Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης: Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλόλογων
Όλοι μαζί στο τζάκι τώρα ελάτε, ψωμί με λαδορίγανη ψήστε το για να φάτε˙ φέρτε αποκούμπια (=σκαμνιά) ολόγυρα στο γιούκο είναι η φλοκάτη˙ στα πόδια μου ρίχτε τη θα πω στα ‘γγόνια μου σπολλάτι (=εις πολλά έτη)˙ λόγια απ’τα χρόνια τα παλιά.
Κόκκινη κλωστή δεμένη
στην ανέμη τυλιγμένη,
δός της κλότσο να γυρίσει
παραμύθι ν’ αρχινίσει
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς, Αγοφέρνη τον ονομάτιζαν, και μια βασίλισσα, η ντόνα Μαδάρα, που δεν είχαν παιδιά, ήτανε άκληροι. Παρακαλούσαν λοιπόν μέρα νύχτα το Θεό να τους χαρίσει ένα κοριτσάκι. Από τα ανάκτορα της Μαζώχτρας καθημερινά προσκαλεσμένοι περνούσαν ωροσκόποι και μάγοι από την Ανατολή φερμένοι και στη Δύση ξακουσμένοι, και τους χάριζαν υποσχέσεις. Μάλιστα όλοι αυτοί ήταν τόσοι, που δεν είχαν πια τόπο να τους φιλοξενήσουν.
Πέρασαν έτσι κάμποσα χρόνια χωρίς να πραγματοποιούνται τα όνειρά τους. Τελικά ένα πρωινό του χειμώνα, που το χιόνι όξω από τα ανάκτορα της Μαζώχτρας είχε φτάσει ένα μπόι, ο λακές, όταν πήγε να ανοίξει την αυλόθυρα, βλέπει μέσα στο χιόνι μπροστά του να έχουν αφήσει ένα καλάθι. Μέσα σ’ αυτό ήταν ένα μωρό. Το άρπαξε γρήγορα και το έφερε στο βασιλιά, που μόλις είχε ξυπνήσει.
Εκείνος αμέσως κάλεσε τον προσωπικό γιατρό του για να διαπιστώσει την υγεία του μωρού. Ήταν ένα όμορφο μωρό, κοριτσάκι, που μόλις το βράδυ, που πέρασε είχε γεννηθεί. Ο βασιλιάς Αγοφέρνης και η βασίλισσα ντόνα Μαδάρα θεώρησαν ότι το παιδί ήταν δώρο ουρανόσταλτο. Ο Θεός άκουσε τα παρακάλια τους και τους χάρισε ένα παιδί. Το κράτησαν, το περιποιήθηκαν και η βασίλισσα ντόνα Μαδάρα είπε στο βασιλιά Αγοφέρνη πως σαν περάσουν τρεις ημέρες το βράδυ θα έρθουν οι Μοίρες να μοιράνουν το μωρό και να ακούσουν τι θα πει γι’ αυτό η κάθεμιά τους. Σαν πέρασαν λοιπόν τρεις ημέρες από τη γέννηση του παιδιού, ήρθαν τα μεσάνυχτα οι Τρεις Μοίρες να μοιράνουν το μωρό. Ζύγωσε στην κούνια, που λες, η μια άπλωσε το χέρι της χάιδεψε το κεφαλάκι του μωρού και είπε:
– Να γίνει όμορφη, που σαν κι αυτή να μην υπάρχει άλλη στον κόσμο.
Σίμωσε κι άλλη Μοίρα και πρόσθεσε:
– Ναι, μα σα φτάσει δεκαοχτώ χρονών και πιάσει στο χέρι της σφοντύλι να πεθάνει.
Τότενες μπήκε στη μέση η τρίτη Μοίρα και την έκοψε.
– Όχι να μην πεθάνει αλλά να κοιμηθεί εκατό χρόνια!
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα, που ήταν άγρυπνοι εκείνη την ώρα, και περίμεναν τις Μοίρες, τ’ άκουσαν όλα και για να προφυλάξουν το παιδί τους έβγαλαν διάτα (=διαταγή) να καούν όλα τα σφοντύλια μέσα στο βασίλειο.
