Έρευνα – κείμενο: Γιώργος Πάλλης: Επίκουρος καθηγητής ΕΚΠΑ
Η επιδημία που αντιμετωπίζουμε τις μέρες αυτές είναι για τους περισσότερους ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο: μόνο οι πολύ ηλικιωμένοι θυμούνται να έζησαν ή να άκουσαν για μεταδοτικές ασθένειες με πολλά θύματα, όπως η φυματίωση ή λεγόμενη ισπανική γρίπη. Ωστόσο, όσο πιο πίσω πάμε στο παρελθόν, θα διαπιστώσουμε ότι οι πανδημίες ήταν δεδομένες στη ζωή των ανθρώπων και ξεσπούσαν πολύ συχνά, τρομοκρατώντας και αποδεκατίζοντας τον πληθυσμό, ιδίως των πόλεων.
Στην Αττική η τελευταία μεγάλη επιδημία σημειώθηκε το 1854. Γαλλικά στρατεύματα που συμμετείχαν στον ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας, προκειμένου αυτή να μην αναμειχθεί στον εκτυλισσόμενο Κριμαϊκό Πόλεμο, μετέδωσαν τη χολέρα στον Πειραιά, απ’ όπου μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Έντρομο μεγάλο μέρος του πληθυσμού της πόλης έσπευσε να την εγκαταλείψει και να καταφύγει στα γύρω βουνά, όπως γινόταν και κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Οι νεκροί υπολογίζονται σε 1.000-1.500, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό, αν λάβουμε υπόψη ότι οι κάτοικοι της πρωτεύουσας ήταν τότε περίπου 30.000.
Σύμφωνα με μια παράδοση που έχει καταγράψει ο Δημήτρης Μασούρης, στο Μαρούσι δεν υπήρξαν θύματα, διότι οι κοπέλες του χωριού ύφαναν ένα πανί με το οποίο τύλιξαν όλο τον οικισμό, κρατώντας έτσι το κακό μακριά από τα σπίτια του. Σε μια εποχή που οι υγειονομικές υπηρεσίες ήταν υποτυπώδεις, η πίστη των απλών ανθρώπων σε τέτοιες δεισιδαιμονικές πρακτικές ως σωτηρία από την επερχόμενη απειλή, ήταν ακλόνητη.
Το ξέσπασμα της πανώλης στην Αθήνα
Αρκετές δεκαετίες πιο πίσω, το 1789, ξεσπούσε στην Αθήνα μια ακόμη από τις πολλές επιδημίες πανώλης που κατά καιρούς σάρωναν τις επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Επρόκειτο για την τελευταία μεγάλη επιδημία που έπληξε την πόλη πριν την Επανάσταση, με θύματα 1.700 Αθηναίους, Έλληνες και Τούρκους (σε πληθυσμό 10.000-12.000). Οι κάτοικοι της Αθήνας ήταν ήδη εξαντλημένοι από μια μεγάλη σιτοδεία, αλλά και από τη μακροχρόνια τυραννική διοίκηση του Χατζή Αλή Χασεκή, που τους είχε καταρρακώσει οικονομικά και αποστερήσει πολλές από τις ελευθερίες τους.
Ο Ιωάννης Μπενιζέλος, που έζησε το γεγονός, περιγράφει στο έργο του Ιστορία Νέα των εν Αθήναις συμβεβηκότων πώς εμφανίστηκε η αρρώστια στο μετόχι της μονής Παναχράντου Άνδρου, που βρισκόταν μέσα στον σημερινό αρχαιολογικό χώρο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού στο Μοναστηράκι: «Εις δε τας 9 Μαρτίου εγκατέσκηψε το δεύτερον ο λοιμός εις το μετόχιον, είτουν εκκλησίαν της Μεγάλης Παναγίας. Κείται δε εν τω μέσω της πόλεως και της αγοράς και πλησίον του κονσιλίου των προεστώτων. Εν τούτω εκατοικούσεν εις πνευματικός ταξειδιώτης εκ της νήσου Άνδρου, τούνομα Αγαθάγγελος, έχων και συνοδίαν δύο καλογήρους, Βαρθολομαίον και Αντώνιον, και εν παιδίον αλβανιτόπουλον, καλούμενον Αγγελή· ήσαν δε εν τω αυτώ μετοχίω και υπέρ τα είκοσι παιδία οπού εμάνθανον τα κοινά γράμματα παρά του πνευματικού Αγαθαγγέλου. Εν ταύτη ουν τη ημέρα καθ’ ήν εορτάζεται και η μνήμη των αγίων τεσσαράκοντα μαρτύρων ο μεν πνευματικός ελειτούργησεν, ούσης και συνάξεως χριστιανών επ’ ακροάσει της ιεράς μυσταγωγίας, έτερος δε των καλογήρων, ο Αντώνιος, μετά το μεσημέρι ηρρώστησε».
