ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΟ
Γιώργος Πάλλης
Αναπληρωτής καθηγητής ΕΚΠΑ
Μέρος B΄
Tο 2022, στο φύλλο αρ. 2713 της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ, δημοσιεύσαμε το α’ μέρος της έρευνάς μας για την ιστορία του κτήματος Συγγρού πριν από τον Ανδρέα Συγγρό, τον άνθρωπο που το συγκρότησε ως μια ενιαία αγροτοδασική ιδιοκτησία, η οποία διατηρείται σχεδόν ακέραια ως τις μέρες μας, χάρις στο κληροδότημα της συζύγου του Ιφιγένειας, και αποτελεί τον περιβαλλοντικό θησαυρό του Αμαρουσίου. Στο κείμενο εκείνο φέραμε στο φως την ιστορία των πρώτων ιδιοκτητών της βόρειας περιοχής του κτήματος, των Αναβρύτων, οι οποίοι ήταν οι Ελβετοί Carlo Leutwein και Carl von Wild, παραγωγοί και εξαγωγείς ελαιολάδου και κρασιού. Από αυτούς αγόρασε ο Συγγρός τα Ανάβρυτα το 1872, στα οποία πρόσθεσε το κτήμα του Σκωτσέζου ευγενούς και διπλωμάτη James Henry Skene. Το τελευταίο θα μας απασχολήσει στη δεύτερη και τελευταία συνέχεια της έρευνας για το προ του Συγγρού παρελθόν του κτήματος.
Oι οικογένειες των Skene και των Ραγκαβή
Oι Σκωτσέζοι ευγενείς Skene ήρθαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1830, ανάμεσα στους Ευρωπαίους που κατέφθαναν στο νεοσύστατο κράτος, άλλοτε με ρομαντικά κίνητρα και άλλοτε με την προσδοκία προσοδοφόρων επενδύσεων. Πρώτος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1834 ο νεαρός James Henry Skene, γιός του James Skene of Rubislaw (1791-1864), ενός από τους πιο παραγωγικούς -αν και ερασιτέχνης- τοπιογράφους που έδρασαν στην Ελλάδα κατά την εποχή του Όθωνα. Ο James Henry είχε γεννηθεί το 1812 και είχε αρχικά καταταγεί στον βρετανικό στρατό, από τον οποίο αποχώρησε ερχόμενος στην Αθήνα.
Ο νεαρός Skene συνδέθηκε εδώ με την οικογένεια Ραγκαβή, η οποία ανήκε στην αριστοκρατία των Φαναριωτών της Κωνσταντινούπολης και είχε γλιτώσει από τις σφαγές των επιφανών Οίκων που διέπραξαν οι Τούρκοι στην Πόλη το 1821. Ανερχόμενος αστέρας αυτής της οικογένειας ήταν ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892), ο οποίος είχε αρχίσει ήδη τη σταδιοδρομία του στον δημόσιο βίο και διακρίθηκε στη συνέχεια ως πολιτικός, διπλωμάτης, καθηγητής Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών και σημαντικός λογοτέχνης.
Οι Ραγκαβή φαίνεται ότι επωφελήθηκαν από τις πωλήσεις των ιδιοκτησιών των Τούρκων που εγκατέλειπαν την Αθήνα και την Αττική μετά το 1830, και αγόρασαν ένα μεγάλο κτήμα στην τοποθεσία Γρίλλα ή Γκρίλλα, νοτιοδυτικά των Αναβρύτων. Η ακριβής έκτασή του δεν μας είναι γνωστή. Ο Ραγκαβής προσδιορίζει τοπογραφικά το ακίνητο «ἐν Κηφισίᾳ», αλλά είναι βέβαιο ότι αυτό βρισκόταν στο Μαρούσι, όπως σαφέστατα προκύπτει από πολλές άλλες πηγές, όπως το βιβλίο της μικρότερης αδερφής του James Henry Skene, της Felicia, και το ημερολόγιο του πατέρα του. To κτήμα τοποθετείται περίπου απέναντι και χαμηλότερα από το σημερινό Αμαλίειο Οικοτροφείο, στον δρόμο προς την Κηφισιά, με το όνομα της οποίας προτιμούσε να το αποκαλεί στα απομνημονεύματά του ο Ραγκαβής, επί το αριστοκρατικότερον.