Η πριγκίπισσα όσο μεγάλωνε τόσο φαίνονταν πάνω της όλες οι χάρες και όλες οι ομορφιές. Σιγά – σιγά έφτασε στα δεκαοχτώ της χρόνια και μια μέρα, που οι γονείς της έλειπαν, εκείνη πήρε μια αρμαθιά κλειδιά στα χέρια της και γύριζε με το πιστό λευκό μικρόσωμο σκυλάκι της, τη Μπαλού, στους διαδρόμους, άνοιγε τις πόρτες και θαύμαζε τα δωμάτια. Μετά κατέβηκε στο υπόγειο και με ένα σκουριασμένο κλειδί άνοιξε μιαν αραχνιασμένη πόρτα και βρήκε εκεί ένα γέρο ίσαμε εκατό χρονώ ξεχασμένο να φτιάχνει χτένια, αδράχτια, σαΐτες, σφοντύλια, πατήθρες και άλλα υφαντικά εργαλεία.
– Καλημέρα του λέει. Τι κάνεις παππούλη;
– Φτιάχνω χτένια, αδράχτια, σφοντύλια σαΐτες και άλλα εργαλεία υφαντικά, της είπε.
– Ά τί ωραία που είναι, παπούλη, έτσι απλωμένα, που τα βλέπω, ολοκαίνουργια. Όλα μυρίζουν κέδρινο φρέσκο ξύλο -του είπε- και άπλωσε το χέρι της να πάρει ένα σφοντύλι, που της άρεσε με το σκαλιστό όμορφο στρογγυλό σχήμα του. Πρόλαβε όμως, γαβγίζοντας με παράξενο ουρλιαχτό, η Μπαλού και το άρπαξε στο στόμα της. Τότενες η πριγκίπισσα τη μάλωσε και άπλωσε το χέρι της να το πάρει. Το σκυλί έβγαλε άγριο γρύλλισμα και η πριγκίπισσα μόλις και ακούμπησε το σφοντύλι, που ήταν ακόμη στο στόμα του ζώου, έκλεισε τα μάτια της κι έπεσε στον καναπέ, που ήταν εκεί κι αποκοιμήθηκε. Αποκοιμήθηκε μαζί της και ο γέρο τεχνίτης, που δούλευε εκεί. Και το μικρό λευκό σκυλάκι της πριγκίπισσας, η Μπαλού, κουλουριάστηκε και κοιμήθηκε κι’ αυτό στα πόδια της. Την ίδια στιγμή αποκοιμήθηκε όλο το παλάτι. Ο μάγειρας, όπως μαγείρευε με την κουτάλα στο χέρι, οι θυρωροί όρθιοι στις πόρτες. Άλογα, σκυλιά, γάτες, πουλιά στα κλουβιά όλα αποκοιμήθηκαν, ακόμη και ο βασιλιάς και η βασίλισσα, μόλις πάτησαν το πόδι τους στο παλάτι έγειραν και αυτοί και αποικοιμήθηκαν.
Ξέμεινε έτσι το παλάτι έρημο χρόνια και δε φαινότανε από τα δέντρα, τα βάτα και τα θάμνα, που φύτρωσαν γύρω – γύρω. Μόνο λίγο η απάνω μεριά φαινόταν. Πέρασαν χρόνια και ζαμάνια έτσι. Πολλοί άνθρωποι και μερικά βασιλόπουλα έρχονταν περαστικοί και προσπαθούσαν να πηδήσουν το φράχτη και να μπουν στο παλάτι μέσα, αλλά ο κόπος του πήγαινε χαράμι. Έτσι πέρασαν εκατό χρόνια, όταν ένα βασιλόπουλο ο Νιόλαος διάβαινε, κυνηγώντας από εκεί. Ρωτάει μια γριά, που αντάμωσε στο μονοπάτι κοντά, ζαλωμένη ξύλα και μαθαίνει την ιστορία της πριγκίπισσας.
