Γράφει ο Γιώργος Τσούκας
Εκπαιδευτικός – δικηγόρος
Στο νέο περιβάλλον της μεταπανδημικής εποχής που βιώνουμε και ενόψει μιας απροσδιόριστης ακόμη ενεργειακής κρίσης που ζούμε, η οργάνωση και η διεξαγωγή προγραμμάτων Διά Βίου Μάθησης είναι απολύτως απαραίτητη για την κοινωνική συνοχή.
Τα προγράμματα Διά Βίου Μάθησης, πέρα από την καλλιέργεια δεξιοτήτων, που κυρίως επιζητά η νέα αγορά εργασίας, χρειάζεται να δώσουν έμφαση στην προσωπική ανάπτυξη και στην ψυχική ευημερία των ατόμων. Η απόφαση της UNESCO να αντικαταστήσει τον όρο Διά Βίου Εκπαίδευση με τον όρο Διά Βίου Μάθηση δεν είναι τυχαία. Αναδεικνύει μια ολιστική και ανθρωπιστική προσέγγιση στη μάθηση από την προσχολική ηλικία έως και μετά τη συνταξιοδότηση, που σηματοδοτεί τη λειτουργία της Διά Βίου Μάθησης, ως διασύνδεσης με την αγορά εργασίας και προτάσσει την υποστήριξη και την κοινωνική ένταξη ευάλωτων ατόμων και ομάδων.
Η ομάδα των νέων επιστημόνων, μια από τις πλέον συμπαθείς και ελπιδοφόρες κοινωνικές ομάδες, έχει ανάγκη από κοινωνική, εργασιακή και εκπαιδευτική στήριξη. Παρά την πολύχρονη εκπαιδευτική της προσπάθεια και την εργασιακή διεκδίκηση, βιώνει την περιθωριοποίηση και τη δύσκολη διασύνδεσή της με τον χώρο της εργασίας και της κοινωνικής δράσης. H επανασύνδεσή της, με οποιαδήποτε μορφή εκπαίδευσης, καθίσταται απαραίτητη συνθήκη για την ελπίδα κοινωνικής ένταξης. Διαφορετικά, ο δρόμος της απογοήτευσης και η χαίνουσα πληγή του εκπατρισμού, με ό τι αυτό συνεπάγεται, καταλήγουν στον μονόδρομο της φυγής
Η προσπάθεια για συμμετοχή των ενηλίκων στη Διά Βίου Μάθηση, αποτελεί κεντρικό στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διακηρυγμένη φιλοδοξία της έως το 2030, το 60% των ενηλίκων να συμμετέχουν σε προγράμματα Διά Βίου Μάθησης. Η λειτουργία αυτών των προγραμμάτων στηρίζεται στην προσωπο-κεντρική προσέγγιση, στην ενεργό συμμετοχή για την επίλυση προβλημάτων, στην καλλιέργεια ενός «διευκολυντικού» περιβάλλοντος μάθησης, στην επεξεργασία προσωπικών εμπειριών και καταστάσεων ζωής, στην κατανόηση των εμποδίων συμμετοχής και στη συνειδητοποίηση της σημασίας των σχέσεων μεταξύ εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων.
Το περιεχόμενο των προγραμμάτων Δια Βίου Μάθησης με τις παραπάνω ενδεικτικές αναφορές πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού μιας καθοδηγητικής ομάδας, «αφοσιωμένων» στον στόχο μιας «Πόλης που μαθαίνει». Που αξιοποιεί τους βασικούς πυλώνες της Διά Βίου Μάθησης, δηλαδή: α) την αύξηση των βασικών δεξιοτήτων, ώστε να είναι σε θέση το άτομο να ανταποκριθεί στα καθημερινά προβλήματα και να οργανώσει τον τρόπο ζωής στο περιβάλλον του, β) την αύξηση της ασφάλειας και της υιοθέτησης ενός νέου τρόπου ζωής, που δίνει τη δυνατότητα στο άτομο να κάνει ασφαλείς επιλογές, γ) την ενεργή συμμετοχή σε δράσεις δημιουργίας σχέσεων με το περιβάλλον και την κοινωνία και δ) την ανάπτυξη ουσιαστικών δεσμών και σχέσεων με άλλους.
