Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης, Επίτιμος σχολικός σύμβουλος φιλόλογων.
Ήταν ακόμα μεσημέρι, όταν η υπηρεσία εφόδου έδωσε διαταγή στο νεοτοποθετηθέντα στη Μεραρχία Κιλκίς δόκιμο έφεδρο ανθυπολοχαγό Λάμπρο Ρωμανό να προσέλθει απόψε προτού να δύσει ο ήλιος στη γραμματεία της για την παραλαβή εμπιστευτικού εγγράφου. Ο νεαρός έφεδρος μόλις ειδοποιήθηκε, θεώρησε τιμή του για τη διάκριση αυτή που του γινόταν. Πριν τρεις ημέρες είχεν αφιχθεί από την Έδεσσα και η εμπιστοσύνη της Μεραρχίας προς αυτόν ήταν δεδομένη, γιατί είχε καλές συστάσεις από τον προηγούμενο διοικητή του.
Κι όταν έφτασε η ώρα, που ο ήλιος κατέβαινε χρυσοκόκκινος πέρα από το Γαλλικό ποταμό και έρριχνε πολύ χρυσάφι στα κατάκρυα νερά του, παρουσιάστηκε στο φρούραρχο και του συστήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις. Εκείνος, έπειτα από την υποδοχή του στη μονάδα ως νεοφερμένου, του ευχήθηκε καλή παραμονή και καλή δουλειά, δίνοντάς του το σχετικό φάκελο. Ο δόκιμος πηγαίνοντας στη μονάδα του κάθισε στο γραφείο του και άνοιξε το φάκελο, που του προσδιόριζε πως απόψε 21 Ιουνίου θα έπρεπε να μεταβεί στο λόφο του Αγίου Γεωργίου του Κιλκίς για έφοδο στο εκεί φυλάκιο, ορίζοντας τα σχετικά απαραίτητα για τη διαδικασία και τον τρόπο της μετάβασής του.
Ο λόφος του Αγίου Γεωργίου ήταν σε απόσταση από το στρατόπεδο «Καμπάνη» και ο δρόμος δεν ήταν βατός στα στρατιωτικά οχήματα. Το μονοπάτι, που σκαρφάλωνε μέχρι το εκκλησάκι ανατολικά του φυλακίου ήταν γεμάτο βραχόπετρες, που γυάλιζαν μέσα στη νύχτα κοφτερές, τσακμακόπετρες. Έπρεπε ν’ αναζητήσει μέσο ανάβασης προς τα εκεί και ο λόχος ημιονηγών είχεν οριστεί για τούτο. Τηλεφώνησε λοιπόν στον υπεύθυνο προϊστάμενο και εκείνος όρισε τον εντεταλμένο επιλοχία για την παραχώρηση του σχετικού αλόγου και τον διαβεβαίωσε ότι θα έχει έτοιμο τον καλλίτερο ίππο, όπως όριζαν οι σχετικές διαταγές. Του είπε μάλιστα πως ο ίδιος θα ήταν υπεύθυνος διανυκτέρευσης απόψε στον ουλαμό. Κώστας Αντύπας είπε μάλιστα, εθελοντής, περιποιητής ίππων της μεραρχίας, επιλοχίας, τονίζοντας υπερήφανα την ιδιότητά του.
Δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα, ο έφεδρος δόκιμος παρουσιάστηκε στον ιππικό ουλαμό του συντάγματος. Ο εθελοντής επιλοχίας Κώστας Αντύπας είχε κιόλας ετοιμάσει το άλογο. Ένα λευκό άλογο, το Ντορή, που μόλις είδε το δόκιμο ανασήκωσε ψηλά το κεφάλι του με την πλούσια χαίτη του και χτύπησε τα δυό του μπροστινά πόδια σα να ήθελε να τον υποδεχθεί. – Σου δίνω του είπε το καλλίτερο άλογό μας, που ξέρει πολύ καλά το δρόμο προς τα φουλόφωνα, έτσι ονόμασε τις τηλεφωνικές εγκαταστάσεις της μεραρχίας πάνω στο λόφο του Αγίου Γεωργίου ο επιλοχίας. Και δε χρειάζεται να το οδηγήσεις, σε πάει μόνο του, πάρε και δύο κύβους ζάχαρης να το φιλέψεις του είπε. Ο δόκιμος ζύγωσε τον ίππο και έφερε στο στόμα του τη χούφτα του με ένα κύβο ζάχαρης. Ο Ντορής άρπαξε με τη γλώσσα του τον κύβο και χλιμίντρισε ευχαριστημένος, τινάζοντας το ντυμένο με το γκέμι κεφάλι του και την πλούσια χαίτη. Ο δόκιμος χάιδεψε το κεφάλι του αλόγου, φίλησε το μέτωπό του και με ένα πήδο βρέθηκε στη σέλα του Ντορή, όπως έκανε τότε στο χωριό του, όταν ο πατέρας του τον έστελνε με τα ζώα να τα ποτίσει το απόβραδο στη γούρνα της πηγής του χωριού κοντά στο ποτάμι. Ο Ντορής κατάλαβε ότι γνώστης άνθρωπος ανέβαινε στη ράχη του. Ο δόκιμος οδήγησε τον ίππο προς την έξοδο και εκείνος, καλπάζοντας χλιμίντρισε, αφήνοντας πίσω του ένα σύννεφο σκόνης κάτω από το κίτρινο φως της κολόνας του ηλεκτρικού στο χωμάτινο δρόμο του Κιλκίς, γνωρίζοντας την πορεία του.
