Γράφει η Ρίκα Χρυσανθοπούλου
∆ιηγηµατογράφος
Κάθομαι στητή και ασάλευτη στο ξύλινο παγκάκι. Τα παπούτσια μου κολλημένα παράλληλα, στο γυαλισμένα μαρμάρινο πάτωμα του μουσείου. Με λούζει το φως ενός ψυχρού προβολέα. Η σιωπή σπάει από ήχους, που προδίδουν τη μυσταγωγία του χώρου.
Με μάτια καρφωμένα, αφοσιώνομαι στο προφίλ της τέλειας γυναικείας φιγούρας, που φαντάζει απόκοσμη πάνω στο βάθρο της. Μύτη λεπτή, χείλη μισάνοιχτα, σαν δυο ερωτικά πέταλα κάποιας παλιάς υπόσχεσης. Μάτια γλυκά και αθώα, με βλέμμα περιστέρας. Μαλλιά σπαστά σε κότσο, στεφανωμένα με μπιγκόνιες.
Μαγεύομαι και ταξιδεύω στα ξεχασμένα πατήματά της στο χρόνο. Αναριγώ στη σκέψη πως για τη ζωή της, δεν θα μάθουμε ποτέ τίποτε, κι ας στέκει μπρός μας η μορφή της. Ούτε καν το όνομά της. Ανώνυμη. Για πάντα νέα, θα μας παρατηρεί αμίλητη κι εμάς και τα εγγόνια μας.
Πως γίνεται, αναρωτιέμαι, το ψυχρό μάρμαρο να ξεχειλίζει τόση αρμονία και απόκοσμη αρχοντιά αλλοτινών καιρών. Θαρρείς και η ολόλευκη γυναίκα θα στρέψει το βλέμμα στο παγκάκι να με καλημερίσει, να μου συστηθεί, φερμένη από τον δεύτερο αιώνα προ Χριστού, πασπαλισμένη ολάκερη από την πάχνη του χρόνου.
Η σκέψη μου τρέχει στις γενιές που πέρασαν και, κυνηγημένες από αγωνίες, όνειρα, μια μέρα γέρασαν κι έμειναν πίσω μας, στους αιώνες των σκονισμένων βιβλίων.
Όμως αυτή η μαρμαρωμένη καλλονή, που είναι φτιαγμένη από την ανάμνηση ενός αγαπημένου γλύπτη, θα μπορούσε νοερά να ρωτήσει για μας του θεατές της.
«Εσείς οι αραδιασμένοι, από τι υλικό είστε φτιαγμένοι και περνοδιαβαίνετε στους καιρούς σας, τάχα ψυχές μοναδικές, αλαζονικές, κούφιοι κι ανιστόρητοι επισκέπτες, περιγελώντας το χρόνο στα δικά σας πατήματα; Από τι υφάδι γεννηθήκατε, από τι καρδιές διδαχτήκατε το απόλυτο της αξίας σας προς την αθανασία;»
Χαμογελώ στην μαρμαρόγλυπτη καλλονή και της απαντώ νοερά, πως είμαστε φτιαγμένοι από ατσάλι και κερί. Κι ας μην μας το δίδαξε κανείς βιολόγος ως τα σήμερα.
Ατσάλινα τα κόκκαλα και οι αντοχές μας, αστείρευτες οι δυνάμεις μας στο όραμα του καθ’ ενός από εμάς. Ατσάλινα τα νεύρα μας στις πιέσεις, συνηθίζουμε με το χρόνο τις μικρότητες, τα μίση, τις οθόνες. Καταπίνουμε εύκολα τις αντιθέσεις και το παράλογο πείσμα των καιρών μας. Ώσπου περνούν από μπροστά μας όλα, σχεδόν απαρατήρητα πια.
«Το κερί;» θα με ρωτήσει απορημένη. «Πού κρύβεται το κερί μέσα σε τόσο ατσάλι; Το ήθος; Είναι μια κερένια πρόφαση κι αυτό;»
Κερένια είναι η ψυχή μας, η σκέψη, το συναίσθημα μας, της απαντώ. Εκεί μας πελεκούν οι φωτισμένοι γλύπτες των καιρών μας. Μας δίνουν σχήμα από νωρίς, μας ελέγχουν θαρρείς, για να μας καθοδηγούν ώσπου να γεράσουμε.
