Γράφει η Kωνσταντίνα Μαρκόγλου: Φοιτήτρια Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ
Υπάρχουν μέρη άγνωστα που κανείς θα ήθελε να γνωρίσει και μέρη γνωστά που όμως δεν δύναται να επισκεφτεί. Για την κοινότητα του Δήμου Πεντέλης είναι βέβαιο πως έχει στο σύνολό της μια πολιτιστική κληρονομιά που αξίζει κανείς να μάθει, να μελετήσει, να επισκεφτεί και να επικοινωνήσει στο ευρύ κοινό.
Όπως έχει ήδη γίνει κατανοητό από τον τίτλο και μένοντας στην πρώτη κατηγορία των όχι και τόσο διαδεδομένων θέσεων, ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το Νυμφαίο της Πεντέλης που αποτελεί ένα φυσικό μνημείο του Πεντελικού όρους, σε υψόμετρο 800 μέτρων. Είναι μοναδικό στο είδος του με ιδιαίτερη σημασία τόσο για την τοπική, όσο και για την αρχαιολογική κοινότητα. Ο λόγος της μεγάλης αξίας του, έγκειται στην ακέραιη κατάσταση στην οποία βρέθηκε, δίνοντας μια ακριβή εικόνα ενός λατρευτικού Νυμφαίου όπως ήταν την εποχή της λατρείας του.
Τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος και οι ιστορίες τους
Εκ πρώτης όψεως η – σε μεγάλο βαθμό – μαρμάρινη αυτή σπηλιά φαντάζει με θάλαμο ακανόνιστου σχήματος (6,40 μ. πλάτος x 6,50 μ. μήκος) και η λειτουργία της χρονολογείται από την κλασική έως και τη ρωμαϊκή περίοδο (α’ ήμισυ 5ου αιώνα π.Χ. έως 2ο αιώνα μ.Χ.). Μετά την ανακάλυψή της (1952) από τον αρχαιολόγο Ιωάννη Παπαδημητρίου και την ομάδα του, ήρθαν στο φως σειρά ευρημάτων που συνέθεσαν όλη την ιστορία του σπηλαίου (εικ.1). Από τα σημαντικότερα ευρήματα ήταν δυο αναθηματικές πλάκες. Έχουν βρεθεί επίσης πήλινα ειδώλια, λυχνάρια και μαρμάρινα θραύσματα ποικίλων λειτουργιών.
Το πρωιμότερο ανάγλυφο χρονολογείται το 350 π.Χ., παρουσιάζοντας τον Πάνα, τις Νύμφες και τον Ερμή. Στο δεξί μέρος του έργου έχουν τοποθετηθεί τρεις αναθέτες, ο Τηλεφάνης, ο Νικήρατος και ο Δημόφιλος. Τα πρώτα τρία πρόσωπα εμφανίζονται μεγαλύτερα σε μέγεθος, διαχωρίζοντας την αξία και τη θεϊκή φύση τους. Το δεύτερο ανάγλυφο χρονολογείται γύρω στο 310 π.Χ. και έχει κατασκευαστεί σε ορθογώνια βάση που φέρει την επιγραφή «Αγαθήμερος ταις Νύμφαις ανέθηκεν».
Στα δεξιά, παρουσιάζει τον αναθέτη Αγαθήμερο να κρατά αγγείο πόσης και έναν νεαρό να του προσφέρει κρασί. Αριστερά, βρίσκονται οι Νύμφες και ο Ερμής, καθώς και ο καθήμενος Πάνας με μουσικό όργανο (σύριγγα) στο χέρι (εικ. 2-3). Ως προς τα υπόλοιπα ευρήματα, τα ειδώλια επιβεβαιώνουν τη λατρευτική χρήση του άντρου από τον 5ο αιώνα π.Χ. μέχρι και την καταστροφή του. Η πτώση της οροφής και το φράγμα της εισόδου μαρτυρούν πως η εν λόγω καταστροφή προήλθε είτε μετά από σεισμό και ρήψη βράχων είτε εξαιτίας της λατόμησης με όμοια αποτελέσματα. Αν και τα λυχνάρια συνήθως παρουσιάζονται ως μέσα φωτός, δεν αποκλείεται να χρησίμευαν και ως μέσα τελετουργικής χρήσης. Τα μέλη μαρμάρινης λεκάνης και τα μαρμάρινα κατάλοιπα τράπεζας προσφορών, τέλος, γεμίζουν ερωτήματα για το αν το Νυμφαίο πρόκειται τελικά για ένα σπήλαιο σε μορφή μαντείου όπου ασκούνταν η υδρομαντεία ή η λεκανομαντεία.
