Γράφει η Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη: Φιλόλογος
«Ο καθείς και τα όπλα του» Οδυσσέας Ελύτης
Ενώ προχωρούν ολοένα και πιο «οργισμένοι»1 οι μήνες του 2020, ΝΑΙ, θα απαντήσουν, όχι λίγοι στο ερώτημα του τίτλου. Η Ιστορία καταγράφει απαράδεκτες, πολλαπλές απώλειες στον σύγχρονο κόσμο και λογικά, πρέπει να αναζητηθεί οδός εξόδου από τη συνεχόμενη πολιτική και κοινωνική κρίση.
Είναι αδήριτη ανάγκη να κινητοποιήσουμε το νου και την ψυχή μας. Να αρχίσουμε την πάλη, που θα φέρει στο φως τις απόβλητες ιδέες του Ανθρώπου. Και ήδη κινήσεις διεθνείς καταθέτουν προτάσεις. Θα καταλήξουν σε λύσεις; Μόνον η μοιρολατρεία τις αποκλείει. Πρόσφατα διαβάσαμε2 τη μετάφραση μιας σχετικής συνέντευξης σε γαλλικό περιοδικό, με την υπογραφή του κοινωνιολόγου Αλέν Καγέ.
Ο Γάλλος οργανικός διανοούμενος είναι ένας από τους πρωταγωνιστές του διεθνούς κινήματος, υπό την ονομασία «Συμβιωτισμός» και εξηγεί: «Η φιλοσοφία της τέχνης να συμβιώνουμε αντιπαρατιθέμενοι, χωρίς να σφαζόμαστε, είναι μια διατύπωση, που χρησιμοποιώ για να παρουσιάσω τον Συμβιωτισμό». Προσθέτει ότι το κίνημα αγωνίζεται εναντίον της βούλησης (ή βουλιμίας) για παντοδυναμία, για την υπερβολή, δηλαδή αντιπαρατίθεται στην αρχαιοελληνική ύβρη. Καταθέτει μια πρόταση διαφυγής, χωρίς να αποκλείει κάποια καλύτερη, με κοινό στόχο: Να λειτουργήσουν ως προϋποθέσεις για τη μεταστροφή από τα δεινά του νεοφιλελευθερισμού προς έναν ανθρώπινο κόσμο.
Προφανώς, τον συμβιωτισμό πολλοί παρασάγγες χωρίζουν από τις διακρατικές, πολεμικές συγκρούσεις και από τον οικονομικό πόλεμο σε τοπικό ή διηπειρωτικό επίπεδο. Με παράλληλες ολοκληρωτικές μεθόδους διακυβέρνησης και εντός της «ευρωπαϊκής οικογένειας», προβάλλει το αγωνιώδες ερώτημα: Ποιά σπαράγματα δημοκρατίας θα απομένουν στον Άνθρωπο, ύστερα από μια δεκαετία; Βέβαια, συνοδοιπορεί και η αισιοδοξία ότι δεν επέρχεται το τέλος της Ιστορίας. Οι καιροί όμως, ου μενετοί και επιβάλλουν, ευρέως να συνειδητοποιήσουμε, ότι πρέπει να αναλάβουμε δράση κατά της καταστροφικής οικονομικής απληστίας και εξουσιομανίας. Πολλοί θα χαρακτηρίσουν ουτοπία το κίνημα, αλλά αυτό δεν πρέπει να ενδιαφέρει τους ευσυνείδητους πολίτες. Άλλωστε, διερωτάται ο Αλέν Καγέ: «Χρειαζόμαστε… να παλέψουμε για ιδέες;». Η θετική απάντησή του δεν είναι ουτοπία. Αποτελεί ηθική αναγκαιότητα.
