Έρευνα – παρουσίαση: Γιώργος Πάλλης
Πλήρης ημερών απεβίωσε στα τέλη του περασμένου έτους ο Ευάγγελος Πετρούτσος, εργολάβος οικοδομών, γόνος μιας από τις παλιές οικογένειες του Αμαρουσίου. Η ευγένεια και το ήθος του χαρακτήρα του είναι γνωστά σε όσους τον γνώρισαν, όπως επίσης και το πάθος για τη δουλειά του, την οποία εξασκούσε και σε πολύ προχωρημένη, για τα συνήθη δεδομένα, ηλικία. Ο Ευάγγελος Πετρούτσος ήταν τελειομανής και η ποιότητα της εργασίας του τον έκανε γνωστό σε σημαντικούς αρχιτέκτονες, οι οποίοι τον προτιμούσαν και τον εμπιστεύονταν.
Μία ιδιαίτερη πτυχή της δουλειάς του αποτέλεσαν οι εργασίες που πραγματοποίησε σε παλιές εκκλησίες και στη μητρόπολη του Αμαρουσίου, τις οποίες τιμούσε ιδιαίτερα, όντας ο ίδιος βαθειά θρησκευόμενος αλλά και φιλάρχαιος. Ως προς το δεύτερο, είναι χαρακτηριστικό ότι διατηρούσε ζωηρή την ανάμνηση από τον τάφο που είδε να αποκαλύπτεται στην εκκλησία των Αναργύρων, όταν γίνονταν εργασίες επέκτασής της λίγο μετά το 1940, και περιείχε τη σορό ενός ιερωμένου σε καθήμενη θέση (για τον οποίο μου διηγήθηκε πολύτιμες πληροφορίες το 1999).
Το πρώτο σχετικό έργο του ήταν η ανοικοδόμηση το 1953 του ερειπωμένου παρεκκλησίου του Αγίου Νικολάου στην περιοχή του Πέλικα, σήμερα ανάμεσα στις οδούς Δωδεκανήσου και Μ. Ανδρόνικου. Το εκκλησάκι αυτό, κτισμένο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (πριν από το 1729), είχε εγκαταλειφθεί από πολλά χρόνια και η πέτρινη καμάρα που το στέγαζε είχε γκρεμιστεί –ως ερείπιο το έχει μάλιστα περιγράψει πολύ ποιητικά ο ζωγράφος και λογοτέχνης Φώτης Κόντογλου. Ο Πετρούτσος ανοικοδόμησε τον ναό επάνω στους παλαιούς του τοίχους, στις ίδιες διαστάσεις, και τον κάλυψε πάλι με καμάρα, στην κατασκευή της οποίας εργάστηκε προσωπικά. Η εξωτερική λιθοδομή παρέμεινε εμφανής, δηλώνοντας την παλαιότητα του κτίσματος. Έτσι αποκαταστάθηκε ένα μνημείο του Αμαρουσίου, για να κακοποιηθεί όμως αργότερα με επιχρίσματα και την προσθήκη ενός πρόναου με τζαμαρίες, που έχουν κατά πολύ αλλοιώσει την εικόνα του.