Ο λόφος του Αγίου Γεωργίου φάνηκε στο δρόμο πολύ μακρινός μέσα από τα καπνοχώραφα και τις πολλές στροφές. Είχε φεγγάρι σχεδόν ολόγιομο και οι μεταμεσονύχτιες ώρες έδειχναν πολύ ρομαντικές για ένα περπάτημα μέσα στη νύχτα. Το φεγγάρι κολυμπούσε πάνω από μερικά συννεφάκια ολόλευκα μα στο κάτω βόρειο τμήμα του ουρανού τεράστια σκούρα νέφη φάνηκαν σ’ ένα απότομο ρίπισμα του ανέμου, που προμήνυσαν ξαφνική κακοκαιρία. Ανάμεσα στα νέφη σημειώνονταν φωτεινές γραμμές, που δήλωναν αστραπές. – Περίεργο, αναρωτήθηκε ο δόκιμος: έρχεται καλοκαιριάτικη μπόρα.
Ο Ντορής κοντά στους πρόποδες του λόφου, ανάμεσα στους θάμνους και τις στουρναρόπετρες σταμάτησε. Με καμιά δύναμη στην προτροπή του δόκιμου δεν προχώρησε. Νόμιζες πως κάποιος γίγαντας ορθωνόταν μπροστά του και δεν τον άφηνε να μετακινηθεί. Αγρίεψε μάλιστα και ορθώθηκε στα δύο του μπροστινά πόδια, βγάζοντας χρεμετισμούς. Ο δόκιμος κατέβηκε αμέσως από τη σέλα και μπήκε μπροστά στο άλογο, χαϊδεύοντάς του το κεφάλι. Το άλογο ανυποχώρητο μπροστά στην αλλαγή του καιρού και τα μακρινά αντιβουίσματα των κεραυνών δεν έκανε ούτε ρούπι από το σημείο, που σταμάτησε. Ηρέμησε μονάχα και καρφώθηκε στη θέση, που είχε φτάσει, σα να ένιωθε κάτι να συμβαίνει γύρω του. Ο δόκιμος νευρίασε πέταξε τα χαλινάρια πάνω στο θάμνο και, αναλογιζόμενος την ώρα της εφόδου, ανέβηκε στο λόφο τρέχοντας πάνω στις πέτρες, που ξέφευγαν κάτω από τα πόδια του και χτυπούσαν άλλες πέτρες, πετούσαν λάμψεις και κυλούσαν στον κατήφορο. Και πριν καλά καλά προχωρήσει προς τις εγκαταστάσεις των τηλεφώνων, ο ουρανός γέμισε με νέφη πυκνά που κάλυψαν και το λόφο. Και ο άγρυπνος φρουρός ακούστηκε άγριος στη στιχομυθία του: Άλτ τις εἶ; -Αξιωματικός εφόδου, απάντησε ο δόκιμος. -Προχώρα στο σύνθημα, φώναξε πάλι άγρια ο σκοπός. – «Τζαναβάρας», έκανε ο δόκιμος συγκρατημένα. -Προχώρα˙ και πάλι είπε με ηπιότερη φωνή: Άλτ˙ ποιο είναι το παρασύνθημα: «σπήλαιο» απάντησε ο δόκιμος χαμηλότερα. -Ελεύθερος, κατέβασε τον τόνο της φωνής του ο σκοπός. Ο δόκιμος σίμωσε στο φυλάκιο, πήρε το βιβλίο εφόδου και κατέγραψε την ημερομηνία και τις παρατηρήσεις του˙ και ήταν τρεις και τριάντα μεταμεσονύχτια ώρα.