Ο Αγαθάγγελος κάλεσε μια γυναίκα να κάνει εντριβές στον άρρωστο μοναχό, ο οποίος όμως το ίδιο βράδυ πέθανε. Η είδηση έβαλε σε ανησυχία τους χριστιανούς προεστούς της Αθήνας: «Οι δε προεστώτες εταράχθησαν εις το αιφνίδιον του θανάτου… και ευθύς την αυγή επήγαν εις τον πνευματικόν μακρόθεν και τον ηρώτησαν ακριβώς περί της ασθενείας και του θανάτου του καλογήρου, μήπως έχει καμίαν υποψίαν ή μήπως υπήγεν ο ίδιος ή εκείνον έστειλεν εις Θήβας ή Λεβαδίαν ή εις χωρίον Μενίδι (διότι κακείσε προ ολίγου είχε κτυπήσει η νόσος), ο δε ηρνείτο τα πάντα και διισχυρίζετο σφοδρώς ότι εις τον θάνατον του Αντωνίου δεν έχει παντάπασιν υποψίαν περί του λοιμού και ότι ήτον φιλάσθενος. Ηρώτησαν εν αυτώ και την γυναίκα, μήπως εν ώ έτριψεν τον ασθενούντα είδεν επάνω του κανένα σπυρίον, έδωσε και αυτή τας αυτάς αποκρίσεις με τον πνευματικόν, τούτο δε είπε περισσότερον η γυνή, ότι εξέρασεν ολίγον αίμα».
Οι προεστοί έθεσαν προληπτικά τον Αγαθάγγελο και την οικογένεια της γυναίκας σε κατ’ οίκον περιορισμό. Τα πράγματα όμως πήραν γρήγορα την απευκταία τροπή: «…μετά γαρ μίαν εβδομάδαν απέθανε το παιδίον ο Αγγελής, μεθ’ ημέρας δε δύο και ο πνευματικός. Ο δε Βαρθολομαίος την νύκταν εκείνην, καθ’ ην τα λοίσθια έπνεεν ο πνευματικός, λαβών μερικά ρούχα επάνω του, και ως φαίνεται βεβλημένος ων και καταζαλισμένος από της πληγής του λοιμού, έφυγεν από το μετόχιον, αλλά δεν επρόφθασε να έβγη από την πόρταν της πόλεως, ένθα πεσών καθ’ οδόν εξέψυξε».
Το «θανατικό», όπως λεγόταν τότε, διαδόθηκε σύντομα σε όλη την πόλη, με ολέθρια αποτελέσματα. Εντύπωση κάνει η αναφορά του Μπενιζέλου στα μέτρα που έπρεπε να είχαν επιβληθεί για να προληφθεί το κακό – μέτρα που μας θυμίζουν εν μέρει ό,τι καλούμαστε να εφαρμόσουμε σήμερα: «αν ίσως και όλοι αυτοί ήθελε παρευθύς διαχωρισθούν εις από του άλλου, και εκδυθέντες όλα των τα πρώτα φορέματα από κεφαλής έως ποδών, ήθελε τριφθούν και πλυθούν με όξος δριμύ και ήθελεν ενδυθούν φορέματα καθαρά, ίσως δεν ήθελεν ακολουθήσουν τα όσα εις αυτούς ηκουλούθησαν».
