– Είναι παρατημένα τα αρχαία μνημεία, μας σημείωσε. Δεν υπάρχει και πολλή όρεξη για αρχαιοελληνικά και βυζαντινά ευρήματα, πρόσθεσε με νόημα…
– Θέλετε τώρα να πάμε στο αρχαιολογικό Μουσείο; Μας ρώτησε.
Κοίταξα τον π. Κύριλλο. Περίμενα να μου κάνει νόημα για το τι να κάνουμε. Εκείνος μου κίνησε τους ώμους…Ο Μπεράτ κατάλαβε την αμηχανία μας και μας εξήγησε:
– Το Μουσείο είναι αρχαιολογικό και είναι αξιόλογο. Τα περισσότερα εκθέματα είναι από τις κοντινές Σάρδεις, αλλά υπάρχουν και κάποια από τη Μαγνησία. Ένα από αυτά είναι το άγαλμα μιας κόρης…
– Ξέρεις Μπεράτ, του είπα. Έχουμε δει πολλά αρχαία στην Ελλάδα, θα προτιμούσα να πάμε στον βράχο της Νιόβης…
Μας κοίταξε συγκαταβατικά ο Μπεράτ, σα να μας έλεγε ότι εμείς χάνουμε που δεν επισκεπτόμαστε το Μουσείο… Με το αυτοκίνητό του πήγαμε στη συνοικία Τσάι Μπασί. Από εκεί, μέσα από πυκνή βλάστηση, φτάσαμε στον εντυπωσιακό βράχο, που είναι στην αρχή φαραγγιού και μοιάζει με ανθρώπινο κεφάλι και μάλιστα γυναικός. Είναι η Νιόβη. Μείναμε για ώρα να την κοιτάζουμε, με συγκίνηση, όσο και με αναπόληση…