‘Ερευνα – Κείμενο: Γιώργος Πάλλης επίκουρος καθηγητής ΕΚΠΑ
Tο (παλαιό) ημερολόγιο έγραφε Δευτέρα 24 Οκτωβρίου του 1922, όταν άφησε την τελευταία του πνοή στο Μαρούσι ένας από τους θεμελιωτές της νεοελληνικής πεζογραφίας, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας. Εδώ τον είχε φέρει η ασθένεια της φυματίωσης, από την οποία έπασχε, με την ελπίδα της ευεργετικής επίδρασης του φημισμένου τότε ξηρού και υγιεινού κλίματος της περιοχής. Παρόλο που στο παρελθόν ο Δήμος Αμαρουσίου έχει τιμήσει τον Καρκαβίτσα με την ίδρυση μιας χάλκινης προτομής που υπάρχει ακόμα στην πλατεία Αλέξανδρου Γαρδέλη, η επέτειος της εκατονταετίας από τον θάνατό του πέρασε απαρατήρητη – όπως εξάλλου οι άλλες δύο σημαντικές φετινές επέτειοι, των 150 χρόνων από τη γέννηση του Σπύρου Λούη και των 100 από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Στο παρόν σημείωμα παρουσιάζουμε μερικά στοιχεία σχετικά με τη διαμονή του συγγραφέα εδώ και τον θάνατό του, όπως καταγράφηκε στον Τύπο της εποχής, καθώς και ένα παλαιότερο σχόλιό του για τον Σπύρο Λούη.
Τα χρόνια της ζωής του Καρκαβίτσα στο Μαρούσι
Γεννημένος το 1865 στα Λεχαινά της Ηλείας, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας ακολούθησε δύο παράλληλες σταδιοδρομίες, του στρατιωτικού γιατρού και του συγγραφέα. Στα Γράμματα εμφανίστηκε το 1885 και μέσα στα επόμενα είκοσι χρόνια έγραψε και δημοσίευσε τα σημαντικότερα έργα του, που θεωρούνται σήμερα κλασικά, όπως τα Λόγια της πλώρης, τον Ζητιάνο και τον Αρχαιολόγο. Ήταν μαχητικός υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας, ενώ αναμείχθηκε ενεργά και στην πολιτική.
Το 1916, κατά τον Εθνικό Διχασμό, ο Καρκαβίτσας αρνήθηκε να υπηρετήσει την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης την οποία είχε εγκαθιδρύσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος και γι’ αυτόν τον λόγο φυλακίστηκε, εξορίστηκε και αποτάχθηκε από τον στρατό. Στη διάρκεια της φυλάκισής του προσβλήθηκε από φυματίωση, η οποία έμελλε να του στοιχίσει τη ζωή λίγα χρόνια αργότερα. Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920 και την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου, επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία ως αρχίατρος, αλλά η υγεία του ήταν ήδη σοβαρά κλονισμένη.
Δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε τον ακριβή χρόνο εγκατάστασης του Καρκαβίτσα στο Μαρούσι. Στα Άπαντά του, αναφέρεται το διάστημα 1918-1919, μετά από νοσηλεία του σε σανατόριο της Πεντέλης. Η “Νέα Εστία” αναφέρει το 1918, το έτος που γνωρίστηκε και συνδέθηκε με τη Δέσποινα Σωτηρίου, με την οποία εγκαταστάθηκαν εδώ. Ο συγγραφέας δεν είχε παντρευτεί και δεν είχε οικογένεια. Στη διαθήκη που συνέταξε στο Μαρούσι έξι μέρες πριν από τον θάνατό του, άφησε στη Δέσποινα Σωτηρίου -η οποία τον φρόντισε μέχρι τέλους- τις εισπράξεις από τα δικαιώματα των βιβλίων του και τις καθυστερούμενες συντάξεις του.
Ο Καρκαβίτσας είχε περίπου από το 1910 πάψει να δημοσιεύει νέα λογοτεχνικά έργα, ωστόσο κατά την παραμονή του στο Μαρούσι εργάστηκε για τη σύνταξη σχολικών αναγνωστικών, παράλληλα με τα καθήκοντά του στον στρατό. Στην Αθήνα συνέχιζε να έρχεται σε επαφή με ομοτέχνους του και άλλους ανθρώπους των Γραμμάτων.

