Γράφει η Ελένη Καραμπέτσου
Παρασκευή πρωί. Περιμένω στη στάση «Σικιαρίδειο» το τοπικό λεωφορείο «020» των 11.30 π.μ. Ευγενικός ο οδηγός της δημοτικής συγκοινωνίας σταματά αναμένοντας. Γνωρίζει τους επιβάτες με κινητικά προβλήματα. Το ψηλό σκαλοπάτι του οχήματος, που παρόμοιο σε ύψος δεν υπάρχει άλλο σε μέσα μαζικής μεταφοράς πλην των στρατιωτικών, προκαλεί την αδυναμία μου. Αφήνομαι στην καλοσύνη των ξένων. Ένας επιβάτης από μέσα σηκώνεται και με βοηθά δίνοντάς μου το χέρι του. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος ανάβασης! Τα καταφέρνω και τον ευχαριστώ. Μετράω 15 επιβάτες εκ των οποίων τρεις κρατάμε μπαστούνι.
Επόμενη στάση «Νεκροταφείο». Περιμένουν καμιά δεκαριά μαυροντυμένες κυρίες με την ίδια δυσκολία, αν κρίνουμε από την ηλικία τους. Δέχονται βοήθεια εκ των έσω. Καλοδεχούμενη θα ήταν βέβαια και η εκ των έξω, δηλαδή να ανεβούν υποβασταζόμενες από νεαρά άτομα, όμως τέτοια ώρα μόνο πενθούντες ηλικιωμένοι είναι στη στάση.
Κατεβαίνω στη λεωφόρο Κηφισιάς. Διασχίζω το πάρκο της Αγίας Λαύρας με κατεύθυνση το Δημαρχείο. Περνώ στο δεξιό πεζοδρόμιο της οδού Σαλαμίνος. Μικρές, μεγάλες, κούφιες λακκούβες με λάσπες και πέτρες χάσκουν επικίνδυνα, παγιδεύοντας τα μπαστούνια και τα άκρα των πεζών. Ρίζες δέντρων έχουν ξηλώσει το ρείθρο και τις πλάκες του πεζοδρομίου σπρώχνοντας κοτρώνες στην άκρη του δρόμου. Το απέναντι πεζοδρόμιο καλύτερο, κατειλημμένο όμως από παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Στον νου μου έρχεται ο μικρός κατηφορικός δρόμος, οδός Ρέας, που οδηγεί από τη στάση της λεωφόρου Κηφισιάς στο ΚΑΤ. Για να τον διαβείς πρέπει να κατεβείς τέσσερα σκαλοπάτια, να αγκαλιάσεις τους κορμούς των δένδρων σε ένα στενό πεζοδρόμιο, να παραμερίσεις ρίζες, πέτρες, ξεκολλημένες πλάκες και ρόδες αυτοκινήτων. Στο γωνιακό κράσπεδο του πεζοδρομίου, επί της οδού Νίκης, απέναντι από το ΚΑΤ, σωροί από κλαδεμένα κλωνάρια και κορμοί (ξυλεία δηλαδή για το τζάκι) φράσσουν τη διέλευση. Αλλά και το πεζοδρόμιο του Νοσοκομείου, δεν υστερεί σε ξηλώματα και παγίδες. Κάνω μια πονηρή σκέψη: Ίσως και να χρειάζονται τέτοια πεζοδρόμια για να εξασκούνται οι ειδικευόμενοι ορθοπεδικοί !
Ημέρα Τρίτη, πραγματοποιείται η λαϊκή αγορά έξω από το Νεκροταφείο του Αμαρουσίου. Η πρόσβαση και εδώ, προβληματική. Ο μονόδρομος της οδού Παλαμά, που ξεκινά από την οδό Πεντέλης δέχεται μεγάλη ροή αυτοκινήτων από αριστερά – δεξιά, Μελίσσια, Μαρούσι, χωρίς καμιά σήμανση ενώ ο δρόμος δεν διαθέτει δεξιό πεζοδρόμιο, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τους πεζούς. Καταλήγει δε στην οδό Μελισσίων, βόρεια του Κοιμητηρίου. Στη συμβολή από δεξιά δεν υπάρχει πεζοδρόμιο, γιατί το οικόπεδο είναι εκτός σχεδίου.
Αριστερά, η μάντρα του Νεκροταφείου με ένα ευρύχωρο πεζοδρόμιο, εκ πρώτης όψεως, πλην όμως απαγορευτικό για καρότσια και πεζούς, γιατί τη χωρητικότητά του καλύπτουν, κατά διαστήματα, μεγάλα τσιμεντένια παρτέρια, κατασκευάσματα μιας άλλης εποχής, πολύ απέχουσας των σημερινών προβλημάτων. Ο μεταξύ τους χώρος καταλαμβάνεται σήμερα από παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Μόνη λύση για τους κατοίκους αυτής της περιοχής είναι να σύρουν το καρότσι τους μέσα στον δρόμο, ερχόμενοι αντιμέτωποι με τα αυτοκίνητα της οδού Παλαμά.
