ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΟ
Γιώργος Πάλλης
Αναπληρωτής καθηγητής ΕΚΠΑ
Τον 19ο αιώνα, οι γυναίκες της αριστοκρατίας και των βασιλικών Οίκων της Ευρώπης, μόλις αποκτούσαν παιδί το παρέδιδαν σε τροφούς για να το θηλάσουν. Oι λόγοι ήταν ποικίλοι: αφενός ο θηλασμός αντιμετωπιζόταν ως μια συνήθεια των φτωχών και κατώτερων τάξεων, αφετέρου οι γυναίκες – μέλη βασιλικών οικογενειών έπρεπε να είναι σε θέση να τεκνοποιήσουν σύντομα μετά τον τοκετό, καθώς η απόκτηση πολλών παιδιών ήταν βασικό καθήκον τους.
Στη μικρή Ελλάδα της ίδιας εποχής, όπου βασίλευε από το 1863 ο Γεώργιος ο Α’, η σύζυγός του Όλγα και οι γυναίκες των γιών του τήρησαν αυτή τη συνήθεια, καθώς προέρχονταν από μεγάλες οικογένειες «γαλαζοαίματων» της Ευρώπης. Πρώτη η βασίλισσα Όλγα παρέδωσε το 1868 τον νεογέννητο διάδοχο Κωνσταντίνο σε τροφό από την Αράχωβα. Κάθε φορά που γεννιόταν στα ανάκτορα ένα βασιλικό μωρό, οι αυλικοί αναζητούσαν στα κοντινά χωριά της Αθήνας ή στα νησιά των Κυκλάδων υγιείς γυναίκες οι οποίες είχαν πρόσφατα αποκτήσει δικά τους παιδιά, για να αναλάβουν τον θηλασμό του. Έτσι, ανάμεσα σε άλλες γυναίκες, ορισμένες νεαρές Μαρουσιώτισσες επιλέχθηκαν για να προσφέρουν έναντι αμοιβής το μητρικό τους γάλα σε πρίγκιπες, πριγκίπισσες και μέλλοντες βασιλείς.
Η Μαρία Μπούρδη, τροφός του βασιλιά Αλέξανδρου
Οι παλαιότερες μαρτυρίες για το θέμα, τις οποίες εντοπίζουμε στον αθηναϊκό Τύπο της εποχής, αφορούν στην οικογένεια του τότε διαδόχου και μετέπειτα βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ και της συζύγου του Σοφίας, στην οποία είναι μέχρι σήμερα αφιερωμένος ο κεντρικότερος δρόμος του Αμαρουσίου. Το ζεύγος απέκτησε το πρώτο του παιδί το 1890, τον μετέπειτα βασιλιά Γεώργιο Β’, και ακολούθησε το 1893 ο Αλέξανδρος. Για τον θηλασμό του δεύτερου επιλέχθηκε η Μαρουσιώτισσα Μαρία Μπούρδη. Ο Αλέξανδρος την αγαπούσε ιδιαίτερα, καθώς η βασιλική οικογένεια συνήθιζε να διατηρεί δεσμούς με τις τροφούς και μετά το πέρας του θηλασμού, αποστέλλοντας δώρα και δείχνοντας ενδιαφέρον για τις δικές τους οικογένειες.
Από την άλλη, όπως ήταν φυσικό, οι θηλάζουσες αποκτούσαν ένα συναισθηματικό δέσιμο με τα νεογέννητα βρέφη. Όταν ο Αλέξανδρος, βασιλιάς πλέον, πέθανε το 1920 από τη μόλυνση που του προκάλεσε το δάγκωμα μιας μαϊμούς στο Τατόι, η τροφός του ήταν ανάμεσα σε εκείνους που είχαν το προνόμιο να τον αποχαιρετήσουν ιδιαιτέρως στη νεκρική του κλίνη. Όπως γράφει η εφημερίδα «Σκριπ» στις 14 Οκτωβρίου 1920, «Η το πρώτον θηλάσασα τον νεκρόν Βασιλέα κυρία Μαρία Μπούρδη, εξ Αμαρουσίου, εναγκαλισθείσα τον νεκρόν κατησπάζετο κλαίουσα και μοιρολογούσα, μέχρις ότου λιπόθυμον την απεμάκρυναν του νεκρικού θαλάμου».
