Παναγιώτης Οικονόμου
Εδώ και 57 χρόνια πολίτης Αμαρουσίου
Το Μαρούσι, η κάποτε «πρωτεύουσα των βορείων προαστίων», για εμάς τους παλαιότερους, πνίγεται σήμερα μέσα στην ίδια του την αδυναμία να σταθεί στο ύψος των πολιτών του. Πίσω από τις λαμπερές προσόψεις των εμπορικών και ιατρικών κέντρων, τις επενδύσεις και τα μεγάλα λόγια για «βιώσιμη ανάπτυξη», απλώνεται μια πόλη κουρασμένη, ακατάστατη και ξεχαρβαλωμένη. Μια πόλη που δεν αντέχει άλλο την προχειρότητα.
Τα παράπονα των πολιτών για την καθαριότητα, που έχει πάψει πλέον να είναι δημόσιο αγαθό, καθημερινά είναι στην επικαιρότητα. Κάδοι που ξεχειλίζουν, πεζοδρόμια γεμάτα απορρίμματα, οδοκαθαρισμοί που γίνονται επιφανειακά – αν γίνονται. Οι δρόμοι μυρίζουν αδιαφορία, και το πιο οδυνηρό είναι ότι αυτή η εικόνα έχει πια γίνει συνήθεια.
Η προσβασιμότητα παραμένει μια θεωρητική έννοια. Οι ράμπες για ΑμεΑ είναι λίγες και κακοσχεδιασμένες, τα πεζοδρόμια στενά και σπασμένα, καταπατημένα από αυτοκίνητα και τραπεζοκαθίσματα. Οι ηλικιωμένοι, οι γονείς με καροτσάκια, τα άτομα με κινητικές δυσκολίες βιώνουν καθημερινά την εγκατάλειψη στο πιο προσωπικό επίπεδο: αυτό της μετακίνησης. Το Μαρούσι, αντί να διευκολύνει τη ζωή των κατοίκων του, τους δοκιμάζει.
Η ασφάλεια έχει περάσει στα ψιλά. Οι γειτονιές βυθίζονται στο σκοτάδι, ο δημοτικός φωτισμός υπολειτουργεί, και οι κάτοικοι αποφεύγουν να κυκλοφορούν μετά το σούρουπο. Σχεδόν καθημερινά το Μαρούσι πρωταγωνιστεί στην παραβατικότητα, με βάση αυτά που διαβάζουμε στα μέσα πανελλήνιας εμβέλειας. Μικροκλοπές, φθορές, βανδαλισμοί, παραβατικότητα που σπάνια αντιμετωπίζεται. Μια πόλη που κάποτε έδινε αίσθηση ασφάλειας, τώρα μοιάζει αφημένη στη μοίρα της.
Και το κυκλοφοριακό χάος; Μόνιμη πληγή. Το «δαχτυλίδι» θυμίζει κάθε μέρα ένα απέραντο πάρκινγκ, η Λεωφ. Κηφισιάς φράζει, και τα στενά γεμίζουν με οδηγούς που απλώς ψάχνουν διέξοδο. Το Μαρούσι έχει γίνει το παράδειγμα του πώς η «ανάπτυξη χωρίς σχεδιασμό» καταλήγει σε ασφυξία. Οι δημόσιες συγκοινωνίες, οι περισσότερες παλιές και ανεπαρκείς, δεν καλύπτουν τις ανάγκες μιας πόλης που έχει πια γιγαντωθεί.
Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί ένα βαθύτερο, διαρθρωτικό πρόβλημα: η υπέρμετρη συγκέντρωση υπερτοπικών δραστηριοτήτων μέσα στα διοικητικά όρια του Αμαρουσίου. Τα μεγάλα εμπορικά κέντρα, τα νοσοκομεία και οι ιδιωτικές κλινικές, οι έδρες πολυεθνικών εταιρειών, αλλά και το ΟΑΚΑ, έχουν μετατρέψει την πόλη σε κόμβο υπερτοπικής κίνησης και επιβάρυνσης.
Χιλιάδες εργαζόμενοι, επισκέπτες και οχήματα διασχίζουν καθημερινά το Μαρούσι χωρίς να το κατοικούν, προκαλώντας τεράστια πίεση στις υποδομές, στους δρόμους και στις υπηρεσίες καθαριότητας. Η πόλη πληρώνει το τίμημα της «φιλοξενίας» τους, χωρίς να απολαμβάνει αντίστοιχα ανταποδοτικά οφέλη. Οι κάτοικοι νιώθουν ότι ζουν σε μια πόλη που λειτουργεί περισσότερο για τους περαστικούς παρά για τους ίδιους.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, η προγραμματισμένη κατασκευή του νέου καζίνο στη Λεωφόρο Κηφισιάς προμηνύει ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση. Κυκλοφοριακό χάος, πρόσθετος φόρτος, αύξηση της εμπορικής πίεσης και αλλοίωση του χαρακτήρα της περιοχής, είναι μερικές μόνο από τις συνέπειες που προεικονίζονται. Ο Δήμος, αντί να δείχνει ετοιμότητα και σχέδιο για τη διαχείριση αυτών των εξελίξεων, μοιάζει απλώς να παρακολουθεί.