H τέχνη της συνύπαρξης στην ελληνική πραγματικότητα
Κάνουμε μια αρχή, προτείνοντας να δούμε, ο συμβιωτισμός, η τέχνη του συνυπάρχειν, ποια θέση ανέκαθεν κατείχε στην ελληνική πραγματικότητα. Μεσογειακός, συναισθηματικός ο ελληνικός λαός, πάντοτε ασκούσε την τέχνη της συμβίωσης στους κόλπους της οικογένειας. Η οικονομική κρίση ανέδειξε την αφοσίωση χιλιάδων ηλικιωμένων μας και όχι μόνο, που με το πενιχρό τους εισόδημα θεράπευαν και περιθάλπουν τη φτώχεια των παιδιών και των εγγονιών τους. Γιατί η πατροπαράδοτη φτώχεια μας ενεργοποίησε διαχρονικά το ελληνικό συναίσθημα, για να φιλοτεχνήσουν δεσμούς οικογενειακής συμπαράστασης, όπως παρατηρεί ο έξοχος πεζογράφος μας Δημήτρης Χατζής, στο «Διπλό Βιβλίο» του. Ιδίως μεταπολεμικά, οι νέοι των χωριών μας δούλευαν σε κοντινές πόλεις ή στη σκληρή Ευρώπη και έστελναν τα απαραίτητα στις φτωχές τους οικογένειες. Την ίδια εποχή, ο εργατικός κόσμος της Αθήνας στερήθηκε και τις μικρότερες απολαύσεις αποβλέποντας στις σπουδές των παιδιών του.
Είναι μακρά η ιστορία της ελληνικής οικογενειακής μέριμνας. Χώρα και υπερπόντιων μεταναστών η Ελλάδα, χάριζε στα ξένα «νιάτα και υγεία» και από εκεί οι καρποί της δουλειάς έφταναν ως συνάλλαγμα για τους αδύναμους, που το περίμεναν. Και τόσα άλλα σχετικά συνέβαιναν, αμέσως μετά τη φασιστική Κατοχή…
Βέβαια, αμαυρώνουν την εικόνα μας τα συνεχιζόμενα εγκλήματα για οικογενειακές διαφορές, η ηθική παρακμή, σε ανησυχητικό βαθμό, εξ αιτίας του νεοπλουτισμού μετά το 1970, η απαράδεκτη σχέση με το κράτος όχι μικρού ποσοστού του πληθυσμού και η έλλειψη μεθοδικότητας. Ασφαλώς, πολλές ορθολογικές αλλαγές απαιτούνται στη χώρα μας. Ειδικότερα, αναφορικά με τις ανθρώπινες σχέσεις, είναι ανάγκη να αξιοποιηθεί η ιδιάζουσα ελληνική ευαισθησία, ως βάση για να αποκτήσει οργάνωση ο εθελοντισμός, κατά τα πρότυπα κρατών, όπως ο Καναδάς, που λέγεται ότι διαπρέπει σ’ αυτόν τον τομέα. Πάντως, η υποδειγματική αφοσίωση στο οικογενειακό καθήκον των απλών Ελλήνων, κατά τη δεκαετία της μεγάλης κρίσης, δείχνει ότι, πέρα από τα σοβαρά προβλήματα υπάρχει ένα λαϊκό, ευγενές μέταλλο, που αναμένει επιδέξια χέρια.
Ωστόσο, συνθήκες στην ελληνική κοινωνία και οικογένεια πήραν έναν άσχημο δρόμο, ιδίως στον κοινωνικό μεσαίο χώρο. Δεν αρνούμαστε ότι αγαπά τα παιδιά του, αλλά τα φροντίζει διαστρεβλώνοντας παιδαγωγικούς κανόνες. Πολλοί γονείς εμφύσησαν στους εφήβους τους, ότι πρέπει να επιλέξουν επάγγελμα, με κριτήριο αποκλειστικό την ισχυρότατη οικονομική προοπτική του. Και τα παιδιά, θέλοντας και μη θέλοντας, διαθέτοντας ή μη διαθέτοντας τις ανάλογες δυνάμεις, εντάσσονται αργότερα στους κλάδους αρχικά των πολιτικών μηχανικών, στη συνέχεια των γιατρών ή των δικηγόρων.