Απογευματάκι και επιχειρώ να κατέβω την οδό Πεντέλης, με προορισμό το super market. Πέραν του πεζοδρομίου του σχολείου, τριπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα στο υποτιθέμενο πεζοδρόμιο του όμορου οικοπέδου, πρώην «Φυτόπολις», το οποίο είναι και αυτό εκτός σχεδίου πόλης. Πρέπει να βγω στη λεωφόρο, αντιμέτωπη με τα αυτοκίνητα που ανεβαίνουν. Ακριβώς εδώ, προ ετών, ένα μηχανάκι είχε τραυματίσει σοβαρά τον σύζυγό μου, στην προσπάθειά του να περάσει απέναντι.
Μελαγχολικά μόνο σκέπτομαι τη δυσκολία της επιστροφής, όταν τα αυτοκίνητα θα έρχονται πίσω μου. Βγαίνω με κάθε προφύλαξη. Περνώ στο πεζοδρόμιο του άλλου τετραγώνου. Μια μικρή συμπαθητική αγορά με οπτικά, ξυλαποθήκη, φυτώριο, κλειδαρά, φούρνο, ζαχαροπλαστείο, προποτζίδικο, φαρμακείο, super market… Ψωνίζω εφησυχασμένη και βγαίνω από το super market. Διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα πελατών έχουν καταλάβει στο μεταξύ τη γωνία των οδών Χλόης και Πεντέλης, απαγορεύοντας την πρόσβαση στο πεζοδρόμιο. Κάνω στροφή και γυρίζω από τις σκάλες. Κοιτάζω απέναντι το ψαράδικο. Πώς να περάσω, αφού δεν υπάρχει διάβαση; Θα πρέπει να ανηφορίσω μέχρι το φανάρι των πεζών στο Σικιαρίδειο. «Μια άλλη φορά» και μένω με τη λαχτάρα των θαλασσινών…
Νυχτώνει. Στρίβω στην οδό Παλαμά, προς το σπίτι μου. Περνώ στο αριστερό πεζοδρόμιο. Σκοτεινός ο δρόμος. Πατώ σε χωμάτινο πεζοδρόμιο με σπασμένα τσιμέντα, προεξέχουσες ρίζες, κομμένους μεταλλικούς σωλήνες μέσα στα άφυτα παρτέρια και στη γωνία λακκούβες με νερά. Περπατώ ανιχνεύοντας με το μπαστούνι, λες και ψάχνω για νάρκες. Δεν είναι αλήθεια; Έτσι τελειώνει η μέρα μιας δημότη. Μπορεί και να σας θυμίζει το βιβλίο: «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς» του Αλεξ. Σολτενίτσιν.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας «Joker» για να δείξει την εγκατάλειψη της ισπανόφωνης συνοικίας του Bronx της Νέας Υόρκης, τοποθετεί τον ψυχεδελικό ήρωά του να ανεβαίνει μια τεράστια σκοτεινή σκάλα για να πάει στο σπίτι του. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις! Δικαίως η ταπεινή αυτή σκάλα έγινε ο Νο 1 τουριστικός προορισμός της μεγαλούπολης! Ονειρεύομαι κι εγώ τα λεωφορεία των Βρυξελλών, το τελευταίο σκαλοπάτι των οποίων «κουμπώνει» στο ρείθρο του πεζοδρομίου, τις βοηθητικές χειρολαβές, τα κουδούνια δίπλα στις θέσεις, τις συχνές διαβάσεις και τις κοντινές στάσεις. Στην πατρίδα μου όλα αυτά απουσιάζουν ενώ τα περισσότερα θανατηφόρα ατυχήματα γίνονται μέσα στις πόλεις, με θύματα τους πεζούς ! Τυχαίο;
Η βελτίωση της προσβασιμότητας (mobility – mobilite) όλων των δημοτών αποτελεί μόνιμο στόχο και συνεχή επιδίωξη τόσο των κατοίκων των προηγμένων πόλεων όσο και των δημοτικών Αρχών, όχι μόνο γιατί η επίτευξή της είναι αλάνθαστο κοινωνικοπολιτιστικό κριτήριο του τόπου, αλλά και γιατί όλοι επιθυμούν την αναβάθμιση της καθημερινότητάς τους. Τα έχουν μάλιστα καταφέρει μια χαρά, αν κρίνουμε από τους εκατοντάδες ανθρώπους ΑμεΑ που κυκλοφορούν μόνοι τους στους δρόμους. Οι δικοί μας άνθρωποι με τα ίδια προβλήματα είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους.
Η προσπάθεια αυτή δεν απαιτεί μεγάλα χρηματικά ποσά αλλά κυρίως την ευαισθητοποίηση του πληθυσμού από τη σχολική ηλικία και τη βούληση των αρμοδίων με σχετική νομοθεσία και κατάλληλες υποδομές. Σοφός ο λαός μας συμπυκνώνει όλες τις παραμέτρους του προβλήματος στην παροιμία: «Εκεί που ήσουν ήμουνα κι εδώ που είμαι θα έρθεις».