Η Πόλη που μαθαίνει» είναι ένα καινοτόμο σχέδιο, το οποίο πρέπει να υλοποιήσει με πρωτοβουλίες του ο Δήμος… Πρόκειται για ένα φιλόδοξο και ουσιαστικό σχέδιο, που έχει ως σκοπό να παρέμβει δυναμικά στο επίπεδο της Διά Βίου Μάθησης. Με σοβαρότητα και υψηλού επιπέδου επιστημονική προσέγγιση, ο Δήμος θα πρέπει να αναπτύξει συνεργασίες με κορυφαίους επιστήμονες και να αξιοποιήσει πρακτικές ή και ριζοσπαστικές ιδέες, επιχειρώντας να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στην τοπική κοινωνία, οργανώνοντας εκπαιδευτικά προγράμματα, ιδιαίτερα για τη στήριξη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Το εγχείρημα αυτό δεν είναι καθόλου απλό. Οι σημαντικές αλλαγές/παρεμβάσεις που συνεπάγεται δεν πραγματοποιούνται εύκολα. Αντίθετα, μπορούν να τελματωθούν, εξαιτίας: μιας εσωστρεφούς φιλοσοφίας, μιας γραφειοκρατίας που παραλύει τα πάντα, μιας παρωχημένης πολιτικής, ή χαμηλού βαθμού εμπιστοσύνης, ή έλλειψης ομαδικής εργασίας, ή αλαζονικής στάσης, ή έλλειψης ηγεσίας, ή του γενικότερου ανθρώπινου φόβου για το άγνωστο…
Η πορεία προς την επίτευξη αυτού του στόχου, που συνεπάγεται σημαντικές επιτελικές, οργανωτικές, κοινωνικές, οικονομικές και λειτουργικές ρυθμίσεις και αποφάσεις, πρέπει να ενταχθούν σε μια αυστηρά δομημένη διαδικασία. Η διαδικασία αυτή πρέπει να περιλαμβάνει λογικά διαρθρωμένες φάσεις: συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας του θεσμού («κάτι πρέπει να γίνει εδώ πέρα»), οργάνωση της απαιτούμενης συνεργασίας (διαμόρφωση του καθοδηγητικού οργάνου, που θα ηγηθεί της προσπάθειας). Ο καθοδηγητικός συνασπισμός θα πρέπει να έχει τις απαιτούμενες δυνατότητες για να προβεί στη δημιουργία του απαραίτητου οράματος, στη μετάδοση του οράματος στο κοινό, στην εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε εργαζόμενους για δράση, στη διασφάλιση της αξιοπιστίας, στην επίτευξη των αναγκαίων βελτιώσεων, στην καθοδήγηση και διοίκηση των επιλεγόμενων προγραμμάτων και την ενσωμάτωση νέας νοοτροπίας στη φιλοσοφία του Δήμου.
Στο πλαίσιο αυτό και υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν, είναι βέβαιο ότι θα αναπτυχθεί το όραμα και η στρατηγική της Δια Βίου Μάθησης, θα παρακινηθούν σε δράση οι εμπλεκόμενοι. Η ανάπτυξη οράματος μετασχηματιστικού χαρακτήρα απαιτεί πολλή εργασία από το καθοδηγητικό όργανο, συγκέντρωση, κατανόηση και διαχείριση πληροφοριών, μελέτη εναλλακτικών λύσεων και τελικά λήψη αποφάσεων…
Η στρατηγική της Διά Βίου Μάθησης και η πολιτική εκπαίδευσης και κατάρτισης, γενικότερα, πρέπει να εστιάσουν στην ανάγκη ετοιμασίας και εφαρμογής πολιτικών που θα επιτρέπουν την ανάπτυξη ενός σύγχρονου, ευέλικτου, δυναμικού, ανταγωνιστικού, αποδοτικού και δίκαιου συστήματος εκπαίδευσης και Διά Βίου Μάθησης, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο θα είναι προσαρμοσμένο και θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες συνθήκες, ανάγκες και προκλήσεις. Προς την κατεύθυνση αυτή, η Διά Βίου Μάθηση, σε εθνικό επίπεδο, μπορεί να δώσει διεξόδους και να συνεισφέρει στην αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.
Πρώτιστος στόχος της Εθνικής Στρατηγικής Διά Βίου Μάθησης είναι η ανάπτυξη των δεξιοτήτων για την ένταξη ή/και επανένταξη στην αγορά εργασίας των ατόμων και κυρίως των ανέργων και των ανειδίκευτων ή χαμηλής εξειδίκευσης ατόμων. Προτεραιότητα αποτελεί, μεταξύ άλλων, η ενίσχυση της συνεργασίας της εκπαίδευσης με τον κόσμο της εργασίας, αλλά και η προώθηση του «τριγώνου της γνώσης», δηλαδή του συνδυασμού εκπαίδευσης – έρευνας – καινοτομίας.
Η συνεχής επένδυση σε γνώση, σε δεξιότητες και σε ικανότητες, είναι άκρως σημαντική. Σ’ αυτό το τρίπτυχο πρέπει να αποτυπωθεί το όραμα, η στρατηγική επιδίωξη, οι άξονες προτεραιότητας, οι στρατηγικοί στόχοι, καθώς και κατηγορίες δράσεων για την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη συμβολή των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης στην αξιοποίηση της γνώσης και της καινοτομίας, ως καθοριστικών παραγόντων για την επίτευξη ζωτικών στόχων κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης του Δήμου και ευρύτερα της χώρας.