Ταυτόχρονα, υπάρχει και η πληγή του ρέματος Σαπφούς – ένα έργο που «διευθετείται» εδώ και χρόνια, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Οι κάτοικοι το ακούν στις προεκλογικές περιόδους, το βλέπουν στα σχέδια, το διαβάζουν στα δελτία Τύπου, αλλά η πραγματικότητα παραμένει η ίδια: κάθε δυνατή βροχή μετατρέπει δρόμους σε ποτάμια, αυλές σε λίμνες και υπόγεια σε παγίδες. Οι υποσχέσεις για «αντιπλημμυρική θωράκιση» έχουν γίνει ανέκδοτο.
Η αντιπλημμυρική προστασία του Αμαρουσίου συνολικά είναι ζήτημα χρόνου και τύχης. Παρά τις εξαγγελίες για έργα εκατομμυρίων, ο φόβος επιστρέφει κάθε φθινόπωρο μαζί με τις πρώτες βροχές. Οι κάτοικοι θυμούνται, και δικαίως δυσπιστούν: γιατί το νερό δεν ξεχνά, και η αδράνεια πληρώνεται πάντα ακριβά.
Μέσα σε όλα, το νεκροταφείο του Αμαρουσίου στέκει ως θλιβερό σύμβολο της αμέλειας. Περιορισμένος χώρος, στενοί διάδρομοι, ελλιπής φωτισμός και παντελής απουσία προσβασιμότητας για ηλικιωμένους και ΑμεΑ. Μια εγκατάσταση που εξυπηρετεί τους πολίτες μόνο επειδή «πρέπει», όχι γιατί λειτουργεί όπως αρμόζει σε μια σύγχρονη πόλη.
Κι ένα ακόμη σοβαρό πρόβλημα για την πόλη. Το πράσινο χάνεται, οι πλατείες γερνούν χωρίς συντήρηση, τα δέντρα κόβονται χωρίς σχέδιο, οι κοινόχρηστοι χώροι παραμένουν με ελλιπή φωτισμό και απεριποίητοι. Η πόλη στερείται ανάσας, όχι επειδή δεν υπάρχουν πόροι, αλλά επειδή δεν υπάρχει βούληση.
Η δημοτική Αρχή που υποσχέθηκε να πάει το «Μαρούσι ψηλά» δείχνει, στη δεύτερη κιόλας θητεία της, πως δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ίδιες της τις δεσμεύσεις. Οι πολίτες περίμεναν συνέχεια και συνέπεια, βλέπουν όμως στασιμότητα και κόπωση. Τα έργα καθυστερούν, η καθημερινότητα χειροτερεύει και η αίσθηση εγκατάλειψης δυναμώνει.
Η διοίκηση μοιάζει εγκλωβισμένη ανάμεσα σε μεγαλόστομες εξαγγελίες και στην αδυναμία εφαρμογής ουσιαστικών λύσεων. Επικοινωνιακές φιέστες, δελτία Τύπου και ξανά δελτία Τύπου για το ίδιο θέμα, φωτογραφίες και επαναλαμβανόμενες αναρτήσεις για το ίδιο θέμα, αντικαθιστούν την πραγματική δράση. Οι πολίτες δεν ζητούν θαύματα – ζητούν απλώς λειτουργία· και αυτό, η σημερινή δημοτική Αρχή δείχνει πως δεν μπορεί να το προσφέρει.
Η μισή θητεία πέρασε με υποσχέσεις – και δεν φαίνεται πουθενά ότι η δεύτερη αυτή θητεία φέρνει κάτι διαφορετικό από την προηγούμενη. Το Μαρούσι δεν χρειάζεται άλλη ρητορική περί «αναβάθμισης». Χρειάζεται διοίκηση που να μπορεί να καθαρίσει, να συντηρήσει, να προστατεύσει. Να βλέπει πέρα από τη βιτρίνα και να αγγίζει την πραγματική ζωή των κατοίκων του.
Το Μαρούσι σήμερα δεν είναι απλώς μια πόλη με προβλήματα· είναι μια πόλη που παραπαίει, εγκλωβισμένη ανάμεσα στη φιλοδοξία και την ανικανότητα. Και όσο η δημοτική Αρχή συνεχίζει να αρκείται στις υποσχέσεις, τόσο περισσότερο η πόλη θα βουλιάζει στη σιωπή της.








































































































