Γράφει η Πέγκη Φαράντου
Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Συγγραφέας-Ζωγράφος
«Ο Άγιος Βασίλης, σαν περάσανε τα Χριστούγεννα, πήρε το ραβδί του και γύρισε σ’ όλα τα χωριά, να δει ποιος θα τον γιορτάσει με καθαρή καρδιά». Έτσι αρχίζει το διήγημα του Φώτη Κόντογλου «Γιάννης ο βλογημένος». Πρόκειται για ένα πρωτοχρονιάτικο διήγημα, από τον ζωγράφο και λογοτέχνη Φώτη Κόντογλου.
Γεννημένος στο Αϊβαλί, από Μικρασιάτες γονείς. Είχε το επώνυμο Αποστολέλλης, χάνοντας όμως τον πατέρα του νωρίς, ανέλαβε την κηδεμονία του ο θείος του, ηγούμενος της μονής Αγίας Παρασκευής, έτσι πήρε το επώνυμο Κόντογλου, το γένος της μητέρας του. Το έργο του σπουδαίο και πρωτοποριακό και στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία όπου προβάλλεται η ελληνική παράδοση και η Ορθοδοξία. Το έργο που άφησε είναι μοναδικό, το μεγαλύτερο μέρος διασώζεται στα μεγάλα μουσεία της Αθήνας, σε εκκλησίες, όπως και σε δημοσιευμένα κείμενα και βιβλία. Ένα τέτοιο έργο μπορούμε να δούμε από κοντά και στον ναό του Αγίου Γεωργίου Ηρακλείου Αττικής, όπου σε μεγάλο μέρος του έχει αγιογραφηθεί από τον ίδιο.
Στο διήγημα «Γιάννης ο βλογημένος» παρουσιάζεται ο Άγιος Βασίλης να αναζητά ανθρώπους που να γιορτάζουν με καθαρή καρδιά.
Ο Άγιος Βασίλης πήγε σε όλες τις πολιτείες και τα χωριά, μα όποια πόρτα και αν χτύπησε δεν του άνοιξε κανείς, γιατί τον πέρασαν για επαίτη. Πήγε σε ένα νεκροταφείο και ως άγιος που ήταν άκουσε τους κεκοιμημένους να μιλούν και να λένε: όταν είμασταν ζωντανοί δουλέψαμε, βασανιστήκαμε και αφήσαμε πίσω μας παιδιά και εγγόνια αλλά δεν μας ανάβουν ούτε ένα κερί. Πικραμένος ο Άγιος Βασίλης συνέχισε να ψάχνει. Πήγε λοιπόν στα πιο φτωχά από τα φτωχά χωριά της Ελλάδας. Παραμονή Πρωτοχρονιάς, κρύο, παγωνιά, ερημιά παντού. Εκεί είδε μπροστά του μια ραχούλα και από κάτω τρυπωμένη μια στρούγκα. Ο Άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε: Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των αποθαμένων σας και ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο! Τα σκυλιά έτρεξαν πάνω του κουνώντας τις ουρές τους. Τότε άνοιξε την πόρτα ένας τσοπάνης, εικοσιπέντε χρονών παλληκάρι, με μαύρα στριφτά γένια, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, αθώος και απελέκητος, προβατάνθρωπος και πριν δει καλά καλά ποιος χτύπησε, είπε, «έλα μέσα, καλημέρα, καλή χρονιά!». Μέσα στο καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι, κρεμασμένο από πάνω από μια κούνια που ήταν δεμένη σε δύο παλούκια. Δίπλα στο τζάκι ήταν τα στρωσίδια τους και κοιμότανε η γυναίκα του Γιάννη. Αυτός, σαν μπήκε μέσα ο Άγιος Βασίλης, και είδε πώς ήταν γέρος, σεβάσμιος, πήρε το χέρι του και το ασπάσθηκε και είπε, «να ’χω την ευχή σου, γέροντα» και το έλεγε σαν να τον γνώριζε από παλιά, σα να ήταν πατέρας του. Και εκείνος είπε, «Βλογημένος να είσαι, εσύ κι όλο το σπιτικό σου και τα πρόβατά σου, η ειρήνη του Θεού να είναι απάνω σας!». Σηκώθηκε και η γυναίκα και πήγε και προσκύνησε και εκείνη τον γέροντα και φίλησε το χέρι του και την εβλόγησε. Κι ο Άγιος Βασίλης ήταν σαν καλόγερος ζητιάνος, με μια σκούφια παλιά στο κεφάλι του, τα ράσα του ήταν τριμμένα και μπαλωμένα και τα τσαρούχια του τρύπια, είχε και ένα παλιοτάγαρο αδειανό. Ο Γιάννης ο Βλογημένος έβαλε ξύλα στο τζάκι. Και εκεί δίπλα στο τζάκι παρακάλεσε ο Γιάννης τον άγνωστο γέροντα να του διαβάσει ένα φυλλάδιο που του έδινε ένας ηγούμενος από το Άγιο Όρος. Όταν κάποιος περνούσε από την καλύβα και ήξερε γράμματα τον έβαζε να του διαβάσει, μιας και ο ίδιος δεν γνώριζε γράμματα και εκκλησία δεν είχε στα μέρη του. Τότε ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε, έβγαλε ένα χαρτί από το ταγάρι του, στράφηκε στην ανατολή και είπε: «Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων» και ύστερα έκανε ολόκληρη τη λειτουργία και τους ευλόγησε.
Όταν κάθισαν στο τραπέζι και τελείωσαν το φαγητό, έφερε η γυναίκα του τη βασιλόπιτα και την έβαλε πάνω στο σοφρά. Ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι, σταύρωσε τη βασιλόπιτα και είπε, «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Έκοψε το πρώτο κομμάτι και είπε, «του Χριστού» και ύστερα είπε, «της Παναγίας» και ύστερα, «του νοικοκύρη Γιάννη», του βλογημένου. Του λέει ο Γιάννης, «γέροντα, ξέχασες τον Αϊ Βασίλη!». Του λέει τότε ο άγιος, «ναι καλά!» και ύστερα λέει, «του δούλου του Θεού Βασιλείου»…και αφού τους μνημόνευσε όλους, λέει ο Γιάννης: «δεν έκοψες για εσένα», και του απάντησε ο άγιος, «έκοψα» αλλά εκείνος δεν κατάλαβε…
Ο Γιάννης ο βλογημένος, σύμφωνα με τη Λογοτεχνία του Κόντογλου είναι ένας άνθρωπος απλός. Είναι ένας άνθρωπος που τα βάσανα του και ο αγώνας του για μια καλύτερη ζωή δεν το ασχήμισαν…Τέτοιες μορφές ανεξάρτητα από τόπο και χρόνο, μας δείχνουν τον δρόμο προς έναν καλύτερο κόσμο.
Γιάννης ο βλογημένος, του Φώτη Κόντογλου. Σε αποσπασματική, ελεύθερη απόδοση και μονοτονικό σύστημα από την Πέγκη Φαράντου.