Γράφει ο Γιώργος Ανδρουτσόπουλος
Tις ώρες έντασης και… αγωνίας που πέρασε στη Γενεύη ο Γεώργιος Μαύρος από την επομένη κιόλας της ορκωμοσίας του ως νέος υπουργός Εξωτερικών της Κυβέρνησης Εθνικής Σωτηρίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, δεν βρέθηκε κανένας μέχρι τώρα να επισημάνει. Κι αυτό, γιατί στη Γενεύη ο Γεώργιος Μαύρος έδινε τιτάνιες «μάχες» σε μια Διάσκεψη, που ξεκίνησε πέντε ημέρες μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, αλλά και τέσσερις ημέρες μετά την έγκριση του Ψηφίσματος 353/74 του ΟΗΕ, αντιμετωπίζοντας την αδιαλλαξία του Τούρκου ομολόγου του Τουράν Γκιουνές, υπό το «βλέμμα» του Βρετανού ομολόγου τους Τζέημς Κάλαχαν, ο οποίος «δρούσε» στο πλαίσιο των «σχεδίων» του τότε Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσιγκερ.
Μια Διάσκεψη, που ξεκίνησε στις 25 Ιουλίου, για να τελειώσει τόσο άδοξα έξι ημέρες αργότερα, αφού πρώτα μεσολάβησε, στις 28 Ιουλίου, ένα κείμενο από πλευράς Τουρκίας ολότελα της… πλάκας, το οποίο και αρνήθηκε να το δεχτεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αφού δεν υπήρχε σ’ αυτό κανένας όρος για αποχώρηση τουρκικών δυνάμεων από την Κύπρο. Κι ήταν, σαφώς, πολύ δύσκολο το έργο του Γεώργιου Μαύρου, σ’ αυτή την τριμερή Διάσκεψη, καθώς δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τις παλινδρομήσεις και την αδιαλλαξία της τουρκικής πλευράς, διά στόματος του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Τουράν Γκιουνές, κάνοντας ακόμη και τον φλεγματικό Βρετανό ομόλογό τους Τζέημς Κάλαχαν να «βγει από τα ρούχα του» πολλές φορές, αλλά είχε ν’ αντιμετωπίσει και τα περίεργα τεχνάσματα των Αμερικανών και τη φαινομενική αδιαφορία των Σοβιετικών, σ’ ένα «νεκρό» περιβάλλον από πλευράς των άλλων Ευρωπαίων.
Γιατί, ενώ εκείνες τις ημέρες που οι Μαύρος, Κάλαχαν και Γκιουνές «κονταροχτυπιούνταν» στη Γενεύη για να βρουν μιαν άκρη σε κοινά σημεία, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον, που στις 9 Αυγούστου παρέδωσε την προεδρία στον μέχρι τότε αντιπρόεδρό του Τζέραλντ Ράντολφ Φορντ, του έπινε καφεδάκι με τον Τούρκο πρωθυπουργό Μπουλέντ Ετσεβίτ, ο Σοβιετικός αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Βίκτωρ Μίνιν, έκοβε βόλτες στην ελβετική αυτή πόλη σφυρίζοντας αδιάφορα, για να εμφανιστεί ξαφνικά στις 31 Ιουλίου και να ζητήσει μια νέα προσφυγή του θέματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, δίνοντας έτσι νέο χρόνο στους Τούρκους για νέες παραβιάσεις της αρχικής κατάπαυσης του πυρός!
Και πέρα από κάθε σχόλιο που θα μπορούσε, ενδεχόμενα, να γίνει σήμερα κάτω από τις όποιες νέες ερμηνείες εκείνων των γεγονότων, σ’ εκείνο που θα έμενε σταθερός ο οποιοσδήποτε μελετητής θα ήταν ότι, αν η Σοβιετική Ένωση εκδήλωνε από την πρώτη στιγμή την αντίθεσή της, οι Τούρκοι δεν θα είχαν τολμήσει να εισβάλουν στην Κύπρο. Γιατί, όπως εξελίχθηκαν τότε τα πράγματα σε διπλωματικό επίπεδο, ακόμη και σήμερα θα δικαιώναμε τον Γεώργιο Μαύρο που είπε στον Σοβιετικό πρέσβη την Αθήνα, Ιγκόρ Γιέζωφ, ότι «εσείς οι Σοβιετικοί με τη στάση σας εξυπηρετήσατε μάλλον τις τουρκικές θέσεις». Και τότε ο Γιέζωφ είχε καταπιεί τη γλώσσα του και μαζί μ’ αυτήν και την υπεροψία που τον διακατείχε.
