Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης: Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων
Διαφέρει και πολύ μάλιστα η ανάθεση εργασίας σημαντικής ή ακόμη και γιατί όχι ασήμαντης σε ανθρώπους, που από έκβαση του αποτελέσματος θα κριθεί η επιτυχία του συντελούμενου έργου. Οι άνθρωποι, που αναλαμβάνουν αυτήν την εργασία βαρύνονται με αφοσίωση στην ευθύνη του διαγράμματος της επιτυχίας.
Μερικοί ιθύνοντες στηρίζουν τις δυνάμεις τους, όσες κι αν είναι αυτές, σε υποστηρικτικές προσφορές, λίγες ή πολλές, όποιας ποιότητος είναι αυτές, άλλοτε θαρραλέα και άλλοτε επιφυλακτικά, στροβιλιζόμενοι από ενθαρρύνσεις. Μάλιστα στην εκτέλεση του έργου τους μερικές φορές το βιολογικό τους ρολόι αλλάζει ταχύτητα και διαγράφει ως προς τα σχέδιά τους πορεία αλλαγής εκατόν ογδόντα μοιρών.
Συμπεραίνω πως και ο Ιούδας των κειμένων της Μεγάλης Εβδομάδας, ο πρωταγωνιστής, ο άλλος άνθρωπος, ο καταγόμενος από την πόλη Ιούδα, την καλούμενη στη ντοπιολαλιά Καρυώθ - Ισκαριώτης (Ιησούς του Ναυή: ΙΕ’ 25), που ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου μας, φαινόταν αρχικά τίμιος γύρω από τη διαχείριση και τις ευθύνες και τόσον εγκρατής στον εαυτό του, ώστε οι υπόλοιποι μαθητές του εμπιστεύθηκαν ολόκληρο το ταμείο τους, των προσόδων για τους φτωχούς και τη διαχείριση των χρημάτων για τη διατροφή τους. Και ενώ οι μαθητές του Κυρίου τον εμπιστεύονταν τελικά άρχισαν να δυσανασχετούν (Ιωάνν. ΙΒ’6). Και τούτο αρχικά ήταν μια υπόνοια, που αργότερα αποδείχτηκε αλήθεια, ως προδότης του ευεργέτη του με το φίλημα στον κήπο της Γεσθημανής. Έτσι πρόδωσε το δάσκαλό του και ευεργέτη του αντί τριάκοντα αργυρίων. Πόση πανουργία δείχνει το πρόσωπό του έναντι της πραότητας του Χριστού στον πίνακα -αριστούργημα- του μεγάλου Τζόττο (Τζόττο ντι Μποντόνε 1266-1337) στη σύλληψη του Θεανθρώπου.
Αργότερα ο Ιούδας, αφού είδε το αποτέλεσμα της προδοσίας του, καθώς βασανιζόταν ελεγχόμενος από τη συνείδησή του, παρουσιάστηκε και ομολόγησε στους αρχιερείς ότι «ήμαρτε αίμα αθώον παραδούς» και αφού έρριξε τα αργύρια στα πόδια των σταυρωτών του Χριστού «απελθών απήγξατο» (Ματθ. κζ 3-10 πράξ. α’ 16-18). Αλλά όταν έγινε και αυτό, η ομολογία του Ιούδα, φανερώνει την αθωότητα του Ιησού (Ματθ. κζ 14). Το δε αποτέλεσμα, δηλαδή η απελπισία και η απαγχόνιση, η αυτοχειρία ήταν αποτέλεσμα της απόγνωσης, της φιλαργυρίας και της απιστίας (Ματθ. κα’ 15 Ιωάνν. ιη’ 2-17 πράξ. α ι5).
Η προδοσία του Ιούδα -Γιούντα Οβριού- είχε μεγάλη απήχηση στο λαό και την παραδοσιακή λογοτεχνική μας δημιουργία. Στη λαογραφική παράδοση του Αμαρουσίου παλαιότερα παρουσιαζόταν ως θέαμα ο σκιάζαρος (το σκιάχτρο) του Ιούδα κρεμασμένο από τα κλαδιά μιας βρωμοκαρυδιάς -το φυτό αυτό είχε φυτέψει η βασίλισσα Αμαλία στο Μαρούσι -στο Αυγό- δρόμος προς την Κηφισιά, ενώ ο Γεώργιος ο Α’ είχε φυτέψει τις πικροδάφνες στον σιδηροδρομικό σταθμό.
