Διήγημα
Είναι μερικοί άνθρωποι που έχουν το χάρισμα να σε κάνουν ανταμώνοντάς τους να νιώθεις όπως όταν ξαποσταίνεις μπαϊλντισμένος, ντάλα καλοκαίρι, στον παχύ προστατευτικό ίσκιο ενός θαλερού πλάτανου, αφού η συναναστροφή μαζί τους σε ξεκουράζει, απαλλάσσοντάς σε αυτοστιγμεί από διαβρωτικές, στρεσογόνες σκέψεις. Κι όταν πια έρθει η ώρα να τους αποχωριστείς φεύγεις «δροσισμένος», «ελαφρύτερος» και άφοβος για ό,τι πριν τους συναντήσεις φάνταζε απειλητικό στα μάτια σου. Σε τούτη τη σπάνια συνομοταξία ανήκουν ο Άγγελος και η Μάιρα που διατηρούν ένα μικρό συνοικιακό ραφτάδικο σε μια πάροδο του κεντρικού εμπορικού δρόμου της περιοχής μας, καταπιανόμενοι με ευφάνταστες μεταποιήσεις και επιδιορθώσεις ενδυμάτων. Κάποιο όχι πολύ εκτεταμένο σκίσιμο, ένα ανεξάλειπτο σημάδι ή μια τρύπα από κάφτρα τσιγάρου στο μανίκι, ας πούμε, εξαφανίζονται στο άψε σβήσε καλυπτόμενα από ένα καλαίσθητο, χαριτωμένο τσεπάκι για παράδειγμα. Κι αυτή είναι μονάχα μια απ’ τις απλούστερες επινοήσεις τους.
Με παρόμοιο τρόπο, αυτό το sui generis ζευγάρι, αφού «ζυγίσει» για λίγο όσους περνούν το κατώφλι του, προσπαθώντας να διακρίνει ποια «πετριά» κινητροδοτεί τον καθένα και τι του δίνει δύναμη να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι του κάθε πρωί που ξυπνά, πέρα από τετριμμένες κοινωνικές «οφειλές» κι υποχρεώσεις, γραδάροντας τον ψυχισμό και την προσωπικότητά του, ξέρει να παίρνει απ’ το χέρι τις ατυχίες, τα λάθη ή τις «στραβοτιμονιές» ενός εκάστου που τους τα εξομολογείται αβίαστα και να τα οδηγεί σ’ ένα ηλιόλουστο ξέφωτο, καθώς κι οι δυό τους εμφορούνται από την ακλόνητη πεποίθηση πως όλα διορθώνονται, σφάλματα αποδεικνύονται πολλές φορές σωστά κι όσα νομίζουμε τυχαία ή ασήμαντα κάτι εντέλει ενδέχεται να σημαίνουν. Φροντίζοντας να μεταδόσουν την κοσμοαντίληψή τους αυτή στη γλώσσα όποιου συμβαίνει να ’ναι απέναντί τους. Αφού όπως συνηθίζει να λέει και η Μάιρα: «Όσο ξεμοναχιασμένα κι αν δείχνουν τα νησιά, όλα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας ενώνονται». Θέλοντας έτσι να δείξει ότι όσο κι αν οι άνθρωποι θεωρούμε συχνά ότι μας χωρίζει άβυσσος, όλοι μας πατάμε σ’ ένα κοινό βιωματικό υπόστρωμα.
Το μαγαζί τους αποδείχθηκε γερό σκαρί καθώς μετράει ήδη δεκαπέντε χρόνια αντιστεκόμενο σθεναρά στα απότομα σκαμπανεβάσματα του καιρού. Κι άλλα τόσα που ήταν πριν μαζί, σύνολο τριάντα. Όμως γι’ αυτούς ο χρόνος δεν έχει καμιά απολύτως σημασία, ούτε «γράφει» πάνω τους. Ίσως μόνο στα εκφραστικά μάτια του Άγγελου κάποια προχωρημένα απογεύματα, όταν διαφαίνεται σ’ αυτά μια θνήσκουσα εγκαρτέρηση καθώς περιμένει τη Μάιρα να γυρίσει απ’ την αγορά κι απ’ τους προμηθευτές τους για να κλείσουν. Εκείνη όλο και κάπου να σκαλώνει, σε κάποιους απ’ τους αναρίθμητους γνωστούς και φίλους της κι αυτός όσο περνά η ώρα όλο και πιο ξεκάθαρα να προσλαμβάνει χαρακτηριστικά Μπεκετικής φιγούρας. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Γκοντό, η Μάιρα, έστω και αργοπορημένη πάντοτε έρχεται στο τέλος και κινούν αγκαλιασμένοι για το ησυχαστήριό τους.