Γιατί, πραγματικά, ο ρόλος της Σοβιετικής Ένωσης εκείνη την εποχή ήταν πολύ περίεργος. Από τη μια, έλεγε πως επιθυμούσε την ειρήνη στην περιοχή, από την άλλη, καλόβλεπε μια σύρραξη, όπως στην πορεία εξελίχθηκε η κυπριακή κρίση, στους κόλπους του ΝΑΤΟ, αφού θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει, προκειμένου να υπονομεύσει τη συνοχή της Ατλαντικής Συμμαχίας, ως «κόκκινο πανί» για την εφαρμογή της «σιδηράς πειθαρχίας» στα μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Πρόσθετα, μάλιστα, που, όπως αποδείχτηκε με τα χρόνια, η κυπριακή κρίση αποτέλεσε και τη μεγαλύτερη αναταραχή στις τάξεις του ΝΑΤΟ και μάλιστα στο αποκορύφωμα του «Ψυχρού Πολέμου» μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας.
Ωστόσο, η σοβιετική διπλωματία είχε φροντίσει να κρατήσει ένα ρόλο περισσότερο «πονηρό» απ’ όσο χρησιμοποιούσε συνήθως. Άφησε στον κόσμο να εννοηθεί, ιδιαίτερα στην Ελλάδα και την Κύπρο, ότι για όλα φταίνε οι Αμερικάνοι, ενώ εκείνοι ήσαν αυτοί που επιθυμούσαν διακαώς την «εύνοια» της Τουρκίας, αφού στις καλές σχέσεις των δύο χωρών στήριζαν την ευκαιρία να βγαίνει μέρος του στόλου της στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο γενικότερα. Γιατί τότε τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι είναι σήμερα στο διεθνές στερέωμα!
Έτσι, οι Σοβιετικοί, όπως και όλοι οι «ανατολικοί» τότε, ήσαν πολύ πιο προσεχτικοί από τους «δυτικούς» που τους «έτρωγε» η υπεροψία της … δύναμης! Έστω και της δήθεν. Για παράδειγμα, από την πρώτη κιόλας ημέρα του πραξικοπήματος Ιωαννίδη – Σαμψών κατά του Μακαρίου, η σοβιετική κυβέρνηση έκανε διάβημα προς την ελληνική, καθιστώντας σαφές ότι δεν θα επέτρεπε «την επικράτηση αυτής της επικίνδυνης εξέλιξης στην Κύπρο και σε μια περιοχή που βρίσκεται κοντά στα σύνορά της», καθώς «το αντικυβερνητικό πραξικόπημα στην Κύπρο, για το οποίο ευθύνεται ο ελληνικός στρατός, θεωρείται από τη Σοβιετική Ένωση ως ανοιχτή παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και των γενικά αποδεκτών κανόνων του Διεθνούς Δικαίου»! Και ποιος ήταν τότε σε θέση «πραγματικής» ισχύος να πει στους Σοβιετικούς να είναι πιο προσεχτικοί στις διατυπώσεις τους, αφού ήσαν και οι πρώτοι διδάξαντες αυτού του είδους των παραβιάσεων; Ή και ποιός ήταν τότε σε θέση να τους πει μέχρι πού είναι τα σύνορά τους;
Πάντως, αν και τότε δεν είχε σαφώς διαφανεί ο περίεργος ρόλος της Μόσχας, όπως σήμερα μπορούμε ανεπιφύλακτα να το τεκμηριώσουμε, εντούτοις, είχε γίνει γνωστό ότι πέντε ημέρες πριν την εισβολή, στις 15 Ιουλίου 1974, ο σοβιετικός πρέσβης στην Άγκυρα Βασίλι Γκρουμπιάκοβ είχε συνάντηση με τον πρόεδρο της Τουρκίας Φαχρί Κορούτουρκ, τον οποίο και πληροφόρησε ότι «η Μόσχα είναι έτοιμη να συνεργαστεί με την Άγκυρα για την υποστήριξη της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου», δηλώνοντας την ίδια ημέρα στον Τύπο πως «η Σοβιετική Ένωση υποστηρίζει αυτούς που αγωνίζονται ενάντια στους πραξικοπηματίες»!