Μια οικογένεια καταφεύγει στο Μαρούσι
Με το ξέσπασμα της πανώλης, πολλοί Αθηναίοι έσπευσαν να εγκαταλείψουν την πόλη, ζητώντας καταφύγιο στα γύρω χωριά και στα μοναστήρια της περιοχής – κυρίως της Καισαριανής και της Πεντέλης. Η πρακτική αυτή ήταν γνωστή τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα και αποσκοπούσε στο να αποτρέψει τη διάδοση της ασθένειας, που ήταν ιδιαίτερα επίφοβη μέσα στην ανθυγιεινή ατμόσφαιρα της πόλης. Στη μικρή αλλά πυκνοκτισμένη Αθήνα της εποχής δεν υπήρχε αποχετευτικό σύστημα, ενώ τα περισσότερα σπίτια δεν διέθεταν νερό και εγκαταστάσεις υγιεινής.
Ανάμεσα στους Αθηναίους που εγκατέλειψαν την πόλη για να σωθούν ήταν και η αρχοντική οικογένεια Καντζηλιέρη, στην οποία ανήκε ο Παναγιώτης Κοδρικάς (είχε κρατήσει το επώνυμο της μητέρας του, ως καταγόμενης από ανώτερη τάξη). Ο Κοδρικάς, είκοσι επτά ετών τότε, σταδιοδρομούσε ως γραμματέας και διερμηνέας στις αυλές των Φαναριωτών ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας και συνέπεσε εκείνες τις μέρες να επιστρέφει από την Κωνσταντινούπολη για να επισκεφθεί τους οικείους του. Από το ημερολόγιό του, τις Εφημερίδες, που δημοσιεύτηκε το 1963, αντλούμε τις μαρτυρίες που ακολουθούν, για όσα έζησαν ο ίδιος και η οικογένειά του στο Μαρούσι τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1789.
Ο Κοδρικάς αποβιβάστηκε στον Θορικό στις 9 Μαΐου και διανυκτέρευσε στην Κερατέα· εκεί έμαθε ότι στην Αθήνα έχει ξεσπάσει το «θανατικό» και περίμενε να μάθει νέα των δικών του. Πέντε μέρες μετά κατάφερε να συναντήσει τους γονείς του στους Αμπελοκήπους: «Επήγα … εις τους Αμπελοκήπους διά να ιδώ τον θείον μου και τα εξαδέλφια μου όντες μολεμένους. Τούτο μαθόντες οι γονείς μου ήλθον εκεί μετά του αδελφού μου και παπά Μακαρίου, εφημερίου μας, και ανταμώθημεν, χωρίς όμως να πλησιάση ο ένας τον άλλον διά τον φόβον του θανατικού». Οι γονείς του επέστρεψαν στην πόλη και ο ίδιος παρέμεινε φιλοξενούμενος στο Λιόπεσι (Παιανία).
Στις 21 Μαΐου αποφάσισε να στείλει τους γονείς του στο Μαρούσι: «Έστειλα τρία άλογα με έναν Τούρκον δια να κουβανιθούν οι γονείς μου εις Μαρούσι». Ο ίδιος συνέχισε να μένει στο Λιόπεσι, όπου όμως δυο γυναίκες της οικογένειας που τον φιλοξενούσε αρρώστησαν, εμφανίζοντας θέρμη, πονοκέφαλο, πονόλαιμο, πρήξιμο στη μασχάλη – συμπτώματα της πανώλης. Επικράτησε πανικός, ο Κοδρικάς απομονώθηκε σε ένα έρημο σπίτι και τρεις μέρες μετά κατάφερε να πάει στο Μαρούσι, όπου τον περίμενε η μητέρα του, στο σπίτι ενός Χατζηπανταζή.
