Γράφει η
Δρ Στέλλα Μουζακιώτου
Ιστορικός Τέχνης
Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο & Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Επιμελήτρια Εκθέσεων

Χρονικά, τοποθετούμαστε στη δεκαετία του ’30 στο Βερολίνο, όταν έχει ήδη διεισδύσει και δηλητηριάσει ο ολοκληρωτισμός την καθημερινή ζωή όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων. Στη σύντομη ζωή της, η ζωγράφος Σαρλότ Σαλομόν (1917-1943), πρόλαβε να ζωγραφίσει πάνω από 1.700 έργα, ενώ έγινε γνωστή παγκοσμίως από μία σειρά 700 σκίτσων με τίτλο «Ζωή; ή Θέατρο;». Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα γοητευτικό νεωτερικό έργο το οποίο αποτελεί, ταυτόχρονα, ένα είδος αυτοβιογραφίας – αυτογνωσίας της Εβραίας γυναίκας και ζωγράφου την περίοδο της ναζιστικής Γερμανίας.
Η Σαλομόν (εικ. 1) προερχόταν από μια εύπορη οικογένεια του Βερολίνου. Ο πατέρας της, Albert Salomon, ήταν χειρουργός και η μητέρα της, ευαίσθητη και ταραγμένη, αυτοκτόνησε όταν η Σαρλότ ήταν οκτώ ή εννέα, αν και την άφησαν να πιστεύει ότι η μητέρα της πέθανε από γρίπη. Ήταν μόλις δεκαέξι ετών όταν οι Ναζί ήρθαν στην εξουσία το 1933. Η Σαρλότ ήταν ταλαντούχα ζωγράφος και κατάφερε να ξεχωρίσει από πολύ μικρή για το ιδιαίτερο ταλέντο της. Σε μια εποχή που τα γερμανικά πανεπιστήμια περιόριζαν την εβραϊκή ποσόστωση φοιτητών στο 1,5% του φοιτητικού σώματος (υπό την προϋπόθεση ότι ο πατέρας τους είχε υπηρετήσει στην πρώτη γραμμή στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο), η Σαλομόν αρχίζει να φοιτά το 1936 στη διάσημη κρατική Ακαδημία Τέχνης του Βερολίνου, όπου σπούδασε ζωγραφική για δύο χρόνια. Εκεί βραβεύεται, αλλά από το καλοκαίρι του 1938 η αντισημιτική πολιτική του Χίτλερ οδηγεί στη Νύχτα των Κρυστάλλων -την οποία αποδίδει και ζωγραφικά (εικ. 2)– όπου η ζωή της, όπως και των συμπολιτών της, αλλάζει όταν συλλαμβάνεται ο πατέρας της και οδηγείται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Sachsenhausen.

Έτσι, η Σαρλότ στάλθηκε στα νότια της Γαλλίας για να ζήσει με τους παππούδες της, σε ένα εξοχικό σπίτι ενός πλούσιου Αμερικανού (Ottilie Moore), ο οποίος προσέφερε καταφύγιο σε πολλά παιδιά Εβραίων. Εκεί, ο παππούς της τής αποκάλυψε την αλήθεια για την αυτοκτονία της μητέρας της, καθώς και τις αυτοκτονίες της θείας της, της γιαγιάς της, του μεγάλου θείου της και του ανιψιού της γιαγιάς της. Η σκληρή πραγματικότητα, σε συνδυασμό με υπαινιγμούς της ίδιας για σεξουαλική κακοποίηση από τον παππού της, της δημιούργησε νευρολογικές διαταραχές που την οδήγησαν να ζητήσει διέξοδο στη ζωγραφική «…Θα δημιουργήσω μια ιστορία για να μη χάσω το μυαλό μου», έλεγε με τραγικότητα…
Το ζωγραφικό έργο της Σαρλότ (εικ. 3) συνοδεύεται με 35 σελίδες εξομολογητικής επιστολής στον πρώην εραστή της Alfred Wolfsohn, ο οποίος όμως, δεν έλαβε ποτέ την επιστολή. Το 1943, καθώς οι Ναζί ενέτειναν την αναζήτησή τους για Εβραίους που ζούσαν στη Νότια Γαλλία, η Σαλομόν παρέδωσε το έργο της σε έναν τοπικό γιατρό (Villefranche) τον οποίο γνώριζε, ζητώντας του να το παραδώσει στον Γερμανοαμερικανό εκατομμυριούχο που είχε τη βίλα που κρυβόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Έγραψε το όνομά του (Ottilie Moore), στην κεφαλίδα του κειμένου της, και είπε στο γιατρό: «Κρατήστε αυτό ασφαλές, είναι όλη μου η ζωή». Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943, η Σαρλότ είχε παντρευτεί έναν άλλο Γερμανοεβραίο πρόσφυγα, τον Alexander Nagler. Οι δυο τους σύρθηκαν από το σπίτι τους και μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς από τη Νίκαια σε ναζιστικό «κέντρο» στο Drancy κοντά στο Παρίσι. Μέχρι τότε, η Σαρλότ ήταν πέντε μηνών έγκυος. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς στις 7 Οκτωβρίου 1943, και πιθανώς θανατώθηκε σε θάλαμο αερίων την ίδια ημέρα που έφτασε εκεί, μόλις στα 26 της χρόνια. Ο Alexander Nagler πέθανε από εξάντληση στο ίδιο στρατόπεδο λίγο αργότερα.
Το έργο της Σάλομον είναι ένα βαθύτατα συγκινητικό και προσωπικό αριστούργημα. Οι τελευταίες λέξεις του επιλόγου της έχουν ως εξής: «….Και με όνειρα ξύπνησαν τα μάτια, είδαν όλη την ομορφιά γύρω τους, είδαν τη θάλασσα, ένιωσαν τον ήλιο και ήξεραν ότι έπρεπε να εξαφανιστούν για λίγο από την ανθρώπινη επιφάνεια και να κάνουν κάθε θυσία για να δημιουργήσουν τον κόσμο εκ νέου από τα βάθη.
Και από αυτό ήρθε «η ζωή ή το θέατρο;»