Θυμάμαι, ότι από ένα σύνολο τριάντα τελειόφοιτων μαθητών μας, ουδείς σχεδίαζε να γίνει εκπαιδευτικός και στη διαπίστωσή μου είχε απαντήσει συνεσταλμένος ο καλύτερος της τάξης: – «Μα εσείς δεν παίρνετε λεφτά…». Τα παιδιά μετέφεραν τα εσφαλμένα επαγγελματικά και κοινωνικά κριτήρια της επαρχιακής πόλης τους, το 1966, που όμως παραμένουν εν πολλοίς αμετάβλητα. Πόσοι όμως, αναρωτήθηκαν, με ποιο προσωπικό τίμημα διαχειρίστηκαν την επαγγελματική και προσωπική τους ζωή, όσοι εξ αιτίας των γονιών τους, άφησαν να χαθεί το επάγγελμα που γενικά τους ταίριαζε;
Ως προς αυτό το θέμα, η ελληνική κοινωνία και οικογένεια σφάλλουν. Εκτός των άλλων, όταν οδηγούν τα παιδιά προς το επαγγελματικό μέλλον τους, πολλοί παραδίδουν ένα απαράδεκτο μάθημα: Το οικονομικό μεγάλο κέρδος στέκεται υπεράνω όλων και είναι πολύ καλή επιλογή… Ουδείς όμως, έχει το δικαίωμα να εμφυτεύει στον νέο άνθρωπο αυτού του είδους τα ιδεολογήματα. Τον ακρωτηριάζει ως πρόσωπο. Αύριο, έχοντας ξεκινήσει με τη συγκεκριμένη, λανθασμένη εκτίμηση, είναι πολύ πιθανόν να επεκταθεί. Να εκμεταλλεύεται συνανθρώπους του, να απαιτεί φακελάκια, να φοροδιαφεύγει, να ψηφίζει χρήσιμους σ’ αυτόν ανάξιους… Και ίσως αργότερα, κάποιες οικογένειες να μετανοήσουν πικρά για τα λάθη τους.
Δυστυχώς, ο νεοφιλελευθερισμός αριθμεί πολλούς συνενόχους, όχι μόνον τους κυνικούς εισηγητές του. Δεν είναι δυνατόν να λειτουργούν με όρους ανθρωπιάς, κοινωνία και οικογένεια που θεοποιούν το χρήμα, αντί σοβαρότατου τιμήματος. Το χρήμα δεν είναι τo άπαν. Προέχουν, ο σεβασμός, προς τον εαυτό μας και το βάδισμα με το κεφάλι ψηλά, χωρίς ντροπή για τις πράξεις μας. Γιατί εμφανίζεται η ντροπή και ίσως αμείλικτη από τα ίδια τα παιδιά μας, εάν τους διαθέτουμε περιουσιακά στοιχεία ανήθικης προέλευσης, χωρίς να μας τα έχουν ζητήσει. Και θα είναι απόλυτο το δίκιο τους σε αυτές τις περιπτώσεις, διότι τα τιμωρήσαμε, χωρίς αιτία, με ένα θλιβερό επώνυμο εφ’ όρου ζωής…
«Ο καθείς και τα όπλα του…»
Παρακολουθούμε με κατανόηση και λύπη τους νέους και τις νέες μας, που κατά χιλιάδες ξενιτεύτηκαν αναζητώντας επαγγελματική λύση, με αποτέλεσμα να στερείται ανθούς η κοινωνία μας. Παράλληλα, επαινούμε εκείνους και των δύο φύλων, όπως νέους γιατρούς, που δεν ενδιαφέρθηκαν για τις υψηλές αμοιβές του εξωτερικού, αλλά επέλεξαν να ζήσουν μια πολύ μετρημένη ζωή στην πατρίδα μας. Και για πολλούς λόγους, ευτυχώς που δεν ανήκουν στον κόσμο της νοσταλγίας μας.