Ο θάνατος και η ταφή του
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας πέθανε στις 24 Οκτωβρίου 1922, δεκαπέντε ημέρες μετά τον θάνατο του πατέρα του στα Λεχαινά και δύο περίπου μήνες μετά την κατάρρευση του μετώπου στη Μικρά Ασία και την Καταστροφή. Το κλίμα στην Αθήνα ήταν βαρύτατο, με χιλιάδες προσφύγων να καταφθάνουν στην πόλη, με τους διωγμούς των Ελλήνων να συνεχίζονται στα τουρκικά εδάφη, με τις διαπραγματεύσεις για τη συνθηκολόγηση να βρίσκονται σε αδιέξοδο και την επαναστατική κυβέρνηση να λαμβάνει σκληρά μέτρα για να ελέγξει την κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο θάνατος του λογοτέχνη πέρασε απαρατήρητος και έγινε γνωστός στον Τύπο την επομένη, με τη δημοσίευση του σχετικού αγγελτηρίου σε μερικές αθηναϊκές εφημερίδες. Το κείμενο ανέφερε ως μόνη ιδιότητα του νεκρού τον στρατιωτικό τίτλο «Γενικός Αρχίατρος», κάτι το οποίο σχολιάστηκε κατόπιν πικρόχολα από τους θαυμαστές του λογοτεχνικού του έργου. Επρόκειτο, πιθανώς, για επιλογή της οικογένειάς του. Ο τόπος τέλεσης της νεκρώσιμης ακολουθίας και ταφής ήταν «εν Αμαρουσίω, εκ του ιερού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εις το εκεί νεκροταφείον».
Δύο ημέρες αργότερα, δημοσιεύτηκαν ορισμένα κείμενα που αναφέρονταν στην κηδεία του συγγραφέα, η οποία υπήρξε πολύ απλή και συγκέντρωσε ελάχιστους πενθούντες. «Μία συνοδεία από συγγενείς, ολίγους φίλους, ελαχίστους ανθρώπους των γραμμάτων και ολίγους χωρικούς», γράφει το “Σκρίπ”, «ηκολούθησε χθες μέσα από τους δρομίσκους του Μαρουσιού, όπου εσείοντο εις τον άνεμον τα πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα, τον νεκρόν του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Εκεί, σε μιαν άκρη του γραφικού αττικού χωρίου, έσβυσεν αθόρυβα όπως έζησε ο κορυφαίος των Ελλήνων διηγηματογράφων, μεταξύ των χωρικών, των απλοϊκών ανθρώπων, που τόσο τους είχεν αγαπήσει η απλή και μεγάλη και φλογερή ψυχή του».
Ο Καρκαβίτσας ενταφιάστηκε στο νέο -τότε- κοιμητήριο της Κοινότητας Αμαρουσίου, στον Άγιο Γεώργιο. Το 1927 τα οστά του μεταφέρθηκαν στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Λεχαινά της Ηλείας. Η γενέτειρά του τίμησε εφέτος τη μνήμη του με ένα μεγάλο διεθνές συνέδριο, το οποίο εμβάθυνε στην προσωπικότητα και το έργο του. Τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα του Καρκαβίτσα εξακολουθούν να διαβάζονται, να γοητεύουν και να καρποφορούν, παρά την υπεραιωνόβια πλέον ηλικία τους.

Ο Καρκαβίτσας και ο Λούης
Στα χρόνια της διαμονής του στο Μαρούσι, ο Καρκαβίτσας θα είχε οπωσδήποτε διασταυρωθεί με τον Σπύρο Λούη, τον θρυλικό νικητή του μαραθωνίου δρόμου στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες της σύγχρονης εποχής. Αρκετά χρόνια πιο πριν, το 1896, ενόσω διαρκούσε ο θρίαμβος του Μαρουσιώτη χωρικού, ο συγγραφέας είχε δημοσιεύσει ένα σκληρό άρθρο με τίτλο «Νέο σύμβολο», στο οποίο επέκρινε με σφοδρότητα τη φρενίτιδα του ενθουσιασμού για τη νίκη του Λούη, ως δείγμα της ανωριμότητας και της έλλειψης ουσιαστικής προόδου του ελληνικού λαού. Το κείμενο αυτό, το οποίο έχει σχολιάσει πρόσφατα ο επίκουρος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Λάμπρος Βαρελάς, δημοσιεύθηκε στην “Εστία” της 6ης Απριλίου 1896. Aξίζει να μεταφέρουμε μερικά αποσπάσματα της οξύτατης κριτικής του.
