Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
Αυτή τη ρήση τη χρησιµοποιούµε όταν κάποιος ισχυρός άνθρωπος ή θεσµός χάσει τη δύναµή του και τότε όλοι προσπαθούν να επωφεληθούν και να κερδίσουν κάτι από την πτώση του.
Κυριολεξία της φράσης:
«Όταν η βελανιδιά πέσει, κάθε άνθρωπος κόβει ξύλα».
Προέρχεται από το έργο «Γνώµαι µονόστιχοι» του Αθηναίου κωµωδιογράφου Μενάνδρου (344/3 – 292/1 π.Χ.).
Μία µικρή ιστορία
Ήταν νέο παλληκάρι, όµορφο και δυνατό, έτοιµο ν’ αρπάξει µε ψυχραιµία τη ζωή από το χέρι και να την αφήσει να τον κατευθύνει στα δικά της µονοπάτια, εύκολα ή δύσκολα.
«Γράµµατα δεν έµαθα πολλά», έλεγε ο ίδιος, «γιατί έπρεπε να δουλέψω από µικρός και να βοηθήσω την οικογένεια. Ήµασταν οκτώ αδέλφια, πέντε κορίτσια και τρία αγόρια».
Όµως η τύχη είχε γράψει στο βιβλίο της άλλα σχέδια γεµάτα εκπλήξεις και χαρές.
Καλό παιδί, ευγενικό, πολύ εργατικό και περιζήτητος γαµπρός.
Παντρεύτηκε γρήγορα -αφού έτσι συµφώνησαν οι γονείς των µελλονύµφων- τη σεµνή και ευγενική κόρη του πλούσιου εργοστασιάρχη του διπλανού χωριού και το ευτυχισµένο ζευγάρι πορεύτηκε στη ζωή χέρι – χέρι και δηµιούργησε µια όµορφη οικογένεια.
Ο νέος άνδρας µπήκε στην καινούργια του ζωή µε τόλµη και δύναµη και µέσα σε λίγα χρόνια διπλασίασε την περιουσία που βρήκε και το σπουδαιότερο απ’ όλα, κέρδισε την αγάπη των κατοίκων της νέας περιοχής στην οποία εκείνος ζούσε τώρα και πετύχαινε τα καλύτερα. Με καθαρή καρδιά πρόσφερε µε καλοσύνη και απλοχεριά όλα εκείνα που τους έλλειπαν και τα είχαν ανάγκη. Για πολλούς άνεργους συγχωριανούς βρέθηκαν δουλειές που καλυτέρεψαν την καθηµερινότητα της οικογένειάς τους. Τους αδύναµους και τους άπορους τους είχε σχεδόν αναλάβει «Υπό την προστασίαν του». Γι’ αυτούς που κατηγορήθηκαν άδικα για κάτι, στάθηκε κολώνα στο πλευρό τους µέχρι να βρουν το δίκιο τους και να συνεχίσουν ήρεµα τη ζωή. Με προθυµία δέχτηκε να αναλάβει την Βάπτιση σε πολλά µικρά παιδιά της περιοχής που η ανέχεια δυσκόλευε να κάνουν το Μυστήριο. Ένα µεγάλο «ναι, εγώ είµαι εδώ, γιατί στεναχωριέσαι…» συνόδευε πάντα το αίτηµα για δανεικά και χρηµατική βοήθεια των συγχωριανών του και όχι µόνο αυτών.
Αγαπήθηκε από τον κόσµο και το σπουδαιότερο είχε κερδίσει το σεβασµό και την εκτίµηση και οι πράξεις του αλλά και η εικόνα της οικογενείας του αποτελούσε υπόδειγµα για όλους.
Και ξαφνικά, χωρίς κανείς να µπορέσει να εξηγήσει το «πώς», το «πότε» και το «γιατί», όλα άλλαξαν δραµατικά.
Μία παράξενη νύχτα χωρίς όνοµα και ηµεροµηνία, µαύρος καπνός κύκλωσε το εργοστάσιο και γιγάντιες φλόγες κόκκινες και κίτρινες ξεπήδησαν από παντού και κατέκαψαν τα πάντα.
Τα κτήρια του εργοστασίου, ηλεκτρικές και µηχανολογικές εγκαταστάσεις, κτίσµατα, αποθήκες γεµάτες µε το έτοιµο προϊόν των πελατών, αποθήκες που ξεχείλιζαν από το προς βιοµηχανοποίηση εµπόρευµα…
Από παντού ξεπηδούσε η φωτιά και τίποτα δεν µπορούσε να συγκρατήσει την ορµή της.