Πράγματι πριν τελειώσει η όλη διαδικασία, ο ουρανός άρχισε να ρίχνει χοντρές σταγόνες βροχής. Και πριν προλάβει να κατεβεί από το λόφο μια θυελλώδης καταιγίδα ξέσπασε και ένας αέρας με αστραπόβροντα χαράκωναν τον ορίζοντα. Νόμιζες πως η καταιγίδα αναπαρίστανε μια σκληρή μάχη ανάμεσα στα στοιχεία της φύσης. Μέσα σ’ αυτή τη θυελλώδη κοσμοχαλασιά, η καμπάνα του Αγίου Γεωργίου στο λόφο αντηχούσε παλλόμενη από τον άγριο άνεμο. Δίπλα έσκαζαν τ’ αστροπελέκια σαν όλμοι και οι βροντές απανωτά αντηχούσαν σα μυδράλια˙ χιλιάδες κρότοι από βόλια όπλων, χαλάζι στο μέγεθος της γροθιάς, θέριζαν τους θάμνους. Και η λαμαρίνα στέγαστρο στη θύρα του ερημικού ναού κροτούσε ρυθμικά, δεχόμενη το χαλάζι˙ νόμιζες πως ενημέρωνε επέλαση σα σάλπιγγα νίκης δίκαιας μάχης. Χιλιάδες κλάδοι θάμνων είχαν θεριστεί και το νερό από το λόφο έτρεχε να δροσίσει τα καπνοχώραφα και περίσσιο να πέσει μέσα στο Γαλλικό ποταμό, τον Εχέδωρο της Μακεδονίας.
Μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο, που θύμιζε βαγκνερική μουσική συμφωνία, προχωρούσε κατεβαίνοντας το λόφο ο δόκιμος ποτισμένος απ’ τη βροχή κολλημένος στα ρούχα του. Και ο αγέρας καθώς φυσούσε, μανιασμένος νόμιζες πως έβγαζε άγριους ήχους φωνών και βόγγων πολεμιστών. Παράλληλα με τους ήχους, που δημιουργούνταν από τα μηχανήματα των συσκευών της τηλεπικοινωνίας.
Ήταν μια νύχτα μυστηριώδης, σπαρμένη με ανεξήγητα φαινόμενα τρόμου και χαράς, ένα συνονθύλευμα φωνών άγριων αγκομαχητών και ιαχών πολεμιστών νικητών και νικημένων, βοές από τις τηλεφωνικές συσκευές, που αναστάτωναν κάθε δυνατό χαρακτήρα.
Ο δόκιμος κατέβηκε από το λόφο και στο σημείο εκείνο, που είχε αφήσει το άλογο το βρήκε ήρεμο, του χλιμίντρισε κιόλας σε δείγμα καλής υποδοχής. Εκείνος άνοιξε το χιτώνιό του, πήρε από την εσωτερική τσέπη του τον κύβο της ζάχαρης και του τον έδωσε. Ανέβηκε στο άλογο και αυτό τον έφερε, τρέχοντας στο στρατόπεδο. Ο εθελοντής επιλοχίας ανυπομονούσε για τον ερχομό τους. Και η πρώτη του λέξη μόλις τους είδε, είπε. – Καλά είστε; Πώς περάσατε με το Ντορή; – Καλά, έκανε εκείνος μα εκείνη η νεροποντή μας ταλαιπώρησε. – Συμβαίνουν αυτά καμιά φορά, αρκεί να τα αισθάνεσαι, του είπε αινιγματικά ο εθελοντής επιλοχίας, που είχε πολλά ιδεί και πολλά ακούσει στη θέση, που εθήτευε.
Με ένα «γεια» ο δόκιμος βγήκε στο δρόμο προς το στρατόπεδο «Καμπάνη». Στη διασταύρωση φύτρωνε μια μικρή σανιδένια καλύβα, που έμενε ο μπάρμπα Ακίλας, ένας μαθουσάλας σοφός γέρος. Την ώρα αυτή είχε βγει στην εξώπορτα της χαμοκέλας του και κοντά στο περβάζι της ροδοδάφνης έπινε πρωινιάτικα τον καφέ του. Μόλις είδε το δόκιμο χάρηκε, θεωρούσε ασφάλεια να βλέπει στρατιωτικούς στην πόλη του, και με το τρέμουλο της φωνής του φώναξε όσο μπορούσε πιο δυνατά. – Καλημέρα παλικάρι μου, χρόνια πολλά για τη γιορτή της πύλης μας. Σα σήμερα μεσάνυχτα στον Αη Γιώργη κολύμπησε το μοσχάρι στο αίμα και η αποψινή βροχή ήταν δροσιά στα λεβεντόκορμα άνθη, που έπεσαν στο αγιόχωμα του λόφου. Η νεροποντή ήταν τα πολλά δάκρυα στην αιώνια μνήμη τους. Και ενώ ο γεροσοφός τόνιζε αργά τις λέξεις η καμπάνα της μητρόπολης αντηχούσε χαρούμενα και καλούσε τους πιστούς κάτω από της φτερούγες της στέγης της, για τη δοξολογία της μεγάλης, ημέρας της Νίκης.