Γράφει η Πέγκη Φαράντου: Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών – Συγγραφέας – Ζωγράφος.
Στην Εύβοια, στο δεύτερο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας, δεσπόζει η Δίρφυς. Η Δίρφυς είναι η υψηλότερη οροσειρά της Εύβοιας, αλλά και ολόκληρης της νησιωτικής χώρας, μετά την Κρήτη. Βουνά με απόκρημνες πλαγιές και σπάνια βιοποικιλότητα, στέκονται περήφανα στο κέντρο της Εύβοιας και αγναντεύουν τον Ευβοϊκό και το Αιγαίο πέλαγος. Πλούσια δάση από έλατα, καστανιές αλλά και πλατάνια, κερασιές και πεύκα, σε χαμηλότερο υψόμετρο, ντύνουν τα βουνά με τα πιο όμορφα χρώματα. Δέντρα που αλλάζουν χρώματα μαζί με τις εποχές και μοναδικά λουλούδια που φύονται στις ψηλές βουνοκορφές, συνθέτουν τους πιο όμορφους πίνακες ζωγραφικής.
Κάποτε ένας φίλος ζωγράφος, από τη Γερμανία, έλεγε για το πόσο δύσκολο ήταν να αποτυπώσει αυτά τα χρώματα της Ελλάδας. Οι αποχρώσεις άλλαζαν τόσο γρήγορα ανάλογα με το φως της ημέρας και της εποχής.
Τον χειμώνα η Δίρφυς έχει έντονες χιονοπτώσεις με μεγάλη διάρκεια. Οι βουνοκορφές της είναι χιονισμένες σχεδόν όλο τον χρόνο, συχνά και το καλοκαίρι. Εκεί ο χειμώνας είναι βαρύς…
Στους Στρόπωνες, ένα χωριό ανάμεσα σ’ αυτές τις βουνοκορφές, ζει και η κυρά Γιωργία. Η κυρά Γιωργία γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό αυτό. Οι γονείς της είχαν ένα μικρό καφενείο, δίπλα στην Εκκλησία του χωριού. Εκεί μεγάλωσε και εκείνη. Όταν οι γονείς της κοιμήθηκαν, το καφενείο ανέλαβε εκείνη μαζί με τον άντρα της, τον μπάρμπα Μήτσο. Παρότι τα χρόνια περνούσαν, εκείνη διατηρούσε το καφενείο όπως ακριβώς το άφησαν οι γονείς της. Στο κέντρο μια ξυλόσομπα, δεν σταματούσε να καίει μεγάλα ξύλα. Γύρω από αυτή, τέσσερα μικρά τραπέζια και λίγες καρέκλες. Λίγο πιο κει, ένα μικρό κουζινάκι. Εκεί μαγείρευε η κυρά Γιωργία το φαγητό της ημέρας, για την οικογένεια και για όποιον άλλο ήθελε ζεστό φαγητό. Δίπλα στην πόρτα, λίγα καφάσια με τοπικά προϊόντα, ρίγανη, τσάι του βουνού, κάστανα, ξερά φασόλια και ξύλα, πολλά ξύλα, κομμένα και στοιβαγμένα με τάξη.
Ήταν Κυριακή. Η κυρά Γιωργία είχε φορέσει το καλό της παλτό, για να πάει στην Εκκλησία. Το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα, ενώ συνέχιζε να χιονίζει. Παρ’ όλα αυτά η Εκκλησιά ήταν γεμάτη κόσμο και τα μανουάλια γεμάτα από κεράκια που έκαιγαν. Ο μοναδικός ψάλτης ήταν κρυωμένος και έψελνε με βραχνή φωνή πριν ο παπάς πει το Ευαγγέλιο. Όταν η Λειτουργία τελείωσε και ο παπά Δημήτρης είπε το «Πάτερ ημών», όλοι ετοιμάστηκαν να φύγουν. Τότε, κόπηκε το ρεύμα από την κακοκαιρία! Ο νεωκόρος σηκώθηκε γρήγορα από την καρέκλα που καθόταν και πήγε να ανοίξει την πόρτα της Εκκλησίας, για να βγει ο κόσμος. Η πόρτα όμως δεν άνοιγε. Μάταια προσπάθησαν να τον βοηθήσουν, όσοι έσπρωχναν μαζί του την πόρτα. Η πόρτα είχε κλείσει από το πυκνό χιόνι. Τότε ο Θανασάκης, που ήταν μικρόσωμος και με διάθεση για προσφορά, βγήκε από το παράθυρο της Εκκλησίας. Παρότι δεν σταμάτησε να χιονίζει, κατάφερε να ανοίξει τη μεγάλη ξύλινη πόρτα. Εκείνη την ημέρα κανένας δεν μπορούσε να πάει στο σπίτι του. Το πυκνό χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα. Τότε, η κυρά Γιωργία τους κάλεσε όλους στο καφενείο της, που ήταν δίπλα στην Εκκλησία. Το καφενείο γέμισε με κόσμο, γέμισε με φίλους. Η σόμπα έκαιγε ασταμάτητα. Η κυρά Γιωργία, μπορεί να μην είχε ρεύμα, όμως έφτιαξε φασολάδα για όλους, στην πυρωμένη από τη φωτιά εστία της σόμπας. Έβγαλε στο τραπέζι ελιές, ψωμί και τσίπουρο. Η φασολάδα ήταν νόστιμη και σύντομα η κατσαρόλα άδειασε. Μαζί με το φαγητό, οι ιστορίες και τα γέλια δεν σταματούσαν.
Η μέρα είχε περάσει, χωρίς ρεύμα το φως ήταν λιγοστό. Όλοι ήταν γύρω από τη ξυλόσομπα που είχε κάνει τα τζάμια να ιδρώνουν από τη ζέστη. Από το μικρό καφενείο ακούγονταν γέλια και συζητήσεις για όλα τα θέματα της επικαιρότητας. Όταν ξαφνικά, ήρθε το ρεύμα! Τα ψυγεία δούλεψαν, τα φώτα άναψαν και η τηλεόραση, που η κυρά Γιωργία είχε στο καφενείο, άνοιξε αυτόματα. Στην οθόνη, μια δημοσιογράφος μέσα στα χιόνια ενημέρωνε. Προσοχή! Επικίνδυνες χιονοπτώσεις στην περιοχή σας! Περιορίστε δραστικά τις μετακινήσεις και ακολουθήστε τις οδηγίες των Αρχών! Το πλάνο αλλάζει και εμφανίζεται κάποιος άλλος δημοσιογράφος, γεμάτος χιόνι, να λέει στους τηλεθεατές να μείνουν στα σπίτια τους, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στους ηλικιωμένους. Η σύνδεση διακόπτεται, για νέο έκτακτο δελτίο επικίνδυνων καιρικών φαινομένων. Ο δημοσιογράφος συνεχίζει να μεταδίδει με πανικόβλητο τόνο τα γεγονότα.
Στο καφενείο επικρατούσε σιωπή, όλοι κοιτούσαν την τηλεόραση. Τότε, ο παπά Δημήτρης σήκωσε το ποτήρι με το τσίπουρο και είπε στην κυρά Γιωργία, «κυρά Γιωργία! φέρε μας λίγο ακόμη από το ωραίο τσίπουρο και κλείσε και αυτή την τηλεόραση!». Η κυρά Γιωργία, αφού έκλεισε την τηλεόραση, πήγε στο μικρό κουζινάκι και επέστρεψε με ένα μπουκάλι τσίπουρο και ένα μεγάλο πιάτο καρύδια με μέλι…