Ρίκα Χρυσανθοπούλου – Διηγηματογράφος (rica@ath.forthnet.gr)
Στ’ άστρα θα σε πάω της είχε πει. Και την πήγε. Τα γέλια ακόμη αντηχούν στ΄ αυτιά της. Οι γιορτές με τα “τσιμπούσια”, οι φίλοι, ο καλός του ο λόγος, τα λεπτά έξυπνα αστεία του. Θυμάται μια Καθαρή Δευτέρα και χαμογελά μόνη της. Θυμάται εκείνο το Πάσχα με τη σούβλα και τους φίλους τριγύρω. Τη φυσαρμόνικα του τα βράδια. Τους χειμώνες και τα καλοκαίρια. Το άγγιγμα του. Τη μυρωδιά του. Θυμάται την πλατιά παλάμη του καθώς έσφιγγε τη δικιά της. Πάντα. Στα δύσκολα. Τόξερε εκείνος, κι ας μην τόξερε άλλος κανείς. Γιατί την πονούσε. Την καταλάβαινε.
Τον είχε φίλο, αδερφό, τα πάντα. Χόρτασε μαζί του αγάπη, φροντίδα, έγνοια. Χόρτασε. Γι΄ αυτό αντέχει τη ζωή. Προσπαθεί να θυμηθεί έναν καβγά και θολό το μυαλό της σαστίζει. Δεν θυμάται ούτε έναν. Τι όνειρα είχε πριν τον γνωρίσει, ποιες ελπίδες ; Μα ούτε αυτό το θυμάται πια, μόνο τη χαρά της τη μέρα που τον είδε στα σκαλιά ντυμένο γαμπρό να την περιμένει. Είχαν πολλούς καλεσμένους ; δεν είχαν; ποιος νοιάζεται. Κι αν γεννιόταν ξανά αυτόν θα διάλεγε. Αυτόν τον ίδιο.
Άκουσε και είδε πολλά, τράβηξε πολλά μαζί του. Δύσκολα χρόνια, ανηφορικά. Ούτε αυτά τα θυμάται, γιατί η παρουσία του γέμιζε πάντα το “είναι” της και την ορμήνευε. Έχω εσένα και έχεις εμένα, και πάνω απ΄ όλους, της έλεγε κρυφά.
Ποτέ δεν έκανε πλουμιστά, φανταχτερά όνειρα. Ποτέ δεν ζήλεψε, δεν έλπισε κάτι από άλλο κόσμο πέρα από τον δικό τους. Η σκέψη της κράτησε μόνο τον λουλακί πυρήνα. Στο οικείο, στο ζεστό, στο καθημερινό, εκεί σταματάει ο χρόνος, σκεπτόταν. Ναι, εκεί κρύβεται η αγάπη και σταματάει ο χρόνος. Κι όταν συναντηθούμε, σαν πινελιές στον ίδιο καμβά, τυχαία.. γεμίζει το είναι μας. Ύστερα καταπίνει τη σκέψη μας, χαράζει πορεία παντός καιρού και μας συντροφεύει μια ζωή στη μοναξιά μας. Όσοι κι αν φλυαρούν τριγύρω. Τη μέρα που τον παντρεύτηκε, σκέφτηκε «Θεέ μου, πάρε με πρώτη εμένα απ΄ τη ζωή, για να μην νιώσω ποτέ ξανά μοναξιά ».
Στ΄ άστρα θα σε πάω, της είχε πει και αντηχεί η φωνή του στ’ αυτιά της ακόμη. Στ΄ άστρα…. και ανεπαίσθητα γυρίζει το κεφάλι προς τον ουρανό. Που να κρύβονται τ΄ άστρα τώρα ;…
Αναστενάζει νοσταλγικά, χαμογελάει στο πουθενά. Τριγυρνάει τα μάτια της στα φύλλα των δέντρων που γυαλίζουν στον ήλιο. Ένα σπουργίτι χοροπηδάει και στέκεται πάνω στα λευκά μάρμαρα που τόση ώρα καθάριζε.
– Γιαγιά θ΄ αργήσουμε.
– Έρχομαι, έρχομαι, κι ανασηκώθηκε χαμογελώντας. Θα σ΄ αγαπούσε τόσο αν είχε προλάβει να σε γνωρίσει.
– Μα, ούτε τη μαμά δεν γνώρισε καλά καλά. Πότε μας άφησε το παππούς ;
– To 1981 ψυχούλα μου,… σαν νάταν μόλις χθες.