Αναθυματικά ανάγλυφα από την Πεντέλη – Αθήνα – Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Εδώ, λοιπόν, αξίζει να αναφερθούμε στο μυθολογικό υπόβαθρο του σπηλαίου. Οι θεότητες που λατρεύονταν στην ελεύθερη φύση ήταν συνήθως ο τραγοπόδαρος Πάνας, οι Νύμφες, και ο συνοδός τους Ερμής. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Πάνας γεννήθηκε στην Αρκαδία. Λέγεται πως είχε πόδια και κέρατα τράγου, μακριά γένια και ουρά κατσίκας. Θεωρείτο θεός της βλάστησης, της γονιμότητας, ενώ του αποδίδονταν και προφητικές ιδιότητες.
Ο Παυσανίας αναφέρει πως η λατρεία του ήταν τόσο σημαντική κατά την αρχαιότητα, ώστε πολλά σπήλαια και λόφοι να πάρουν το όνομά του. Αυτό είναι κάτι που μπορεί κανείς να επιβεβαιώσει μόλις σε απόσταση 100 μέτρων από το Νυμφαίο, στη γνωστή σε όλους σπηλιά του Νταβέλη, της οποίας το όνομα κατά την αρχαιότητα ήταν «ιερό του Πανός». Οι Νύμφες επίσης, σύμφωνα με τον Όμηρο, ήταν κόρες του Δία και κατοικούσαν σε βουνά, πηγές, δάση και νησιά. Ήταν όμορφες και συνδέονταν με το υδάτινο στοιχείο και τη γονιμότητα. Πολλές φορές παρουσιάζονται ως τροφοί του Ερμή, του Διόνυσου, του Πάνα και άλλων θεών. Η μαντική τους ιδιότητα επιβεβαιώνεται μέσα από τους «νυμφόληπτους», δηλαδή επισκέπτες σπηλαίων που διέπονταν από μανία εξαιτίας των σταλακτικών φωτοσκιάσεων και προέβλεπαν το μέλλον, ύστερα από επίδραση των θεοτήτων. Τέλος, ο Ερμής, ο οποίος επίσης λατρευόταν ιδιαίτερα στην Αρκαδία, ήταν ένας από τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου. Ήταν προστάτης βοσκών και κοπαδιών και συνδέεται με τη χθόνια λατρεία.
Η σημερινή κατάσταση του Νυμφαίου
Το παρόν άρθρο προβάλλει εξ αρχής την ανάγκη διάσωσης και επικοινωνίας του Νυμφαίου. Προτού όμως

αναζητήσουμε τα εργαλεία της μέριμνας, οφείλουμε να αναλογιστούμε τα προβλήματα που διέπουν τον χώρο. Είναι γνωστό πως ο κύριος λόγος αφάνειας του Νυμφαίου οφείλεται στη δυσκολία εύρεσής του και στον τρόπο πρόσβασης σε αυτό. Αυτό αρχικά οφείλεται στην απουσία οδών με προσιτά χαρακτηριστικά περιπατητικής διαδρομής. Ο χώρος περιορίζει την ομάδα επισκεπτών του σε άτομα που έχουν την ανάλογη φυσική κατάσταση, που δεν έχουν δυσκολίες βαδίσματος ή όρασης και που γνωρίζουν τη διαδρομή από στόμα σε στόμα.
Ακόμα, η ανυπαρξία σήμανσης ή άλλων μέσων ψηφιακής καταχώρησης (π.χ. gps spot) με τον τίτλο «Νυμφαίο Πεντέλης» περιορίζει τον ακριβή εντοπισμό του. Στη συνέχεια και αφού κανείς βρεθεί στον χώρο, έχει να αντιμετωπίσει μια παραμελημένη εικόνα ενός συνόλου, το οποίο το έχει κυριολεκτικά καταλάβει η φύση. Ρίζες, κλαδιά, κομμένοι κορμοί δέντρων και αλλά κατάλοιπα έχουν επισκιάσει μεγάλο μέρος του σπηλαίου, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πως πρόκειται για κάποια άξια προσοχής θέση. Παρόλα αυτά και αφού κανείς καταφέρει να βρεθεί στο εσωτερικό του σπηλαίου, μπορεί εύκολα να συμπεράνει πως πλέον δεν θυμίζει σε τίποτα την αρχική μορφή του. Τις μόνες ενδείξεις των πληροφοριών που αναφέρθηκαν στην αρχή, αποτελούν κάποια σταλακτιτικά κατάλοιπα και λοιπά μαρμάρινα θραύσματα (εικ. 4). Αυτή η εικόνα προφανώς δεν είναι ούτε φιλόξενη για τον απλό επισκέπτη, αλλά ούτε και προσιτή για ένα σύνολο αφήγησης προς αυτόν.
