Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Ηρακλείου – Λυκόβρυσης – Πεύκης – Μεταμόρφωσης 13/04
Ήμουν παιδί του Γυμνασίου όταν το 1993 οι Magic De Spell κυκλοφόρησαν τον δίσκο με τίτλο «Διακοπές στο Sarajevo». Ο τίτλος του άλμπουμ και το ομότιτλο τραγούδι στηλίτευαν την απάθεια, με την οποία αντιμετώπιζε ο κόσμος τις σκληρές εικόνες που έρχονταν από τον αιματηρό πόλεμο στη γειτονική Βοσνία. Ο στίχος «στις ειδήσεις τα βλέπεις και τρως» ήταν ο πιο χαρακτηριστικός της κατάστασης που επικρατούσε. Ο πόνος του διπλανού, το αίμα, η βία, η καταστροφή ήταν πια καθημερινότητα. Τόσο που άγγιζε τα όρια της αδιαφορίας.
Αυτό το ίδιο συναίσθημα με κατακλύζει από την προηγούμενη εβδομάδα που συνέβησαν τόσα τραγικά γεγονότα μαζεμένα· ωστόσο, ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας ασχολήθηκε περισσότερο με το φοβερό ζήτημα τού, αν θα πάμε διακοπές το Πάσχα ή το αν η ΑΕΚ πρέπει να διώξει τώρα τον προπονητή της σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ ή θα ήταν καλύτερα να περιμένει να τελειώσει η σεζόν. Και παντού, διαδικτυακές δίκες με αποφάσεις και πορίσματαανάλογα με το προσωπικό θυμικό του καθενός.
Μέσα σε μια μόλις εβδομάδα, πέντε συνάνθρωποί μας έχασαν τη ζωή τους με βίαιο τρόπο, χωρίς να μπορεί κανένας να εξηγήσει στις οικογένειές τους το γιατί. Αρχικά, δυο αδέρφια μαχαιρώθηκαν μέχρι θανάτου εξαιτίας ενός διαζυγίου που δεν διαχειρίστηκαν σωστά οι εμπλεκόμενοι και ενός ανθρώπου που, προφανώς δεν θα έπρεπε να κυκλοφορεί ελεύθερος. Πριν κοπάσει η παγωμάρα, αρκετά χιλιόμετρα πιο μακριά, ένας ηλικιωμένος, επειδή εκνευρίστηκε με την υπέρογκη χρέωση του λογαριασμού του, έκρινε πως μπορεί να αφήσει ορφανό το μωρό του άτυχου υπαλλήλου του καταστήματος, που στο κάτω κάτω, ουδεμία ευθύνη έφερε κιόλας.
Την ίδια στιγμή, στο διάδρομο ενός ελληνικού νοσοκομείου και στο περιθώριο του κυβερνητικού «success story» στη διαχείριση της πανδημίας, ένας άλλος άνθρωπος ενοχλήθηκε, λέει, από τον αναπνευστήρα του διπλανού του νοσηλευόμενου και πήρε τη μοίρα του στα χέρια του, τραβώντας του την πρίζα. Και η εβδομάδα ολοκληρώθηκε με τη στυγνή δολοφονία ενός συναδέλφου δημοσιογράφου, που μέρα μεσημέρι, γαζώθηκε από σφαίρες μπροστά στο σπίτι του που τον περίμεναν η γυναίκα του και ο γιος του για το μεσημεριανό φαγητό. Όπως πολύ σωστά δήλωσε σχετικά ο παλιός μου συμμαθητής και έγκριτος ποινικολόγος, Παναγιώτης Μπαλακτάρης, οι παραπάνω υποθέσεις δεν έχουν καμία ομοιότητα και κάθε μια εξετάζεται από διαφορετικό πρίσμα με βάση τις συνθήκες που συντελέστηκαν τα εγκλήματα.
Κοινή συνισταμένη, ωστόσο, αν μου επιτρέπεται η άποψη, είναι η αντιμετώπιση της κοινωνίας. Από την περασμένη Παρασκευή ξαναζούμε μέρες Ιουλίου 2010. Τα μηνύματα ανθρώπων που είχαν να μου μιλήσουν μήνες έπεσαν βροχή. «Γιατί τον έφαγαν;», «πού ήταν μπλεγμένος;», «ποιοι κρύβονται από πίσω;». Λες και, αν γνώριζα, θα το συζητούσα με τον καθένα στο διαδίκτυο. Λογική κλειδαρότρυπας παντού. Βία, αίμα, θάνατος σε καθημερινή βάση είναι πια κανονικότητα. Οι περισσότεροι με το ένα χέρι κρατούν το κουτάλι και ρουφάνε τη σούπα και με τον αντίχειρα του άλλου σερφάρουν στο διαδίκτυο για να ικανοποιήσουν την άλλη δίψα τους, αυτή για αίμα, σπέρμα και κουτσομπολιό.
Βαρέθηκα πια. Κουράστηκα με τόσο πόνο. Εντάξει, το ξέρουμε ότι δεν ζούμε σε κοινωνία αγγελικά πλασμένη. Αλλά πλέον έχουμε γίνει χειρότεροι από τους δαίμονες που αποφεύγουμε. Αλήθεια, τι αξία έχει η ανθρώπινη ζωή; Του άλλου, όχι η δική μας. Για τους δικούς μας θα μακελεύαμε χωριά ολόκληρα αν μας πείραζαν. Των άλλων όμως; Τι αξία έχει; Πώς μπορείς και κοιτάς μέσα από την κλειδαρότρυπα, όταν ο άλλος ακόμα μαζεύει τα κομμάτια του νεκρού του από το δρόμο; Αναρωτιέμαι. Και, όχι, δεν γνωρίζω ποιος και γιατί βρίσκονται πίσω από τη δολοφονία. Αυτό που ξέρω είναι ότι φοβάμαι. Πολύ. Κάποτε είχαμε ένα μπούσουλα από τι να προστατευθούμε. Τώρα, όλοι κυκλοφορούν με το πιστόλι στο χέρι και το δάκτυλο να τρέμει. Πού θα πάει όλο αυτό; Αλήθεια, ακόμα δεν σας έχει κοπεί η όρεξη;