Μάλιστα, αξίζει να επισημανθεί ότι το απόγευμα της ίδιας ημέρας (15 Ιουλίου 1974) ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης Λέονιντ Μπρέσνιεφ, απέστειλε σχετική επιστολή προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον, υπενθυμίζοντάς του πως «υπάρχει κατανόηση της Σοβιετικής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων χωρών -συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας- ότι τα συμφέροντα του κυπριακού λαού και η ηρεμία της περιοχής εξυπηρετούνται με τη διατήρηση της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της Κύπρου». Κι ήταν ακριβώς αυτό που έσπρωξε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να προσφύγει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ καταγγέλλοντας ευθέως την Ελλάδα για «εισβολή» στην Κύπρο, αξιώνοντας την αποπομπή των 250 περίπου Ελλήνων αξιωματικών από τη Μεγαλόνησο, αφήνοντας έτσι όλη τη Μεγαλόνησο σχεδόν «ανοχύρωτη»! Και τόσο μένος τον διακατείχε σε βάρος των Ελλήνων, ώστε προσπαθούσε εναγωνίως, βρισκόμενος σε «ευθεία γραμμή» με τη Μόσχα, την καταδίκη της Ελλάδος, οπότε και δεν του έμεινε μυαλό να προσέξει πως οι «συμπαραστάτες» του «δούλευαν» υπέρ της Τουρκίας στο να βρει τον κατάλληλο χρόνο για να εισβάλει στην Κύπρο.
Και τον βρήκε λίγες μόνον ώρες μετά τη συζήτηση που είχε ξεκινήσει στη Νέα Υόρκη στις 15:30 (αλλά 22:30 ώρα Ελλάδας!) της 19ης Ιουλίου, παρουσία μάλιστα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, για την καταδίκη της ελληνικής «εισβολής», όπως χαρακτήριζαν οι Σοβιετικοί το πραξικόπημα Σαμψών, στην Κύπρο, αλλά ταυτόχρονα έδιναν το «πράσινο φως» στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις να εισβάλουν στη Μεγαλόνησο οκτώ σχεδόν ώρες αργότερα. Και τα ξημερώματα της 20ης Ιουλίου 1974, την ώρα που οι τουρκικές δυνάμεις αποβιβαζόντουσαν στην Κύπρο, ο πρέσβης της Τουρκίας στη Μόσχα Ιλτέρ Τουρκμέν, συναντούσε τον Σοβιετικό υπουργό Εξωτερικών Αντρέι Γκρομίκο, ο οποίος ευθαρσώς και δέχτηκε την αιτιολόγηση της τουρκικής εισβολής στο νησί, καθώς ο Σοβιετικός αξιωματούχος ξεκαθάριζε στον Τούρκο πρέσβη ότι «το ελληνικό πραξικόπημα ισοδυναμούσε με ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα», κάτι που δεν θα επέτρεπε με τίποτα η Μόσχα, γι’ αυτό και μόνο «υποστηρίζει την τουρκική εισβολή»!
Μάλιστα, το σοβιετικό πρακτορείο ειδήσεων TASS μετέδωσε τις δηλώσεις του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντεκτάς ότι «οι τουρκικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Κύπρο για να πολεμήσουν ενάντια στη χούντα κι όχι ενάντια στους Ελληνοκύπριους», δίνοντας αφορμή στον Αμερικανό πρέσβη στη Μόσχα Ουόλτερ Στέσελ, να τηλεγραφήσει στην Ουάσιγκτον, λέγοντας ότι «οι Σοβιετικοί μπορεί να έχουν ενημερωθεί εκ των προτέρων» για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Κάπως έτσι εξηγείται και η στάση της Μόσχας και στο αμερικανικό σχέδιο ψηφίσματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για κατάπαυση του πυρός και έναρξη τριμερούς διαβούλευσης των τριών εγγυητριών δυνάμεων, θέτοντας βέτο, επιμένοντας σε ψήφισμα κατά του πραξικοπήματος Σαμψών, την ώρα που ο τουρκικός «Αττίλας» είχε σχηματίσει ικανά προγεφυρώματα στο κυπριακό έδαφος.
Για τον ίδιο λόγο εξηγείται και γιατί, υπό την πίεση της σοβιετικής αντιπροσωπείας, εγκρίθηκε ένα προσχέδιο κατά του πραξικοπήματος Σαμψών με μία και μόνη προσθήκη για κατάπαυση του πυρός, ενώ απαιτείτο μετ’ επιτάσεως η αποχώρηση των Ελλήνων αξιωματικών από την Κύπρο, χωρίς καμιά αναφορά στα τουρκικά στρατεύματα, υπό τη σύμφωνη γνώμη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, όπως, τουλάχιστον, ομολογούσε ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Κύπρου στον ΟΗΕ, γεγονός που καταγράφει και στο σχετικό του τηλεγράφημα προς την Ουάσιγκτον και ο μόνιμος αντιπρόσωπος των ΗΠΑ. Αξίζει, μάλιστα, να επισημάνουμε ότι ο μόνιμος αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έγραφε ότι «δεν υπήρχε από καμιά αντιπροσωπεία, εκτός αυτής των ΗΠΑ, η πρόθεση για αποχή ή καταψήφιση του προσχεδίου της 19ης Ιουλίου, του οποίου η φρασεολογία για την απόσυρση στρατευμάτων απευθυνόταν ειδικά στους Έλληνες, παρά το γεγονός ότι το προσχέδιο αυτό ήταν χρονικά ξεπερασμένο, λόγω της τουρκικής επέμβασης»! Αλλά κι όταν εγκρίθηκε το Ψήφισμα 353 της 20ής Ιουλίου 1974, οι Σοβιετικοί επέμεναν ότι η σχετική αναφορά για αποχώρηση «ξένου στρατιωτικού προσωπικού» παρέπεμπε αποκλειστικά «στους Έλληνες αξιωματικούς, των οποίων η κατάφορη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Κύπρου, με οδηγίες από την Αθήνα, είναι η πρωταρχική αιτία της σημερινής κρίσης»!