Έτσι μπαίνουμε στο κοπάδι εύκολα κι ανταγωνιζόμαστε τον διπλανό μας, αντί να οικτίρουμε τον εαυτό μας. Ίσως για να δουλεύουμε και να πληρωνόμαστε με την πειθώ, πως τάχα αυτό κάνει κάθε «ελεύθερος» άνθρωπος. Τυφλοί και καθοδηγημένοι, στα διάφανα τείχη της «φυλακής» των νέων ιδεών.
Δουλεύουμε πολύ και γεμίζουμε αποκτήματα. Τρώμε καλά και ταξιδεύουμε πολύ, προσφέρουμε τόσα στους αγαπημένους μας, ζούμε καλύτερα. Η γνώση μας είναι συμπυκνωμένη, συσσωρευμένη ηλεκτρονικά. Τεχνολογία τη λένε. Για το τίμημα του χαμένου χρόνου, της ξεχασμένης ποιότητας, της χαμένης ταυτότητας, του ήθους, ούτε λόγος. Δεν προλαβαίνουμε άλλωστε κι άλλο κερί δεν βρίσκεται παρά όσο μας δόθηκε από γεννησιμιού μας. Το κερί, είναι εύπλαστο υλικό. Μπορεί να αλλάζει σχήματα, χρώματα και μυρωδιές, ανάλογα με τις συνειδήσεις.
Παράδοξο όμως. Στο τέλος, λιώνει το ατσάλι, πριν από το κερί. Λιώνει με το χρόνο, με τη μοίρα, με τα λεπτά της κάθε μέρας που δεν γυρίζουν πίσω. Με τις απογοητεύσεις. Την απάθεια. Λιώνει πρώτα το ατσάλι μαζί με τις αντοχές μας.
Κι όσο τα χρόνια τρέχουν, γίνονται θλιβερά τα συναισθήματα της χαμένης ελευθερίας, της ξεχασμένης ποιότητας, της αμαρτίας του ανήθικου. Θαρρείς ίδια φθινοπωρινά φύλλα που σκορπίζονται στο χώμα. Κι όσο το κερί αντέχει ακόμα, γίνονται επώδυνες οι αναλύσεις προς τη λησμονιά, πονούν πιότερο οι λέξεις, ο χαμένος χρόνος. Δεν θέλουμε να ξέρουμε. Καλύτερα να ξεχνάμε. Να ξεχνάμε!
Κι ο χρόνος σχίζει τους αιθέρες σαν πουλί, και πάει προς τη Δύση. Μέχρι το ατσάλι να παγώσει, το κερί να μείνει ξεχασμένο, άχρωμο απολίθωμα κι εμείς, μια ανάμνηση στην κερένια καρδιά των δικών μας αγαπημένων.
Η μαρμαρένια καλλονή απορεί.
«Για τί από όλα μετάνιωσες;»
Για όσα δεν έκανα, δεν πρόλαβα, δεν τόλμησα. Για όσα ακολούθησα, χωρίς πραγματικά να το θέλω. Για όσα αργοπόρησα και χάθηκαν στη στροφή. Για όσα αμέλησα, παράβλεψα, ξέχασα την κρίσιμη ώρα, θελημένα ή αθέλητα. Πληγές που αιμορραγούν και «γιατί» αναπάντητα.
«Για τι από όλα χάρηκες;»
Για όσα τόλμησα και δικαιώθηκα. Για όσα αγάπησα αληθινά και τ‘ ακολούθησα. Για τις φορές που είπα την δύσκολη αλήθεια. Για όσα πρόσφερα από καρδιάς. Απλά, μικρά, δεν έχει σημασία. Για όσα αγνόησα, προσπέρασα και λευτερώθηκα μια μέρα στα όνειρά μου.
Το βλέμμα της περιστέρας με παρατηρεί βουβό. Παραξενεμένο.
Φτιαγμένοι από ατσάλι και κερί. Χιλιάδες χρόνια τώρα, είμαστε εδώ, και υπάρχουμε ακόμη. Πάντα θα επιβιώνουμε, πολλές γενιές στη σειρά, για να θυμόμαστε, να ξαναζούμε τις μάχες, τις αγωνίες, την ελευθερία και τη φυλακή του εαυτού μας. Χιλιάδες χρόνια εδώ, διεκδικώντας την ευτυχία, την αθανασία. Ξανά και ξανά.