«Για το ποδάρι (εννοεί τα πόδια του δρομέα Λούη) ο λίβανος και η σμύρνα. Για το ποδάρι όλες οι δόξες και όλες οι τιμές. Το ποδάρι σύμβολο πίστεως, σύμβολο ελπίδας, σύμβολο νίκης. Σύμβολο τρόμος των εχθρών και αγαλλίασις των φίλων».
Ο Καρκαβίτσας αναρωτιέται αν ο βασιλιάς, που κάλεσε τους ξένους αθλητές να μεταφέρουν στις πατρίδες τους την πρόοδο της Ελλάδας, εννοούσε αυτό το σύμβολο, και πώς ένας λαός που υπερηφανεύεται για την αρχαία του δόξα και μετρά ελεύθερη ζωή 80 χρόνων, «εκατάντησε σε τόση πρόοδο ώστε να διεκδικεί τα σύμβολα και τα ένστικτα των αγρίων λαών της Αφρικής».
Για τον Καρκαβίτσα, η σωματική δύναμη και η αθλητική νίκη είναι κάτι το βάναυσο: «Τη γοργότητα των ποδιών και τη βάναυση ρώμη, τον βαρύν όγκο των σαρκών και τα πηχιαία κόκκαλα μόνον ο πρωτόγονος και βάναυσος άνθρωπος εδόξασε κ’ εθεοποίησε. Μόνον εκείνου που ο αδρανής και απολιθωμένος ακόμη νους, δεν είνε ικανός να κεντηθή από άλλες λεπτώτερες εντυπώσεις, να δεχθή άλλες, υψηλότερες εκπλήξεις, εκπλήττεται εμπρός στο βάναυσο και το χυδαίο κ’ εκείνο ανακηρύττει ιδανικό του και σύμβολο».
Και συνεχίζει: «Άρα ο ελληνικός λαός, τόσο ξετρελλαμένος τόρα για τη νίκη του Μαρουσιώτη Μαραθωνοδρόμου, τόσα καίοντας στα ποδάρια του θυμιάματα και τόσο πιστεύοντας μ’ εκείνα να καταπλήξη τον κόσμο, δεν μαρτυρεί άλλο παρά πως ένδοξα επέρασε στο βρεφικό του στάδιο. Στα ποδάρια ακόμη βρίσκεται, στα ποδάρια! Η εξωτερική του όψις, τα φορέματά του, οι τρόποι του, οι τέχνες και οι επιστήμες, οι τίτλοι και τ’ αξιώματα, όλα κάθοντ’ επάνω του πρόσθετα και ξένα, χωρίς να έχουν καμμία σχέσι, χωρίς να φέρνουν καμμία ενέργεια στον εσωτερικόν άνθρωπο, στο μαλλιαρό και αναίσθητο χτήνος».
Λίγοι ήταν εκείνοι, κατά τον Καρκαβίτσα, οι οποίοι δεν παρασύρθηκαν από αυτή τη ζάλη: «Ώστε οι δύο τρεις κραυγές που ακούσθηκαν μέσα στον τρελλό θόρυβον απελπισμένες κ’ ήθελαν να κοπάσουν τον θόρυβον αυτόν, δεν εσκέφθηκαν φαίνεται καθόλου τον σιδηρένιο νόμο της εξελίξεως. Επροτιμούσαν φαίνεται να ιδούν τον ελληνικό λαό να χαιρετίζη τη βάναυσην ύλη αλλά και να προσκυνή το πνεύμα και το αίσθημα. Αυτά όμως είνε υψηλά ένστικτα και προϋποθέτουν λαό που ακολούθησεν όλα της εξελίξεως τα στάδια. Ο ελληνικός λαός όμως, μόνος του ετρανολάλησε τόρα με τους άρχοντάς του και με τους προύχοντάς του, ότι βρίσκεται ακόμη στο πρώτο του στάδιο. Σύμβολό του έκαμε τα ποδάρια. Αργότερα, μετά αιώνας αιώνων αν ζήση, ακολουθόντας τον φυσικό και απαράβατο νόμο, θα φτάση και στην καρδία και στο κεφάλι ακόμη. Και τότε θα δοξάση το πνεύμα. Ας χαρή τόρα το νέο του σύμβολο!»