Το 1834, ο James Ηenry Skene παντρεύτηκε τη Ραλλού Ραγκαβή και απαίτησε να του δοθεί το κτήμα αυτό ως προίκα – όπως τουλάχιστον γράφει ο αδελφός της Αλέξανδρος (Α. Ρ. Ραγκαβής, Ἀπομνημονεύματα, τ. Α’, ἐν Ἀθήναις 1895, 382). Ο τελευταίος παντρεύτηκε το 1840 την αδελφή του Skene, την Caroline, και έτσι οι δύο οικογένειες συνδέθηκαν διπλά. Σημειώνεται ότι μια άλλη αδελφή του Skene, η Elisa, παντρεύτηκε τον επιτετραμμένο της Σουηδίας στην Αθήνα βαρώνο Karl von Heidenstam, ο οποίος το 1834 απέκτησε ένα μεγάλο κτήμα στην ίδια τοποθεσία, τη Γρίλλα, εκεί ακριβώς όπου αργότερα εγκαταστάθηκε το Αμαλίειο, επί της σημερινής λεωφόρου Κηφισιάς. Στο ακίνητο αυτό, που πρέπει να συνόρευε με εκείνο του Skene, o Heidenstam έκτισε εξοχική κατοικία με μεγάλο κήπο, όπου παραθέριζε επί πολλά χρόνια. Έτσι, η περιοχή ανάμεσα στο Μαρούσι και την Κηφισιά πέρασε στα χέρια τριών Ευρωπαίων γαιοκτημόνων, του Σουηδού Heidenstam, του Σκωτσέζου Skene και του Ελβετού Leutwein.
Το κτήμα του Skene και οι απόπειρες εκμετάλλευσής του
Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, ο James Henry Skene επιδίωξε να αξιοποιήσει το κτήμα του για την παραγωγή μεταξιού και φύτεψε σε αυτό μουριές, τα φύλλα των οποίων αποτελούν την κύρια τροφή του μεταξοσκώληκα. Κατά τον ίδιο, ο Skene έκτισε επίσης ένα σπίτι στο κτήμα, το οποίο δεν σώζεται σήμερα· η ακριβής θέση του και η μορφή του μας είναι άγνωστα. Στο σπίτι αυτό -προφανώς και στο κτήμα- ο νέος ιδιοκτήτης προσέλαβε προσωπικό από το Μαρούσι. Η δραστηριότητα αυτή πρέπει να εκτυλίχθηκε μεταξύ του 1834 και του 1841.
Η παραγωγή μεταξιού ήταν τότε μια από τις λίγες επενδύσεις που θα μπορούσαν να αποβούν επικερδείς στην εντελώς υπανάπτυκτη βιομηχανικά Ελλάδα. Την ίδια εποχή είχε εξάλλου ιδρυθεί στην Αθήνα η μονάδα επεξεργασίας μεταξιού που έδωσε το όνομά της στη συνοικία του Μεταξουργείου. Εντούτοις, το εγχείρημα του Skene στο Μαρούσι απέτυχε και ο ίδιος εγκατέλειψε την επένδυσή του. Οι λόγοι δεν είναι γνωστοί.
Το 1841, ο γυναικαδελφός του Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής ανέλαβε να κάνει το κτήμα αποδοτικό,
φυτεύοντας έναν μεγάλο αμπελώνα. Στο κατάστιχο των εξόδων του «Κήπου Μαρουσίου» -εδώ δεν ονομάζει το κτήμα «Κηφισιάς»- που σώζεται σήμερα στο αρχείο της οικογένειας στην Ακαδημία Αθηνών, ο Ραγκαβής σημειώνει ότι αγόρασε 4.000 κλήματα και δαπάνησε σημαντικά ποσά για τη φύτευση και την περιποίησή τους. Παράλληλα καλλιεργούσε εποχικά λαχανικά, ενώ φαίνεται ότι διατηρούσε και κάποια ζώα. Το κτήμα απέδιδε μικρά έσοδα, κυρίως από την πώληση των φύλλων των μουριών που είχε φυτέψει ο Skene.
Φαίνεται όμως ότι ο πολυπράγμων και πολυάσχολος Ραγκαβής εγκατέλειψε με τη σειρά του την προσπάθεια να καταστεί το οικογενειακό κτήμα επικερδές. Το κατάστιχο του «Κήπου Μαρουσίου» έπαψε να συμπληρώνεται από τις αρχές του 1842. Δεν γνωρίζουμε αν η φροντίδα του κτήματος ανατέθηκε σε τρίτους ή αν αυτό εγκαταλείφθηκε.