To κλίμα αυτό μεταφέρει και η «Νέα Ημέρα», στο φύλλο της ίδιας ημερομηνίας: «Περί την μεσημβρίαν ανήλθεν εις Τατόιον και εισήλθεν εις τον νεκρικόν θάλαμον η τροφός του Βασιλέως, ήτις ερρίφθη επί του νεκρού ολοφυρομένη. Μετα μεγάλου δε κόπου οι παρευρισκόμενοι ηδυνήθησαν να την απομακρύνουν εκείθεν. Ο αποθανών Βασιλεύς έτρεφεν ιδιαιτέραν αγάπην προς την τροφόν του την οποίαν εθεώρει ως δευτέραν μητέραν του». Η Μαρία Μπούρδη αναπλήρωσε κατά κάποιον τρόπο την απούσα, εξόριστη μητέρα του Αλέξανδρου Σοφία, στην οποία η κυβέρνηση δεν επέτρεψε να έρθει και να παρασταθεί στις τελευταίες στιγμές του γιού της.
Η τροφός του βασιλιά Παύλου
Πίσω στο 1901, γεννήθηκε ο τρίτος γιος της οικογένειας του διαδόχου, ο μετέπειτα βασιλιάς Παύλος, με ιδιαίτερα δύσκολο τοκετό. Ακολούθησε η επιλογή της τροφού, για την οποία γράφει η «Ακρόπολις» στις 4 Δεκεμβρίου 1901: «Η τροφός του εξελέγη μέσα από 30 Αμαρουσιώτισσες· είνε ευτραφής και υγιεστάτη. Έχει γάλα άφθονον». Η είδηση μάς δείχνει πόσο σχολαστική ήταν η έρευνα για την καλύτερη τροφό και ποια ήταν τα βασικά κριτήρια της επιλογής -να είναι ευτραφής και να έχει καλή υγεία. Δυστυχώς, οι εφημερίδες δεν αναφέρουν το όνομα της τροφού του Παύλου· το «Εμπρός» προσθέτει μόνον ότι είναι «νεαρά χωρική από το Αμαρούσι, σύζυγος ενός εκεί γεωργού».
Όπως γράφει το «Εμπρός», κατά τη βάπτιση του Παύλου, στις 20 Φεβρουαρίου του 1902, «τέθριππος άμαξα παρέλαβεν εκ των ανακτόρων του Διαδόχου τον πρίγκηπα μετά της τροφού του, της μαίας και της επί των τιμών κυρίας Κοντοσταύλου», για να τους οδηγήσει στα Παλαιά Ανάκτορα -τη σημερινή Βουλή- όπου έγινε η τελετή. Οι τιμές αυτές ήταν ασφαλώς πρωτόγνωρες και αξέχαστες για μια νεαρή χωρική από το Μαρούσι.
Τρία χρόνια αργότερα, η Σοφία γέννησε τη δεύτερη κόρη της, την Ειρήνη. Για τον θηλασμό της κλήθηκε και πάλι η τροφός του Παύλου, η οποία φαίνεται ότι είχε αφήσει άριστες εντυπώσεις και είχε γεννήσει και εκείνη δικό της παιδί στο ίδιο διάστημα. Όπως γράφει η εφημερίδα «Σκριπ» στις 2 Φεβρουαρίου 1904, «ως τροφός της μικράς πριγκιπίσσης προσελήφθη η υγιεστάτη χωρικός εξ Αμαρουσίου, ήτις είχεν θηλάσει και τον αδελφόν της πρίγκηπα Παύλον».
Εν τω μεταξύ, η συνήθεια του θηλασμού μητρικού γάλακτος από άλλες γυναίκες -τις λεγόμενες «παραμάνες»- έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα της Αθήνας, που μπορούσαν να αναλάβουν το σχετικό έξοδο. Εκατοντάδες νησιώτισσες μετανάστευαν γι’ αυτόν τον λόγο από τις Κυκλάδες -ιδίως από την Άνδρο και τη Νάξο- για να θηλάσουν βρέφη και να αποκτήσουν έτσι ένα μικρό εισόδημα.
Στη διάδοση αυτής της συνήθειας πρέπει να έπαιξε οπωσδήποτε ρόλο και το κοινωνικό πρότυπο των γυναικών της βασιλικής οικογένειας. Οι Μαρουσιώτισσες, πέρα από την πρόσκληση επίλεκτων θηλαστριών στα ανάκτορα, δεν ασχολήθηκαν επαγγελματικά με την πρακτική αυτή.