Την επόµενη ηµέρα, η ανάσα και το βογγητό της σβησµένης πυρκαγιάς εξακολουθούσε να θρηνεί το τέλος µιας όµορφης εποχής.
Τώρα όλα είχαν γίνει γκρίζα στάχτη και τίποτα δε θύµιζε τις χαρούµενες ώρες δουλειάς των ανθρώπων που εργάζονταν σε αυτόν το χώρο, τα τραντάγµατα και τους θορύβους των µηχανηµάτων που είχαν απότοµα σιγήσει χωρίς να περιµένουν κάποιος να τα θυµηθεί αύριο και κάποιος να τα αναζητήσει και να «συνοµιλήσει» µαζί τους.
Ο νέος άνδρας που τόσα πολλά καλά είχε πετύχει στη ζωή και τόσους ανθρώπους είχε ευεργετήσει, τώρα µε το κεφάλι σκυφτό ανάµεσα στις δύο παλάµες του σκέφτεται το «αύριο». Ένα «αύριο» που το βλέπει να πλησιάζει απειλητικό και πολύ βιαστικό. Και αυτό ακριβώς έγινε.
Πέρασαν µόλις λίγες µέρες και έφτασαν στο µισογκρεµισµένο εργοστάσιο οι υπάλληλοι της τράπεζας που είχε χρηµατοδοτήσει ένα µέρος του δανείου για τις επενδύσεις που είχαν γίνει.
Στη συνέχεια, οι εργαζόµενοι ένας – ένας χτύπησαν την πόρτα του «αφεντικού» για να ρωτήσουν: « Τι θα κάνουν τώρα που είναι άνεργοι…».
Άλλοι ψυχροί κι αδιάφοροι για το κακό που ήρθε, επέµεναν ότι «σίγουρα θα δικαιούνται κάποια αποζηµίωση» και άλλοι έστειλαν δικηγόρους επιµένοντας να λάβουν πρώτοι και αµέσως την αξία των προϊόντων τους που βρίσκονταν στις αποθήκες του εργοστασίου και τώρα είχαν καταστραφεί. Και άλλοι… Και άλλοι αµέτρητοι… Πού βρέθηκαν τόσοι πολλοί; Πώς µπόρεσαν τόσο γρήγορα µε απαίσιο και περιφρονητικό τρόπο να ξεχάσουν τις αµέτρητες ευεργεσίες «του αφεντικού τους» και να σφίγγουν όλο και πιο πολύ τη θηλιά στο λαιµό αυτού του ανθρώπου, και σαν άγρια θηρία να ριχτούν για ν’ αρπάξουν ό,τι είχε αποµείνει από την περιουσία του;
Ήταν φανερό ότι δεν έτρεφαν γι’ αυτόν τίποτα από τα γνωστά προηγούµενα συναισθήµατα της αγάπης, της εκτίµησης και του σεβασµού.
Όλα αυτά είχαν εξαφανιστεί αφήνοντας πίσω εµµονή κι επιµονή ποιος από τους διεκδικητές θα πετύχει να «κουρσέψει» τα περισσότερα και τα καλύτερα από τα υπόλοιπα της καταστροφής.
Σίγουρα όταν ο άνθρωπος χάνει τη δύναµή του, τότε όλοι τον εκµεταλλεύονται.
Είδαµε στην αρχή τη γνωστή παροιµία: «∆ρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται» (Μένανδρος).
Είναι γνωστό ότι οι παροιµίες και οι λαϊκές ρήσεις αποτελούν ανεκτίµητο θησαυρό γνώσης και σοφίας. Είναι ο καθρέφτης του λαϊκού µας πνεύµατος, που αποτυπώνει την κοσµοθεωρία, τις αξίες και την καθηµερινότητα των προγόνων µας.
Γι’ αυτό είναι σηµαντικό να την µεταλαµπαδεύουµε στις επόµενες γενιές.









































































































