Γράφει η Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Συγγραφέας – Ζωγράφος, Πέγκυ Φαράντου
Σήμερα είναι μια όμορφη μέρα, είπε η Φρύνη στον γάτο της που την ξύπνησε νωρίς με το νιαούρισμα του. Μόλις είχε ξημερώσει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι με μια απότομη κίνηση και άνοιξε τα παράθυρα του σπιτιού να μπει καθαρός αέρας. Ο ήλιος γέμισε με φως ολόκληρο το σπίτι. Έφτιαξε καφέ. Άρωμα από φρεσκοκομμένο καφέ χύθηκε στον χώρο. Πήρε το μικρό φλιτζάνι καφέ και κάθισε στο γραφείο της. Εκεί την περίμενε μια στοίβα από χαρτιά, λογαριασμούς, γράμματα, σημειώσεις με εκκρεμότητες που έπρεπε να τακτοποιηθούν και πολλά κίτρινα post it. Λογαριασμοί, του ρεύματος, του νερού, του τηλεφώνου, μια υπενθύμιση από τον γιατρό της για εξετάσεις υγείας, ένας φάκελος χωρίς αποστολέα. Ήπιε μια γουλιά καφέ. Χιλιάδες σκέψεις γύριζαν στο μυαλό της. Ο γάτος είχε ξαπλώσει στο περβάζι του παραθύρου και απολάμβανε τον ήλιο.
Ένας γνώριμος σύντομος ήχος την σήκωσε από το τραπέζι. Είχε ξεχάσει το κινητό της στο υπνοδωμάτιο. Ο ήχος ειδοποίησης μηνυμάτων τής το θύμισε. Καλημέρα, καλό μήνα, καλό Σαββατοκύριακο, καλή διασκέδαση, με πολύχρωμες κινούμενες εικόνες… Με το ένα χέρι σήκωσε το φλιτζάνι, για μια ακόμη γουλιά καφέ και με το άλλο το κινητό. Κάθε πρωί διάβαζε τα νέα στο διαδίκτυο. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών ήταν από τον χώρο της ιατρικής. Γραφήματα, πολύχρωμα και αυτά, να μετρούν ανθρώπους ανάλογα με διάφορες παραμέτρους. Εμβολιασμένοι, μη-εμβολιασμένοι, ευπαθείς ομάδες – μη ευπαθείς ομάδες, ζωή – θάνατος, γυναίκες – άντρες, ανοσία, κρούσματα, μάρκες εμβολίων, κλίνες νοσοκομείων…Αυτά όχι μόνο στο διαδίκτυο, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, αλλά και στο καφενείο, στην αγορά, στον δρόμο.
Η Φρύνη έκλεισε το κινητό και ήπιε την τελευταία γουλιά καφέ. Τότε, χτύπησε το σταθερό τηλέφωνο. Ήταν η μητέρα της από τη Σάμο.
«Καλημέρα μαμά, τι κάνετε;», «Καλά είμαστε παιδί μου, σήμερα μαζέψαμε και τις τελευταίες ελιές από το περιβόλι, αύριο θα τις πάμε στο ελαιοτριβείο για το λάδι, θα σου στείλω στην Αθήνα αγουρέλαιο. Έχεις από όλους χαιρετίσματα. Από τη θεία σου την Κατερίνα και τον Λευτέρη που συνάντησα τυχαία στην Εκκλησία, πέρασε στο Πανεπιστήμιο, με ρωτούσε αν παντρεύτηκες. Έχεις χαιρετίσματα και από τον παπά Νικόλα. Εσύ τι κάνεις Φρύνη μου;», «Καλά είμαι μαμά, να δώσεις σε όλους την αγάπη μου…». Η ώρα είχε περάσει. Η Φρύνη επανέλαβε «καλά είμαι μαμά…» όμως έλεγε ψέματα, χιλιάδες σκέψεις τριγυρνούσαν στο μυαλό της.
Στα χέρια της πήρε έναν φάκελο που είχε έρθει με το ταχυδρομείο, χωρίς αποστολέα. Τον άνοιξε. Επάνω σε μία λευκή κάρτα με γραμμές έγραφε, «στη Φρύνη» και πιο κάτω, «σήμερα είναι ωραία μέρα, πάμε μια βόλτα στον ήλιο;».
Χωρίς να το σκεφτεί πολύ, φόρεσε άνετα παπούτσια και ζεστά ρούχα και βγήκε έξω, αφήνοντας τον γάτο στην αυλή να παίζει με ένα φύλλο. Σάββατο μεσημέρι . Ό ήλιος ήταν ακόμη ψηλά και ήταν όμορφα παρότι έκανε αρκετό κρύο. Η Φρύνη βγήκε από το σπίτι και περπατούσε χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Χαιρέτησε τον μανάβη της γειτονιάς, τον ψαρά, τον περιπτερά, τη φουρνάρισσα, χαιρέτισε το παιδί που καθάριζε τα τζάμια των αυτοκινήτων στο σταυροδρόμι δίνοντας του κάποια ψηλά που είχε στην τσέπη από το παντελόνι της.
Πέρασε από σπίτια με αυλές, από σπίτια με λουλούδια, από σπίτια κλειστά, από σπίτια με διώκτες πουλιών, διαμερίσματα, καταστήματα. Σταμάτησε σε ένα μικρό πάρκο που δεν γνώριζε ότι υπήρχε. Ένα μικρό πάρκο με πολλά πλατάνια που είχαν ρίξει τα κίτρινα φύλλα τους στο χώμα. Εκεί, μέσα στα πεσμένα φύλλα έπαιζαν μικρά παιδιά. Τα περισσότερα παιδιά φορούσαν μάσκες προστασίας. Οι περισσότερες μάσκες είχαν κατέβει από τα γέλια τους κατά το παιχνίδι. Η Φρύνη κάθισε σε ένα ξύλινο παγκάκι για να παρακολουθήσει τη χαρά τους. Κάποια στιγμή το βλέμμα της τράβηξαν πουλιά που πετούσαν πάνω από τα γυμνά δέντρα. Δεκάδες πουλιά πετούσαν στον Αττικό ουρανό και πίσω τους περίπου δέκα πράσινοι παπαγάλοι. Παπαγάλοι στα βόρεια προάστεια; Τι όμορφη μέρα σκέφτηκε και χαμογέλασε…