Ο Skene έδειξε πάντως μεγάλο ενδιαφέρον για το Μαρούσι και το 1838 δημοσίευσε στο περιοδικό Blackwood Edinburgh Magazine ένα εκτενές άρθρο με τίτλο «A visit to a village of Attica» («Επίσκεψη σε ένα χωριό της Αττικής»), στο οποίο περιγράφει την κατάσταση του οικισμού πριν και μετά την Επανάσταση και τις περιπέτειες των κατοίκων του στη διάρκειά της. Το πολύτιμο αυτό κείμενο, που παρουσιάσαμε σε μετάφραση στο βιβλίο Μαρούσι 1821-1827, ένας μικρός οικισμός της Αττικής στην Ελληνική Επανάσταση (έκδοση της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ), μαρτυρεί τη βαθιά γνώση του τόπου που είχε αποκτήσει ο Skene, ιδίως σε ό,τι αφορά στις αγροτικές καλλιέργειες.

Η οικογένεια Skene στο Μαρούσι
Το 1838 ο πατέρας του Skene ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα, όπου και έζησε για έξι χρόνια, μεγάλο μέρος των οποίων πέρασε ταξιδεύοντας στο μικρό ελληνικό βασίλειο και σε περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τα ταξίδια του αποτυπώνονται στα ημερολόγιά του, που φυλάσσονται σήμερα στην Ακαδημία Αθηνών, και στα εκατοντάδες τοπία και μνημεία που ζωγράφισε με την τεχνική της υδατογραφίας. Πολλά από αυτά βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα.
Για τις μέρες που πέρασε στο Μαρούσι -στη Grilla, όπως γράφει-, συναντάμε λίγες αλλά ενδιαφέρουσες αναφορές στα ημερολόγιά του. Μεταξύ άλλων, αφηγείται μια επίσκεψη που πραγματοποίησε με τον γιό του στο κτήμα του και την υποδοχή που τους επιφύλαξαν οι Μαρουσιώτες στην πλατεία του χωριού. Ο ζωγράφος Skene θαύμασε τον αιωνόβιο ελαιώνα που διέσχισαν ώσπου να φτάσουν εκεί, τον οποίο εξάλλου απεικόνισε σε τρία τουλάχιστον έργα του. Στην πλατεία με την κρήνη, οι ντόπιοι έτρεξαν να καλωσορίσουν τον γιό του, τον αφέντη, όπως τον έλεγαν, φιλώντας τον και στα δυο μάγουλα. Φαίνεται ότι ο γιος Skene, παρά την αποτυχία της επιχείρησής του στο κτήμα, ήταν αγαπητός στους Μαρουσιώτες. Οι τελευταίοι χαιρέτισαν με πολύ σεβασμό και τον πατέρα, ο οποίος γράφει ότι χρειάστηκε να σφίξει το χέρι όλων σχεδόν των αντρών του χωριού. Σε άλλο σημείο των ημερολογίων του, ο ίδιος περιγράφει την ημέρα των πρώτων κοινοβουλευτικών εκλογών στο Μαρούσι, τη 18η Αυγούστου του 1844.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει όμως και το βιβλίο της Felicia Skene, κόρης του James και αδελφής του James Henry, με τίτλο Wayfaring Sketches among the Greeks and Turks, and on the Shores of the Danube (Λονδίνο 1847). Εκεί, η νεαρή συγγραφέας αφηγείται μια επίσκεψη στο χωριό όπου η οικογένεια πέρασε πολλά καλοκαίρια – προφανώς στο σπίτι και το κτήμα του αδελφού της. Ανάμεσα στις στιγμές που την εντυπωσίασαν ήταν η ώρα του δειλινού, όταν οι χωρικοί ξεκουράζονταν και συζητούσαν έξω από τα σπίτια τους, ενώ οι κοπέλες έπαιρναν νερό από την πηγή της πλατείας, για την επόμενη μέρα. Αλλού περιγράφει τον γέρο παπά του οικισμού να διδάσκει 15-20 παιδιά κάτω από τον ίσκιο μιας ελιάς, κρατώντας μια παμπάλαιη ογκώδη Καινή Διαθήκη στα πόδια του. Γράφει ακόμα για έναν φονιά, που σκότωσε την αδερφή του για λόγους τιμής, αλλά και για τη γηραιότερη γυναίκα του χωριού, που ήταν -λέγανε- 110 ετών. Αλλά στα γραφόμενα της Felicia Skene θα επανέλθουμε σε άλλη ευκαιρία.