Στο Μαρούσι ο Κοδρικάς αποφάσισε να μην πλησιάσει τους γονείς του για σαράντα μέρες, μην τυχόν και είναι

μολυσμένος. Η οικογένεια είχε μαζί της μια υπηρέτρια, τη Φλωρού, η οποία ανέλαβε να τον φροντίζει. Στις 2 Ιουνίου η Φλωρού εμφάνισε τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια: «Περί τας ένδεκα ώρας προς εσπέραν επιστραφείς από το σεργιάνι εύρον την δουλεύτραν Φλωρού επάνω εις μίαν μουραίαν τρώγουσαν μούρα και επερωτούσαν το μικρό κοπέλι διά την αρρωστίαν του παπά Μακαρίου… Ιδούσα εμένα εσιώπησεν, κατέβη από την μουραίαν και μειδιάζουσα μοι λέγει ότι πονεί το μυρί της. Τούτο εγώ το εξέλαβον ως αστεϊσμόν. Μετά μίαν ώραν όμως άρχησε το κορίτζι ν’ αρρωστή βαρειά· μ’ όλον τούτο το υπέκριβε τόσον, ώστε μας ηπάτησεν όλους. Ήλθε λοιπόν εις τον οδά μου, έστρωσε το στρώμμα, ητοίμασε τα ρούχα μου, με άλλαξε με τα χέρια της, εδίπλωσε τα ρούχα μου και επομένως επήγε να κοιμηθεί».
Το επόμενο πρωί η Φλωρού ασθενούσε βαριά και είχε παρουσιάσει «το σπειρί εις το μυρί» -τη σφραγίδα της πανώλης. «Τότε όλοι κατεθροήθημαν. Εγώ απελπίσθην». Ο πατέρας του Κοδρικά έφυγε για την Αθήνα, απ’ όπου θα έστελνε βοήθεια. Εν τω μεταξύ η αρρώστια της υπηρέτριας έγινε γνωστή στο Μαρούσι και άρχισαν αντιδράσεις: «Αφ’ ου ο πατήρ μου έφυγεν, οι του Μαρουσίου εγχώριοι Τούρκοι άμα και Αλβανίται διηγέρθησαν κατ’ εμού μυρίοις τρόποις επιχειρούντες να με βιάσουν να σικώσω την άρρωστην και να φύγω». Ο Κοδρικάς περιορίστηκε να στείλει μόνο τον αδερφό του πίσω στην Αθήνα, παραμένοντας στο Μαρούσι με τη μητέρα του, έναν μικρό υπηρέτη και την άρρωστη.
Η Φλωρού παρουσίασε μια πρόσκαιρη βελτίωση, κάνοντας τον Κοδρικά να πιστέψει ότι ίσως εντέλει δεν είχε το θανατικό. Έτσι, όταν ο πατέρας του έστειλε ανθρώπους να την πάρουν και παρά τις πιέσεις των Μαρουσιωτών, αρνήθηκε να την αφήσει να φύγει. Εντούτοις, «η ενδομοιχούσα ασθένεια διέφθειρε την συναρμογήν της υπάρξεώς της και άρχησε να οδυνάται και αγωνιά φρικτώς. Προϊούσης λοιπόν της φοβεράς εκείνης αγωνίας κατεστράφη η όλη ύπαρξίς της περί τας δώδεκα ώρας της εσπέρας. Τότε ην δι’ ημάς φρικτός ο θόρυβος. Οι χωριάται υποπτευόμενοι το να μην αποθάνη η άρρωστη εις το χωρίον των (βάρβαροι όντες εις άκρον, θανατηφόρον κακόν ενόμιζον τούτον) μας προείπον ότι ει μεν και ακολουθήση ένα τοιούτον, αφεύκτως μέλλουν να μας βιάσουν να την σικώσωμεν νεκρήν με όποιον τρόπον δυνάμεθα και να την πάρωμεν».
Ο Κοδρικάς παρέμεινε άγρυπνος όλη τη νύχτα, παρηγορώντας τη μητέρα του και τον μικρό υπηρέτη. Τα ξημερώματα, «βοηθούμενος από το σκιώδες φως της νυκτός», τους πήρε και έφυγαν για την Αθήνα πεζοί, αφήνοντας στο Μαρούσι τη νεκρή Φλωρού. Την επόμενη μέρα έστειλε έναν άνθρωπο για να τη θάψει και ο ίδιος πήγε στην μισοερημωμένη πόλη, όπου αντίκρυσε ένα φρικτό θέαμα: «Ασθενείς εγκαταλελειμμένοι· νεκροί άταφοι· νήπια κλαίοντα και βοώντα· μητέραι ολοφυρώμεναι· πατέρες θρηνούντες». Ο ίδιος έμεινε σε απομόνωση στο πατρικό του σπίτι για σαράντα μέρες, ώστε να βεβαιωθεί ότι δεν είχε μολυνθεί. Η επιδημία κράτησε ως τα τέλη του Αυγούστου.