Τότενες το βασιλόπουλο, άναψε ένας πόθος μέσα του, να πηδήσει το φράκτη, να μπει στο κάστρο και να ξυπνήσει την πριγκίπισσα. Αλλά η μέρα είχε περάσει και είχε σκοτινιάσει. Έτσι το πρωί της άλλης μέρας σαν βγήκε ο ήλιος το βασιλόπουλο έρχεται κοντά στο φράκτη. Τα δέντρα και τα θάμνα ξεχώρισαν από μόνα τους δρόμο και το βασιλόπουλο είδε την πόρτα της αυλής, πήγε, την άνοιξε και μπήκε μέσα. Βλέπει, τι να δει; Από το παράθυρο το μάγειρα με την κουτάλα στο χέρι, τους πορτιέρηδες όρθιους μπροστά στις πόρτες να κοιμούνται, τα σκυλιά και τα γατιά πλαγιασμένα πιο πέρα στην αυλή, τα περιστέρια απάνω στα κεραμίδια με τα κεφάλια τους χωμένα κάτω απ’ τα φτερά τους…
Μπήκε ύστερα στο παλάτι και καθώς ανέβαινε τις σκάλες έβλεπε από το ένα μέρος και από το άλλο καμαριέρηδες και καμαριέρες ξάπλα να κοιμούνται. Μπαίνει ύστερα σε μια κάμαρα και βλέπει το βασιλιά και τη βασίλισσα να κοιμούνται. Το ίδιο και όλοι οι δούλοι και οι δούλες. Κατεβαίνει στο υπόγειο και βρίσκει την πριγκίπισσα να κοιμάται στον καναπέ. Δίπλα της χάμω στο ξύλινο πάτωμα κοιμόταν και το αγαπημένο της σκυλάκι η Μπαλού με το σφοντύλι ακόμα στο στόμα της. Πάρα πέρα είχε γείρει στον πάγκο του και ο γερο-τεχνίτης παπούλης.
Πάει το βασιλόπουλο κοντά στον καναπέ, βλέπει την ομορφιά της και σκύβει πάνω απ’ το κεφάλι της και τη φιλάει στο μάγουλο. Αμέσως η πριγκίπισσα άνοιξε τα μάτια της και είπε:
– Α! ποιος ήτανε, που με ξύπνησε και δέ με άφησε να χορτάσω τον ύπνο;
Τότενες το βασιλόπουλο της είπε:
– Μα εκατό χρόνια ολόκληρα κοιμόσουν και ακόμα θέλεις να κοιμάσαι;
– Δεκαοχτώ χρονώ είμαι και εκατό χρόνια κοιμόμουν;
– Δεκαοχτώ χρονώ είσαι μα κοιμόσουν εκατό χρόνια!
Σηκώνεται η πριγκίπισσα και ανεβαίνουν μαζί με το βασιλόπουλο πάνω και βρίσκουν το βασιλιά και τη βασίλισσα. Είχαν ξυπνήσει και αυτοί και σαστισμένοι κοιτάζονταν.
Άμα είδαν τη θυγατέρα τους με το βασιλόπουλο έκαναν μεγάλη χαρά. Και η Μπαλού που είχε πετάξει απ’ το στόμα της το σφοντύλι γάβγιζε χαρούμενα και έτρεχε γύρω-γύρω κι έκανε φούρλες σβουρωτές (φούρλα=στροφή χορού=σβούρα).
Αυτή την ώρα άρχισαν οι μουσικοί του παλατιού να κουρντίζουν τα όργανα και τα κανόνια να ρίχνουν. Αναστήθηκε το μαγεμένο παλάτι.
Ξεκίνησαν οι προετοιμασίες του γάμου˙ το βασιλόπουλο πήρε την πριγκίπισσα και ζήσαν εκείνοι καλά κι εμείς εδώ καλύτερα.
Σημείωση: Το παραμύθι αυτό αφηγήθηκε ο μαρουσιώτης από γενιές Γιάννης Μαγγίνας ετών 65˙ διατηρήθηκε η τοπική γλωσσική διατύπωση, και το συνέλεξε ο Δημ. Μασούρης (1982). Επιχωρίαζε τοπικά με παραλλαγές στην Αρκαδία, Θράκη, Λήμνο ίσως και σε άλλα μέρη της χώρας μας όπως φανερώνει και η λαογραφική έρευνα.
Καλά Χριστούγεννα και ες νέωτα!
Ανάβρυτα, 2019