Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης: Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλόλογων
«Και διαγενομένου του Σαββάτου…»
(=Και αφού περνούσαν οι ώρες του Σαββάτου)
– (το έθιμο της καλαμποκόπιτας χωρίς λάδι)
Σε μιαν όμορφη περιγραφή των αγίων γεγονότων, ο ευαγγελιστής Μάρκος (ΙΣΤ’) περιγράφει την είδηση της Ανάστασης του Κυρίου. Παρέχει την είδηση μέσα σ’ ένα σκηνικό αιφνιδιαστικής πραγματικότητας. Αφαρπάζει τις αισθήσεις του αναγνώστη και αιχμαλωτίζει κάθε οργανική λειτουργία του μελετητή, προσηλώνοντας σε άκουσμα λόγου και ήχου περιβαλλοντικού το γεγονός.
Η τόσο επεισοδιακή νύχτα είχε χαράξει την ανάγκη νέων υποχρεώσεων προς τον διδάσκαλο. Εκείνον, που είχε έλθει στον δικό του κόσμο, της δικής του δημιουργίας, ξένος χωρίς καμία επίσημη ένδειξη ύπαρξης κάποιας απογραφής, εξαιτίας της φυγής του στην Αίγυπτο με τους γονείς του, αποφεύγοντας τη γενοκτονία του Ηρώδη. Αλλά και τώρα είχε ενταφιαστεί σε τάφο, που δεν του ανήκε, γιατί σ’ αυτόν φιλοξενήθηκε ως ξένος. Ο ξένος ξενίσας τους ξένους ξενιζόμενος.
Η νύχτα του Σαββάτου έφερε το πρωινό της επίσκεψης των τριών γυναικών εις τον τάφον του Κυρίου -λίαν πρωί της μιας Σαββάτων εις το μνημείο της ταφής του. Μια αργυρόχρωμη ώρα θαμπή και αινιγματική, ανάλογη εκείνης που θα αντικρύσει ο επισκέπτης στην είσοδο της σπηλιάς του ασκητηρίου της Πεντέλης, όταν φτάσει εκεί την ίδια πρωινή ώρα. Και ήταν εκεί παρούσες˙ η Μαρία Μαγδαληνή, η Μαρία του Ιακώβου και η Σαλώμη. Τα βήματά τους διστακτικά συνοδεύονταν από αγωνία: «τις αποκυλίσει ἡμίν τον λίθον. Γιατί το Σάββατο ήταν ημέρα αργίας».
Η λέξη Σάββατο ετυμολογικά είναι μετασχηματισμός από τα ελληνικά στην Εβραϊκή: Σάββατο-Σαββάθ˙ σημαίνει ανάπαυση. Με τη λέξη αυτή αναγράφεται και στους εβδομήκοντα (Ο’) και στον πληθυντικό Σάββατα.
Και σήμερα ακόμη, η ημέρα του Σαββάτου είναι αφιερωμένη στις ημέρες αργίας για τους Εβραίους. Αφιερωμένη στο θεό: Μνήσθητι την ημέρα του Σαββάτου˙ αγιάζει αυτήν. Γι’ αυτήν ο Μωσαϊκός νόμος επέβαλλε εκκλησιασμό, προσφορές, θυσίες και αποχές από ορισμένα έργα. Για την προετοιμασία του Σαββάτου ορίζετο μάλιστα η ημέρα πριν από το Σάββατο η Παρασκευή (ημέρα προετοιμασίας, ψυχικής ανάτασης).
Για τους Χριστιανούς, η Κυριακή αντικατέστησε το Σάββατο, που αφιερώθηκε στη μνήμη των μαρτύρων και σε μνημόσυνο των νεκρών. Στους ορθοδόξους επίσης σε αντίθεση με τους καθολικούς δεν επιβάλλεται νηστεία του ελαίου κατά το Σάββατο, με εξαίρεση το Μεγάλο Σάββατο.
Στους ορθόδοξους σήμερα ορίζεται η νηστεία του Μεγάλου Σαββάτου σε λάδι. Οι παλαιοί Μαρουσιώτες
μάλιστα και σήμερα ακόμη τηρούν την αποχή από το λάδι το Σάββατο. Δεν θα ξεχάσω μάλιστα να τονίσω ότι το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου την ώρα του γεύματος, άκουγαν οι γονείς τη διαμαρτυρία των παιδιών τους ότι το φαγητό δεν έχει λάδι˙ τότε ο παππούς ή η γιαγιά καμιά φορά υπενθύμιζαν στα διαμαρτυρόμενα για το λάδι παιδιά – εγγόνια με δυνατή φωνή ότι το φαγητό δεν έχει λάδι:
– Όλα τα Σάββατα καταλύειν πλην του Μεγάλου Σαββάτου. Έτσι η καλαμποκίσια πίτα έμπαινε στο φούρνο, που ήταν έξω από το σπίτι χωρίς λάδι (άρτυμα), που, όταν ψηνόταν, μοσχομύριζε το σπίτι καλαμπόκι και σταφίδα μαύρη.
Εθεωρείτο μεγάλο παράπτωμα και η γεύση του ελαίου το Σάββατο. Αποφεύγονταν ακόμη και τα γλυκίσματα, γιατί θεωρούνταν καρυκεύματα (=αρτύματα). Απέφευγαν κάθε φαγητό που είχε καρύκευμα (=άρτυμα) επειδή έγινε με λάδι ή ζυμώθηκε με λάδι).
Αρκετοί Μαρουσιώτες ή και Μαρουσιώτισσες την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου δεν έτρωγαν, όπως είχαν κάνει τάμα, αλλά έπιναν έναν καφέ, χωρίς ζάχαρη, πικρό ή καταγίνονταν με τη συλλογή λουλουδιών. Ιδιαίτερα λευκών βιολετών εξαιτίας του εθίμου για τον επιτάφιο ή κρίνων για στεφάνια του Εσταυρωμένου.
Το έθιμο της προετοιμασίας του λευκού επιταφίου στο Μαρούσι είχε την εμφάνισή του, όπως και άλλοτε έχουμε γράψει στις πάντα φιλόξενες σελίδες της Αμαρυσίας και στις λευκές αγριοβιολέτες, που φύτρωναν στις Αδάμες -παλαιότερα και ήταν ιστορικά- λογοτεχνικά δεμένες με τον αγώνα της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας (1821).
Αυτές τις βιολέτες καλλιεργούσαν και αγαπούσαν μαζί με τους κρίνους χωνιά στα κηπευτικά τους κτήματα, οι ιδιοκτήτες των καλλωπιστικών αυτών λουλουδιών για τις ανάγκες του Επιταφίου κ.λπ. Σημειωτέον ότι ο Μαραθώνας πάντα καλλιεργούσε τέτοια λουλούδια και η προτίμηση των ενδιαφερομένων προς αυτά τα λουλούδια ήταν μεγάλη αλλά και αφοπλιστική. Λεγόταν μια έκφραση: είναι βιολέτες από τη Μαραθώνα.