Η μαρτυρία του Κοδρικά μάς δείχνει πολύ χαρακτηριστικά τον φόβο και τις δεισιδαιμονικές και βίαιες αντιδράσεις των απλών ανθρώπων της εποχής απέναντι στην αρρώστια και τον κίνδυνο να μολυνθούν. Διακρίνεται για έναν τόνο καταφρόνησης προς τους χωρικούς της υπαίθρου, αναμενόμενο από έναν γόνο αστικής αρχοντικής οικογένειας, που έκανε καριέρα στις αυλές των Φαναριωτών. Είναι δε ενδεικτική της αντιμετώπισης των επιδημιών στις κοινωνίες της εποχής, δίχως ιατρική μέριμνα, με κύρια μέτρα τη φυγή από τις πόλεις και κάποιες εμπειρικές πρακτικές αποτροπής ή θεραπείας.
Το κοιμητήριο των μιασμένων
Παρά την προσπάθεια των χωρικών να εκδιώξουν τους Αθηναίους που μπορεί να τους μετέφεραν την αρρώστια, φαίνεται ότι τελικά το Μαρούσι δεν γλίτωσε από αυτή και μέτρησε πολλά θύματα. Σε ένα κείμενο του Σκωτσέζου τοπιογράφου James Skene ή ενός από τους γιούς του -η οικογένεια έζησε εδώ μεταξύ 1838 και 1845- διαβάζουμε ότι μια επιδημία πανώλης «εξουθένωσε» το Μαρούσι στα τέλη του 18ου αιώνα. Καθώς οι γενικά πλούσιες για την περίοδο αυτή πηγές δεν αναφέρουν άλλη επιδημία τέτοιου είδους στην Αθήνα και την Αττική, μπορούμε να θεωρήσουμε βέβαιο ότι πρόκειται για την πανώλη του 1789.
Ο συγγραφέας δεν δίνει λεπτομέρειες για το γεγονός, παρέχει ωστόσο μια ενδιαφέρουσα πληροφορία για την τύχη των νεκρών. Οι σοροί, που θεωρούνταν ασφαλώς μολυσμένες, ενταφιάζονταν στον ναό του Αγίου Δημητρίου, που σώζεται και σήμερα στη διασταύρωση των οδών Στεφάνου Δραγούμη και Βασιλέως Κωνσταντίνου, κοντά στον σταθμό του ΗΣΑΠ.
Η περιοχή στα τέλη του 18ου αιώνα ήταν ερημική και ο ναός βρισκόταν σε απόσταση ασφαλείας από το χωριό. Γι’ αυτό φαίνεται ότι επιλέχτηκε για να ενταφιάζονται εκεί τα θύματα της επιδημίας. «Αυτά τα γεγονότα κατέστησαν τούτη τη μικρή εκκλησία αντικείμενο δεισιδαιμονιών», γράφει ο ίδιος, και μας επιτρέπει να φανταστούμε πως το μέρος ετούτο στοίχειωσε στο νου των χωρικών, αφού εξακολουθούσε να τους φοβίζει σχεδόν 50 χρόνια μετά το ξέσπασμα της επιδημίας.
ΥΓ Στη κεντρική φωτο είναι ο ναός του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως χώρος ταφής των μολυσμένων σορών των θυμάτων της πανώλης του 1789 στο Μαρούσι, με αποτέλεσμα να αποκτήσει δεισιδαιμονικές διαστάσεις στην αντίληψη των ντόπιων.
Η Αμαρυσία είναι παντού! Ακολουθήστε μας στα social media για να μαθαίνετε ό,τι συμβαίνει στα Βόρεια Προάστια! #Follow για να βλέπετε όλες τις εξελίξεις!
Twitter: https://twitter.com/
Instagram: https://www.instagram.com/
Facebook: https://www.facebook.com/