Προερχόμενοι από διαφορετικά «συμφραζόμενα», δίχως να είναι ο ένας «παπούτσι απ’ τον τόπο» του άλλου, πορεύτηκαν αχώριστοι υπερβαίνοντας οξύμωρες καταστάσεις, ευτράπελες συμπτώσεις, διανοιγόμενα χάσματα και φαινομενικές ασυμβατότητες. Χωρίς γαμήλια «ιερά δεσμά» να τους κρατούν μαζί τόσον καιρό ή άλλα προσχήματα που καθιστούν σχεδόν εκβιαστική μια μακρόχρονη συμβίωση, περιγελαστές καθώς ήταν πάντα οποιουδήποτε πολιτικού ή θρησκευτικού τυπικού, η μόνη «θεσμική κατοχύρωση» της σχέσης τους που θυμούνται, μειδιώντας αμφότεροι συνωμοτικά, είναι μια δικής τους έμπνευσης, αυτοσχέδια τελετή που σκάρωσαν επιτόπου σε κλίμα γενικής ευφορίας, φοιτητές ακόμη στο Παρίσι, μια νύχτα, στο τέλος ενός αποκριάτικου χορού, κατά την οποία ορκίστηκαν ακουμπώντας τις παλάμες τους στο περίφημο μανιφέστο του υπερρεαλισμού του Μπρετόν, χρίζοντας κουμπάρο τους έναν φίλο τους που ήταν ντυμένος κλόουν ο οποίος αντί για στέφανα άλλαζε στα κεφάλια τους βενετσιάνικες καρναβαλικές μάσκες.
Κάποιο βράδυ, περνώντας απ’ το σπίτι τους να πάρω ένα σακάκι μου με ξεφτισμένη φόδρα που είχα αφήσει στο μαγαζί τους για να μου την αλλάξουν, τις είδα. Πολύτιμα ενθυμήματα, κρεμασμένες πάνω από μια βιβλιοθήκη, ενταγμένες σ’ έναν ασυνήθιστο εσωτερικό διάκοσμο που αποτελείται από μαριονέττες αρλεκίνων και μορφές μαγισσών που λατρεύει η Μάιρα, μαζί με πίνακες ζωγραφικής και σωρούς βιβλίων, σε μια οριακά ελεγχόμενη, πλην γοητευτικότατη, μποέμικη ακαταστασία. Με δυο καταπράσινες βεράντες, αξιοθαύμαστα συντηρούμενες απ’ την άοκνη φροντίδα της, και γλυκύτατα τετράποδα πλασματάκια να μπλέκονται διαρκώς στα πόδια τους, δημιουργώντας τη στέρεη αίσθηση στον επισκέπτη ότι βρίσκεται στο σωστό μέρος, εκεί ακριβώς που πρέπει. Σε μια όαση ή σε μια Κιβωτό λυτρωτικής διαφυγής. Κι όχι σε ένα βαρετά διευθετημένο κι άχρωμο νοικοκυριό που φέρνει στο νου την αυτοκτονική ευταξία βορειοευρωπαϊκής κλινικής.
Πριν κάμποσα χρόνια έτυχε να βρίσκομαι πάλι στο σπίτι τους όταν ήρθε ένα δευτερανίψι του Άγγελου, ο Αλέκος. Μπήκε περίλυπος κρατώντας άψυχα στο δεξί του χέρι έναν φάκελο. Ήταν τα χρήματα της αποζημίωσης που εισέπραξε μετά την απόλυσή του – όταν ακόμη τότε έδιναν αποζημιώσεις – απ’ την εταιρία στην οποία δούλευε για έξι χρόνια αλλάζοντας τρεις συγκοινωνίες για να πάει κι άλλες τόσες να γυρίσει, λίγο πριν κατεβάσει κι αυτή ρολά οριστικά όπως τόσες και τόσες στις μέρες μας. «Τι πλερέζες είναι αυτές ρε Αλέκο; Έφυγε επιτέλους η λαιμαριά απ’ το σβέρκο σου κι εσύ σκας αντί να πανηγυρίζεις; Τριάντα χρονώ είσαι, αγόρι μου ! Προίκα αφάγωτη έχεις και δεν το καταλαβαίνεις!», του είπε, εννοώντας όχι τόσο το σεβαστό ποσό που του καταβλήθηκε ως αποζημίωση, όσο τη ζωή που έχει μπροστά του. «Kαμιά δέσμευση δεν έχεις, ούτε χρωστάς σε κανέναν. Οπότε ξαναπιάσε ό,τι είχες παρατήσει όλο αυτό το διάστημα της μισθωτής σκλαβιάς σου: Γράφε, διάβαζε, ξανασχολήσου με τη μουσική που τόσο αγαπάς, ταξίδεψε, τέλος πάντων ζ ή σ ε! Κι άσε το δρόμο να δεις πού θα σε βγάλει. Μην το βάζεις κάτω!»
Ο Αλέκος σα να στηλώθηκε. Λες και γέμισαν τα πνευμόνια του καθαρό αέρα αφού ο θείος του τον έκανε να αισθανθεί ότι αντικρύζει μπρος του την ανοιχτωσιά ενός ωκεανού άπειρων δυνατοτήτων, προτρέποντάς τον να ρευστοποιήσει στο απτό, σπαρταριστό κι ολοζώντανο παρόν ταλέντα και δεξιότητες που καταχώνιασε εξαιτίας της ασφυκτικής, καταπιεστικής ρουτίνας του βιοπορισμού, αντί να μεταθέτει την καλλιέργεια κι αξιοποίησή τους σε ευθετότερο χρόνο στο μέλλον που ποτέ δεν έρχεται. Και πράγματι η μετέπειτα πορεία του ανιψιού δικαίωσε τον θείο. Τακτοποιώντας τα ρούχα μου στέκομαι και παρ ατηρώ για ώρα εκείνα που έχουν περάσει απ’ τα θαυματουργά χέρια του Άγγελου και της Μάιρας. Σκέφτομαι ότι όπως εκείνοι έτσι κι αυτά περιμένουν εκεί ανά πάσα στιγμή να με δεχθούν στην αγκαλιά τους χωρίς να με κρίνουν.