Καίρια ήταν η συμβολή του Ευάγγελου Πετρούτσου στη διάσωση του μικρού ναού των Αγίων Ασωμάτων ή Ταξιαρχών στην είσοδο του κέντρου του Αμαρουσίου, επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας. Το κτίσμα, που χρονολογείται στον 17ο ή 18ο αιώνα, είχε περιέλθει στις αρχές της δεκαετίας του 1960 σε πολύ άσχημη κατάσταση, με την πέτρινη καμάρα της σκεπής του έτοιμη να πέσει. Η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων είχε καταγράψει το πρόβλημα αλλά ανέβαλε διαρκώς την επίλυσή του. Λόγω της κωλυσιεργίας αυτής, ο Πετρούτσος πήρε την πρωτοβουλία να ξεκινήσει τις απαραίτητες εργασίες στις αρχές του 1967, εξασφαλίζοντας εκ των υστέρων τη συγκατάθεση του τότε Εφόρου Παύλου Λαζαρίδη για την ολοκλήρωσή τους. Η αφαίρεση των επιχρισμάτων και των στρώσεων ασβέστη που σκέπαζαν το ναό αποκάλυψε πλήθος αρχαία και βυζαντινά μάρμαρα, με τα οποία είχε κτιστεί, και επανέφερε το κτίσμα στην αρχική εμφάνισή του. Η καμάρα στερεώθηκε και έτσι έγινε δυνατή η συντήρηση αργότερα των τοιχογραφιών, έργων του 18ου αιώνα (που καλύφθηκαν ξανά από αιθάλη πριν από λίγα μόλις χρόνια, εξαιτίας φωτιάς από αναμμένα κεριά). Ο Πετρούτσος προχώρησε και σε κάποιες προσθήκες που δεν θα έπρεπε να γίνουν, καθώς δεν υπήρχαν στην αρχική μορφή του κτιρίου: έκλεισε το παράθυρο της πρόσοψης, για να τοποθετηθεί εικόνα, έκτισε στο ίδιο σημείο ένα καμπαναριό και πρόσθεσε μια οδοντωτή ταινία με τούβλα γύρω από το τελείωμα της στέγης. Οι αρχές της συντήρησης ιστορικών και αρχαιολογικών μνημείων δεν επιτρέπουν νέες προσθήκες, όπως αυτές, καθώς αλλοιώνουν την αυθεντική μορφή τους και προκαλούν σύγχυση στους ερευνητές που τα μελετούν. Στην περίπτωση των Ασωμάτων, η γνώση και η καλαισθησία του Πετρούτσου, καθώς και η ποιότητα των υλικών και της εργασίας του, οδήγησαν σε ένα αποτέλεσμα που αλλοιώνει μεν ορισμένα στοιχεία, αλλά δεν κακοποιεί το μνημείο.
Ο Πετρούτσος εργάστηκε ιδιαίτερα και στο ναό της Παναγίας, τη μητρόπολη του Αμαρουσίου, στην οποία διετέλεσε επί σειρά ετών και επίτροπος. Η κεντρική εκκλησία της πόλης, κτίσμα του 1870-1874, παρουσίαζε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 πολλά προβλήματα, λόγω της παλαιότητάς του. Το 1963 εκτέλεσε το έργο της προσθήκης της στοάς στην πρόσοψη του ναού, με ίσων διαστάσεων υπόγειο, για την εξασφάλιση ωφέλιμων χώρων. Κατά τις εκσκαφές της θεμελίωσης βρέθηκαν κατάλοιπα που πιθανότατα ανήκαν στην παλαιότερη εκκλησία και λείψανα τάφων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 συμμετείχε δραστήρια στις προσπάθειες για τη συνολική επισκευή της Παναγίας και ανέλαβε το έργο της ανακαίνισης του καμπαναριού, με την προσθήκη του μεγάλου ρολογιού.
Ως άνθρωπος της τάξης, ο Ευάγγελος Πετρούτσος τηρούσε αρχείο για τις διάφορες εργασίες του, μεταξύ των οποίων και εκείνες στους παλαιούς ναούς του Αμαρουσίου, που με συντομία περιγράψαμε. Τα στοιχεία αυτά έχουν μεγάλη αξία για την ιστορία των μνημείων και πιστεύουμε ότι η οικογένειά του θα μεριμνήσει για τη διατήρησή τους – ευχής έργο θα ήταν να παραχωρηθούν προς φύλαξη σε χώρο όπου θα είναι προσβάσιμα στους ενδιαφερόμενους ερευνητές, όπως το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο του Δήμου Αμαρουσίου ή η Βορέειος Βιβλιοθήκη.