Η εμπειρία των επισκεπτών στον χώρο, έρχεται έτσι σε μεγάλη αντίθεση με την ιστορική του υπόσταση, κατατάσσοντάς το αυτομάτως σε μια μη ενδιαφέρουσα πολιτιστική περιήγηση. Βάσει των νομοθετικών θέσεων και αρχών, διαχειριστής αυτής της κατάστασης είναι τόσο οργανισμοί διάσωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς (βλ. UNESCO) όσο και κρατικής κλίμακας οργανισμοί (βλ. ΥΠΠΟΑ). Ερευνώντας κανείς το έργο τους, μπορεί εύκολα να καταλάβει τη μεγάλη και αναγκαία συμβολή τους. Οι λεγόμενες «επεμβάσεις» που έχουν αναλάβει,

παρουσιάζουν ένα οργανωμένο πλάνο από τη διασφάλιση στην ανάδειξη και από την ανάδειξη στην εξέλιξη. Συνδέοντας αυτό με τη σημερινή κατάσταση του Νυμφαίου, θα ήταν καλό να μελετήσουμε επιδερμικά κάποιες από τις δράσεις επικοινωνίας των αρχαιολογικών χώρων σε συνεργασία με την τοπική κοινότητα.
Η επαφή της επιστημονικής με την τοπική κοινότητα αποτελεί μια από τις πιο βιωματικές ενέργειες μετάδοσης της αρχαιολογικής κληρονομιάς στο ευρύ κοινό με ευχάριστο και παραγωγικό τρόπο (Δημόσια Αρχαιολογία). Αν αναλογιστούμε τις υπάρχουσες δράσεις του δήμου (π.χ. Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Δήμου Πεντέλης, Σύλλογος Προσκόπων κ.ά.) αλλά και την επακόλουθη στήριξή τους, είναι κατανοητή η επιθυμία της κοινότητας για πνευματική και ταυτοχρόνως ψυχαγωγική περιπλάνηση. Ήδη με τα παραπάνω δυο παραδείγματα επιβεβαιώνεται η θέρμη με την οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει το πρόγραμμα ανάδειξης του Νυμφαίου. Το μεν Δημοτικό Πανεπιστήμιο αποτελεί άξονα διδακτικού χαρακτήρα, ο δε Σύλλογος Προσκόπων την επαφή με τη φύση, την κληρονομιά της και την κοινωνική συνύπαρξη.
Με αυτό βέβαια συμπεραίνουμε και την κοινωνική ανάγκη του ανθρώπου για δημιουργία πολιτισμικής μνήμης στα πλαίσια της συλλογικής του ταυτότητας. Μια ομάδα, κοινές ιδέες και αξίες σε έναν ορισμένο χώρο παράγουν αυτό που απαντά στο «τι δεν πρέπει να ξεχάσουμε». Οι αξέχαστες εμπειρίες όμως, μένουν στη μνήμη κυρίως μέσα από έργα. Δράσεις που είναι βέβαιο πως θα ενθουσίαζαν τον εν δυνάμει επισκέπτη του σπηλαίου -με μια πρόχειρη παρουσίαση- θα μπορούσαν να ήταν οι λεγόμενες «πράσινες πολιτιστικές διαδρομές», πειραματικά εργαστήρια προς ανάδειξη του γεωλογικού πλούτου, ψηφιακή προσομοίωση του λατρευτικού χώρου, θεματικές ξεναγήσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα ποικίλων θεμάτων. Η βιώσιμη ανάπτυξη μιας πόλης, μπορεί κάλλιστα να επιτευχθεί μέσα από τα εργαλεία της συμμετοχικότητας, της επικοινωνίας και της αποδοχής των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που συνοδεύουν και διαφοροποιούν από τον μαζικό πολιτισμό, τον κάθε τόπο και την κοινότητά του.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
-Βαβουρανάκης Γ., «Αρχαιολογία του τοπίου: θεωρητικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Ενότητα 4.1: Το τοπίο ως πολιτισμικό αγαθό». Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών. Έκδοση 1.0. Αθήνα. (2015) Διαθέσιμο από τη δικτυακή διεύθυνση: http://opencourses.uoa.gr/courses/ARCH11.
-Δεληγιώργης Χ., Σπήλαια της Αττικής αφιερωμένα στην λατρεία του θεού Πάνα. Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία. (1980).
-Δεληγιώργης Χ., Tα σημαντικότερα σπήλαια της Αττικής που ήταν αφιερωμένα στον τραγοπόδαρο θεό, Αφιέρωμα: Ελλάδα, η χώρα των σπηλαίων, Εφημερίδα Καθημερινή. (1993).
-Παπαχατζής Ν., Παυσανίου Ελλάδος περιήγησις: Αττικά, Εκδοτική Αθηνών. (1974).