Γράφει ο Αλέξανδρος Καζαντζίδης – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας, φύλλο Χαλανδρίου – Αγίας Παρασκευής – Παπάγου – Χολαργού – 31/03/2021
Η πρωτόγνωρη συγκυρία της πανδημίας ανάγκασε, εκ των πραγμάτων, τις διοικήσεις όλων των Δήμων να βάλουν τις προτεραιότητες τους, μέσα στο ασφυκτικό οικονομικό πλαίσιο. Σε μια μακρά περίοδο περιορισμών στις μετακινήσεις και τις ώρες κυκλοφορίας, δήμαρχοι πόλεων, για παράδειγμα, επιδόθηκαν σε πανάκριβους «περιπάτους» ή εορταστικούς στολισμούς εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, παρακολουθώντας σχεδόν άπραγοι τα προβλήματα γύρω τους.
Το ζήτημα ήρθε στην επικαιρότητα με αφορμή την πρόσφατη σπουδαία στιγμή της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821. Αρκετοί αιρετοί, πολίτες και φορείς στα βόρεια προάστια εξέφρασαν ανοιχτά το παράπονό τους γιατί ο σημαιοστολισμός δεν ήταν πλούσιος ή οργανώθηκαν απειροελάχιστες δημόσιες εκδηλώσεις. Η ανάγκη για τόνωση του ηθικού όλων, εν μέσω ενός παρατεταμένου εγκλεισμού που δοκιμάζει τις αντοχές, είναι, σε έναν βαθμό, δικαιολογημένη.
Παρά τις έκτακτες ελλείψεις προσωπικού λόγω κρουσμάτων ή αδειών, κάποιοι Δήμοι αξιοποίησαν τη Φιλαρμονική για λίγη μουσική στους δρόμους (Αγία Παρασκευή), ενώ άλλοι φωταγώγησαν συμβολικά δημοτικά κτίρια ή οργάνωσαν διαδικτυακές δράσεις (Παπάγου – Χολαργός). Ο δήμαρχος της τελευταίας περιοχής, Ηλίας Αποστολόπουλος, με δηλώσεις του, έβαλε τα πράγματα μάλλον στη θέση τους: «Οπωσδήποτε θα θέλαμε να κάνουμε κάτι πιο σπουδαίο και ιδιαίτερο, αλλά έχουμε πανδημία και δεν μπορεί να τα χαρεί ο κόσμος. Δεν κυκλοφορεί με τη συχνότητα που θα ήθελε και δεν επιτρέπεται να βγει έξω με το επιχείρημα ότι θέλει να δει τον στολισμό της πόλης. Το να φέρναμε ένα κονδύλι 30.000-40.000 ευρώ για κάτι πιο εντυπωσιακό, όπως λέιζερ στον Υμηττό, δεν το συνηθίζουμε και οι περισσότεροι θα μας κατέκριναν αν χαλούσαμε τόσα χρήματα εν μέσω κορωνοϊού».
Μια επίσης ταιριαστή απάντηση στα παράπονα αλλά και τις «πριβέ» δεξιώσεις – τελετές φαντάζουν τα λόγια του λογοτέχνη Γιάννη Μακριδάκη, τακτικού επισκέπτη, μάλιστα -μέχρι πέρσι- του Χαλανδρίου και της Αγίας Παρασκευής: «Θυμάμαι πως στη γειτονιά μου πάντοτε, όταν έφευγε από τη ζωή ή ήταν στα τελευταία του, δεν κάναμε γιορτές, δεν βάζαμε δυνατά το ράδιο στο σπίτι, σεβόμασταν τη μνήμη ή την αρρώστια του. Μέχρι σήμερα, στα χωριά ακυρώνουν πανηγύρια αν τύχει να πεθάνει γείτονας παραμονές ή ανήμερα. Δεν χρειάζονται τέτοιες χαρές ακόμη κι αν τις θέλουν, στερούνται τις γιορτές από σεβασμό στους συνανθρώπους τους που πενθούν. Απαλύνουν έτσι τον πόνο των συγγενών, δεν τους τον κάνουν ακόμη πιο αβάσταχτο με τα γλέντια τους. Αυτό, όμως, είναι ανθρωπιστική παιδεία, συνείδηση κοινωνικής ευθύνης, καλλιέργεια ψυχής και τα διαθέτουν άνθρωποι, που δεν έχουν ακούσει ίσως ποτέ τους μια λέξη, η οποία είναι στη μόδα, την ενσυναίσθηση…»