Συμπερασματικά, θα σώσει τον κόσμο ο «Συμβιωτισμός»; Το κίνημα παρουσιάζεται με ήπιους τόνους στη συνέντευξη, που προαναφέρθηκε. Οι πρωτεργάτες και οι υποστηρικτές του κάνουν το καθήκον τους, ως πνευματικοί άνθρωποι. Χτυπούν την καμπάνα κινδύνου, για να σταματήσουμε την πορεία προς τo μη περαιτέρω. Βασικές σκέψεις διατυπώνουν. Να γίνουμε πολύ καλύτεροι. Είναι παράλογο, ένα τραγικό σχήμα οξύμωρο, τον 21ο αιώνα, που έχουν υπερβεί τη φαντασία η επιστήμη και η τεχνολογία, να εκτυλίσσονται κάθε λεπτό, παντού, κοινωνικά δράματα τεράστιας έκτασης. Ο Άνθρωπος καλείται να παρέμβει.
Η Λογική αναθέτει σε όλους μας την υλοποίηση των προτάσεων ανθρωπισμού, που κατατίθενται. Κατ’ αρχήν, είναι ηθικά απαράδεκτο να εγκαταλείπουμε τη διαχείριση μιας πολύ σοβαρής υπόθεσης, δηλαδή τη ζωή μας, στη μεγαλομανία του χρήματος και στην παγκόσμια ανερμάτιστη εξουσία. Αυτός ο κατήφορος πρέπει να πάρει τέλος. Και αυτό θα συμβεί, αν πάψουμε να «προσμένουμε, ίσως κάποιο θάμα!», όπως «Οι Μοιραίοι» του Κώστα Βάρναλη. Αυτό θα συμβεί, μόνον αν πολλοί προσπαθήσουμε και προσπαθούμε, από τα σπίτια μας μέχρι την ώρα της κάλπης. Απορρίπτοντας εμπράκτως τη θρησκεία του χρήματος, που γεννά τραγωδίες. Την άχρηστη πολυτέλεια, που συχνά είναι ίδια η νεοβαρβαρότητα. Το μέγιστο αγαθό, η πανανθρώπινη ζωή, δικαιούται την ομορφιά. Και την εξασφαλίζουν κατά το ανθρωπίνως δυνατόν, οι χρυσοί κανόνες του μέτρου, της διαχρονικής ηθικής και της αγωνιστικότητας.
Η ιερή Ζωή μάς χρειάζεται. Καθέναν με το όπλο του. Και προς το τέλος του παρόντος κειμένου, ένας αυθεντικός διάλογος, πρόσφατα, σε δρόμο της Αθήνας.
(Ο κύριος, με γκρίζα μαλλιά, στον ηλικιωμένο καθηγητή του)
– Κύριε Κ… χαίρομαι που σας βλέπω καλά, ύστερα από 40 χρόνια .
Καθηγητής: – Ευχαριστώ πολύ, παιδί μου. Πώς είσαι;
Μαθητής: – Είμαι συνταξιούχος του ΙΚΑ. Ποτέ δεν έκλεψα.
Καθηγητής: – Αυτό δεν το έκανα εγώ. Αλλά είμαι περήφανος για σένα.
Μαθητής: – Δεν το κάνατε σεις. Αλλά, συμβάλατε κι εσείς.
Παρόμοια συγκίνηση θα νιώσει κάποτε κάθε άνθρωπος, που δεν υπάρχει απλώς, αλλά συνυπάρχει. Και το δεύτερο, είναι το ζητούμενο. «…δόσις δ’ ολίγη τε φίλη τε» 3. Καλόδεχτο το λίγο που θα δώσεις. Δεν θα σιγήσει ποτέ η φωνή της ομηρικής Ναυσικάς.
1«…Κι εμπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι». Από την παραλογή «Του Νεκρού Αδελφού». Ανθολογία της Ποιήσεως, Μιχάλη Περάνθη.
2 Μετάφραση συνέντευξης του Αλέν Καγέ, από τον Θ. Γιαλκέτση, υπό τον τίτλο «Η τέχνη της συμβίωσης». Η Εφημερίδα των Συντακτών, 1-2 Αυγούστου 2020.
3 Οδύσσειας Ζ, στίχ. 208. Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή, Αθήνα 1976.