Έτσι, στην ουσία, εξηγείται και το γιατί εννιά ημέρες αργότερα, στις 29 Ιουλίου 1974, η Μόσχα έκανε έντονο διάβημα προς την Αθήνα για τη μη εφαρμογή του Ψηφίσματος 353/74 και ο Σοβιετικός πρέσβης επισκέφτηκε τον γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών Άγγελο Βλάχο, υπογραμμίζοντας την αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων, επιμένοντας ότι «οι τουρκικές δυνάμεις δεν περιλαμβάνονται στον ορισμό των ξένων δυνάμεων», προσπαθώντας έτσι να κάμψει τη βεβαιότητα του Βλάχου για το αντίθετο. Αυτός ήταν, βασικά, ο λόγος που οι Τούρκοι είχαν πάρει αέρα! Κι όσο ο Γεώργιος Μαύρος φώναζε όλες τις ημέρες της Διάσκεψης της Γενεύης προς τον Τουράν Γκιουνές -και το έβλεπε καθαρά κι ο Τζέημς Κάλαχαν- ότι οι Τούρκοι συνεχίζουν απτόητοι τις παραβιάσεις της εκεχειρίας, προσπαθώντας να διευρύνουν το προγεφύρωμά τους στη Μεγαλόνησο, οι Σοβιετικοί ζητούσαν προσφυγή στα Ηνωμένα Έθνη για… κουβέντες. Μόνο που το αποτέλεσμα δικαίωσε τον Γεώργιο Μαύρο, καθώς, από τις 22 και μέχρι τις 30 Ιουλίου, οι Τούρκοι, εν μέσω… εκεχειρίας, είχαν καταλάβει 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα κυπριακού εδάφους και είχαν μεταφέρει στο νησί 20.000 άνδρες και 110 άρματα μάχης, οι Αμερικανοί έπιναν… καφέ κι οι Σοβιετικοί ρουφούσαν… ναργιλέ!
Αποτέλεσμα; Όταν, στις 30 Ιουλίου 1974, στη Γενεύη, συντάχτηκε, τελικά, μια «Δήλωση», απόρροια των διεργασιών της τριμερούς αντιπροσωπείας, η οποία καθόριζε τη διατήρηση της εκεχειρίας, την άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και την επάνοδο στην προηγούμενη συνταγματική τάξη, δηλαδή την επιστροφή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ο Τουράν Γκιουνές δήλωνε απερίφραστα πως «η Τουρκία δεν αισθάνεται δεσμευμένη από τη Δήλωση της Γενεύης», την οποία, φυσικά, μισή ώρα πριν, ο ίδιος είχε συνυπογράψει! Έτσι, με την Ελλάδα να προσπαθεί να βγει από τον λάκκο με την κινούμενη άμμο, στην οποία την είχε παραχώσει η δικτατορία των «Απριλιανών», αλλά και χρόνο με τον χρόνο την κατάπινε, ώστε ν’ αναπνεύσει καθαρό αέρα ξανά, αλλά με την πίεση της αδιαλλαξίας των Τούρκων, που ενισχυόταν από την… ελαφράδα των Αμερικανών, τη δολιότητα των Βρετανών, τη σκοπιμότητα των Σοβιετικών και μιας Ευρώπης αδύναμης έστω και να καταλάβει απλώς τότε το τι παιζόταν στο ανατολικό άκρο της Μεσογείου, δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο, μέσα σε δυο βδομάδες μετά τη Δήλωση της Γενεύης, οι Τούρκοι να επεκτείνουν την κατοχή τους στην Κύπρο κατά 30 τετραγωνικά χιλιόμετρα και να επιβιβάσουν στη Μεγαλόνησο άλλους 10.000 στρατιώτες με 40 άρματα μάχης επιπλέον και 100 πυροβόλα μέσου και μεγάλου βεληνεκούς, παγιώνοντας με το «Αττίλας 2» την καταπάτησή τους σε κυπριακά εδάφη.