Από τη στήλη ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ – Γράφει ο Άγγελος Πολύδωρος
Εν τάξει. Δεν τα βάζω όλα στο ίδιο τσουβάλι. Φανταστείτε όμως ότι τα περιστατικά αυτά, δεν συνέβησαν σε δυο Έλληνες τουρίστες στην Ελλάδα, αλλά σε δυο ξένους τουρίστες στη… χώρα μας.
Μεσημέρι με 34 βαθμούς Κελσίου. Μόλις έχουμε φτάσει σε μεγάλο λιμάνι της βόρειας Ελλάδας. Δεν θα το έλεγες και νούμερο ένα τουριστικό, αλλά απέναντι από ένα νησί με σπάνιες φυσικές καλλονές. Άρα τουριστικό λιμάνι από σπόντα. Με το κάστρο του, τα αρχαία υδραγωγεία κλπ κλπ. Τακτοποιούμε τα πράγματά μας στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και κατεβαίνουμε στη ρεσεψιόν να ρωτήσουμε πού μπορούμε να φάμε «κάπου εδώ κοντά κάτι ελαφρύ». «Δεν χρειάζεται να πάτε μακριά, ανεβείτε στο ρουφ-γκάρντεν ρέστοραν». Χαμογελάμε ενθουσιασμένοι και ανεβαίνουμε στον έβδομο. Μια παρέα 20-25άρηδων αγοριών και κοριτσιών συζητούν και γελάνε σε ένα τραπεζάκι που δεν υπάρχει τίποτα πάνω του. Κάνουμε μια βόλτα στο χώρο, πάγκος του μπαρ, πόρτα προς την κουζίνα, όλα άδεια. Προσωπικό άφαντο. «Λες τα παιδιά αυτά να είναι του προσωπικού και να έχουν διάλειμμα;» «Δεν πλησιάζουμε να τα ρωτήσουμε;» Πλησιάζουμε. Κανένα παιδί δεν στρέφεται προς το μέρος μας. Ξεροβήχω. Καμία αντίδραση. Συμπεριφορά επισκεπτών και όχι προσωπικού, που έστω έχει διάλειμμα. Κοιταζόμαστε απορημένοι σαν ηθοποιοί κωμωδίας. «Φεύγουμε;» «Ναι, και να ενημερώσουμε τη ρεσεψιόν να μη στείλει κι άλλους».
Στη ρεσεψιόν έχει έρθει νέα φουρνιά επισκεπτών, χαμός στο ντεσκ, ο υπάλληλος τρέχει και δεν φτάνει. «Πάμε σε καμιά ταβέρνα στο λιμάνι, έχει αρκετές». Βγαίνουμε στη ζέστη. Οι δύο πρώτες ταβέρνες τίγκα. Η επόμενη έχει λιγότερο κόσμο. Μπαίνουμε. Καθόμαστε στο πιο σκιερό σημείο. Ανακούφιση. Στο τραπέζι δεν υπάρχει κατάλογος. Σε δυο λεπτά έρχεται ένα λεπτεπίλεπτο πλάσμα, μια κοπέλα με μπλοκάκι στο χέρι, έτοιμη να πάρει παραγγελία. «Γεια σααας» «Γεια σου, τι έχετε;» «Α, μάλιστα. Μισό λεπτό να ρωτήσω». Φεύγει προς το βάθος του μαγαζιού. Το διπλανό ζευγάρι αναχωρεί αφήνοντας ίχνη γεύματος. Με κοιτάζει η Αθηνά. «Θα μας φέρει κατάλογο;». «Μάλλον».
Το κορίτσι επιστρέφει με το μπλοκάκι έτοιμο. «Καλώς την, τι έχετε λοιπόν;» «Να σας πω καλύτερα, τι δεν έχουμε;» Κοιταζόμαστε πάλι και μας ζώνουν τα φίδια. Χαμογελάμε. «Πες μας». «Δεν έχουμε σπαλομπριζόλες και παϊδάκια». «Δηλαδή, όλα τα άλλα τα έχετε; Και Της Ώρας και Μαγειρευτά;» «Μαγειρευτά; Τι είναι αυτό;» Εγώ έχω χάσει πλέον την υπομονή μου. «Δεν έχετε έναν κατάλογο;» Η Αθηνά πιο ψύχραιμη: «Θα σου εξηγήσω σαν νοικοκυρά. Τα μαγειρευτά είναι κάτι σαν τις τομάτες γεμιστές». Εγώ θυμάμαι εκείνη την υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ που είχε πει ότι κάθε σπίτι μπορεί να φτιάξει τομάτες γεμιστές και ο Έλληνας δεν θα πεινάσει ποτέ, ενώ η Αθηνά συνεχίζει με κάμποσα μαγειρευτά. «Α, αυτά! Ξέρετε, εγώ είμαι καινούργια. Να πάω να ρωτήσω…» «Όχι δεν χρειάζεται. Άγγελε, φεύγουμε;» «Φεύγουμε». Και το κορίτσι με το μπλοκάκι στο χέρι, ανακουφισμένο: «Ναι. Ό,τι θέλετε. Δεν υπάρχει πρόβλημα».