Και το σκιάχτρο του Ιούδα καιγόταν την Κυριακή του Πάσχα στην πλατεία Ηρώων, παρέχοντας θέαμα στους Αθμονείς (=Αμαρουσιώτες). Τότε πόσοι ξένοι δεν κατέφθαναν στο Μαρούσι, που παράλληλα με τον εκλεκτό μεζέ του σουβλισμένου με επιμέλεια αρνιού έπιναν και ένα ποτήρι του φημισμένου αθμόνιου οίνου ή του νερού της Κασταλίας, το υποβρύχιο της μαστίχας («πίνει αθμόνιο ύδωρ» που έμεινε θυμητάρι από το συντακτικό του Τζαρτζάνου στους παλιούς μαθητές του σχολαρχείου), επαληθεύοντας το αθμονάζειν (=συγκέντρωση στο Άθμονο – διαμονή).
Σήμερα τα στιγμιότυπα αυτά του παλαιού καιρού λησμονήθηκαν. Και οι ιδέες του καθηγητή Ηλιόπουλου, που πίστευε στην αναγέννηση του Αμαρουσίου με αντίστοιχο σύλλογο Αθμονέων, ύπαρξη αρχαιολογικού μουσείου κλπ. στη Νεραντζιώτισσα, δεν ολοκληρώθηκαν ή μερικώς πραγματοποιήθηκαν, αφού τα αθμόνια αρχαιολογικά ευρήματα της Αττικής οδού πήγαν στην Κηφισιά.
Και αν σκύψει κανείς στη θύμιση των παλαιών θα αναλογιστεί γιατί κάτι πάντα θα έχει παραμείνει από μνήμες. Και οι μνήμες αποτελούν ιστορία, γιατί είναι πραγματικότητες. Η Κυριακή του Πάσχα είχε ιδιαίτερο χαρακτήρα. Ήταν ευκαιρία στους νοικοκυραίους Μαρουσιώτες να επιδείξουν και την οικογενειακή τους κατάσταση, γιατί όχι και τον πλούτο τους. Οι Μαρουσιώτισσες μετά το κάψιμο του Ιούδα χόρευαν τους δημοτικούς χορούς ντυμένες Αμαλίες και οι λεβέντες φουστανέλα, την προγονική φορεσιά. Ο χορός συνόδευε το τραγούδι: καλαματιανός και τσάμικος.
Οι ξένοι τουρίστες που παρακολουθούσαν σχολίαζαν την αρμονία, λεβεντιά, ομορφιά και χάρη των νέων. Και το τραγούδι:
Βρε ουρανέ που’ σαι ψηλά, κατέβα και κάνε κρίση
μια κοπελιά αγάπησα, και θέλει να με αφήσει…
Οι Μαρουσιώτες θεατές χειροκροτούσαν. Ιδιαίτερα δημοφιλές ήταν το τραγούδι:
Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ… κ.ά.
Μετά τους δημοτικούς χορούς ακολουθούσε πίσω στη βόρεια πλευρά του παλαιού δημαρχείου η καύση των πυροτεχνημάτων, των οποίων η κατασκευή ήταν εξαιρετικά επιμελημένη. Ιδιαίτερα εντυπωσίαζε το κάψιμο της ναυαρχίδας του Ιμπραήμ (-σουλτάνου), ο πόλεμος με τις πολλές ρουκέτες και άλλες εμπνεύσεις επίκαιρες. Στα παιδιά έκανε μεγάλη εντύπωση και το ποντίκι. Αυτό ήταν μια μπαρουτογεμισμένη σωλήνα, που περιέζωνε τελικά το σύνολο των πυροτεχνημάτων και η φλόγα της εκινείτο πάνω στην απλωμένη οριζόντια γραμμή. Αυτό το τέλος ήταν φοβερά εντυπωσιακό.
Με το τέλος των πυροτεχνημάτων αναχωρούσαν και οι μαρουσιώτικες οικογένειες για τα σπίτια τους, ενώ η αγαλλίαση στα πρόσωπά τους ήταν ιδιαίτερα εμφανής. Μια εξαιρετική ατμόσφαιρα από τους κρίνους, τις τουλίπες, τις πασχαλιές, τους μενεξέδες και τις βιολέτες στις αλέες εκσφενδόνιζε το αγνό άρωμα μέσα στη νύχτα, ενώ κάπου μακριά πέρα από το δάσος του Συγγρού ακουγόταν η φωνή του γκιώνη, που μας καληνυχτούσε με τον ιονισμένο περίτεχνα κελαηδισμό του, ευχόμενος Kαι Tου Χρόνου!