Οι αρχαίοι τάφοι στο κτήμα του Skene
Την εικόνα των Skene αμαυρώνει η ανάμειξή τους στον εντοπισμό και τη διακίνηση αρχαιοτήτων, δίχως την άδεια των ελληνικών Αρχών. Από αρχαιολογικές μελέτες είναι γνωστό ότι ο James Henry απέκτησε με άγνωστο τρόπο τo 1840 μια σπουδαία αρχαία στήλη με παράσταση του Θησέα, από την Αθήνα, την οποία πώλησε αργότερα στον Γάλλο Philippe Le Bas. Το ανάγλυφο κατέληξε στο Μουσείο του Λούβρου, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Ο δε πατέρας Skene είχε σχηματίσει αξιόλογη συλλογή αρχαίων αγγείων, της οποίας διαπραγματευόταν επίσης την πώληση στο εξωτερικό.
Το 1842 επισκέφθηκε το κτήμα του Skene στο Μαρούσι ο Γερμανός φιλόλoγος Friedrich Gottlieb Welcker, συνοδευόμενος από τον ίδιο, και αναφέρει ότι είδε εκεί φρεσκοανοιγμένους αρχαίους τάφους (F. G. Welcker, Tagebuch einer griechischen Reise, 1. B., Bερολίνο 1865, 88). Η πληροφορία επιβεβαιώνεται έμμεσα από το γεγονός ότι στο νότιο μέρος του μετέπειτα κτήματος Συγγρού βρέθηκαν και άλλοι αρχαίοι τάφοι, πολύ αργότερα, το 1901. Στην περιοχή υπήρχε επομένως κάποιο αρχαίο νεκροταφείο, της κλασικής εποχής. Φαίνεται ότι ο Skene συνέλεγε αρχαιότητες, αγοράζοντας ή και σκάβοντας, πιθανότατα για να τις πουλά κατόπιν σε ξένους ενδιαφερόμενους· σε αυτό το πλαίσιο ανέσκαψε και στο ίδιο το κτήμα του. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η μόνη ανάμνηση που επέζησε στους κατοίκους του Αμαρουσίου γι’ αυτόν, είναι κάποιου ο οποίος αναζητούσε αρχαία (Ἀνδρέας Χρ. Ζαγκλής, Ἀμαρούσιον, τὸ ἀρχαῖον Ἄθμονον. Ἱστορικὴ καὶ λαογραφικὴ μελέτη, Ἀμαρούσιον 1976, 66).
H αποχώρηση των Skene
Ο Ραγκαβής γράφει ότι οι μεγαλεπήβολες επιχειρήσεις του Skene -που εκτός από το κτήμα στο Μαρούσι περιλάμβαναν καλλιέργεια μεταξιού στους Αμπελόκηπους και αμπελώνες στο Μπραχάμι του Υμηττού- απέβησαν εντέλει καταστροφικές για τον ίδιο και τους γονείς του και αφήνει να εννοηθεί ότι δεν είχε καλή αίσθηση της πραγματικότητας στο πεδίο αυτό (Α. Ρ. Ραγκαβής, Ἀπομνημονεύματα, τ. Β’, ἐν Ἀθήναις 1895, 18). Εν τω μεταξύ, η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 κατήργησε τα προνόμια και την ασυδοσία που απολάμβαναν πολλοί Ευρωπαίοι μέτοικοι στην Ελλάδα.
Έτσι, το 1843 ή 1844 ο James Henry Skene αποχώρησε από την Ελλάδα και ακολούθησε καριέρα συγγραφέα και διπλωμάτη. Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στο Χαλέπι της Συρίας ως γενικός πρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας, και πέθανε το 1886 στη Γενεύη. Ο πατέρας του και άλλα μέλη της οικογένειας παρέμειναν στην Αθήνα ως το 1845, οπότε και επέστρεψαν στη Σκωτία. Στην Αθήνα έμειναν οι κόρες του Caroline, σύζυγος του Αλέξανδρου Ραγκαβή, και Elisa, σύζυγος του Karl von Heidenstam. Ο τελευταίος διατήρησε το εξοχικό του σπίτι στη Γρίλλα ως τον θάνατό του το 1878.
Το 1872 ο Χιώτης τραπεζίτης Ανδρέας Συγγρός, νέος τότε κάτοικος της ελληνικής πρωτεύουσας και ήδη πάμπλουτος, αγόρασε αρχικά τα Ανάβρυτα από τους Ελβετούς Leutwein και Wild, και κατόπιν ενέταξε στο νέο κτήμα του και τη γη του Skene.
Τίποτε δεν απομένει σήμερα στο κτήμα Συγγρού από την οικογένεια των Σκωτσέζων Skene και τις ημέρες της εδώ. Σώζονται μόνο μερικές μαρτυρίες σε δυσεύρετα βιβλία, κάποιες σημειώσεις σε ημερολόγια, και τα τοπία των εξοχών του Αμαρουσίου που ζωγράφισε ο πατέρας James Skene.
