Όλοι θυμόμαστε, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, τη βασική συνθηματολογία των πρωτοπόρων της αυτοδιοίκησης στη χώρα μας, που έβλεπαν τον νέο ρόλο για την Τοπική Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα, έτσι όπως διαμορφώνονταν μέσα από τη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης της χώρας: «Ο δήμαρχος δεν είναι ο προϊστάμενος των απορριμματοφόρων» έλεγαν, υποδηλώνοντας πως ο ρόλος της αυτοδιοίκησης ήταν πολύ ευρύτερος από τη διατήρηση της καθαριότητας, των πάρκων και των παιδικών χαρών στην πόλη.
Με αυτή την ανοικτή αντίληψη, διανύσαμε μια εικοσαετία όπου οι δήμοι από τις μικροπαρεμβάσεις πέρασαν στα προγράμματα, από τη στάση ελεημοσύνης απέναντι στην κεντρική εξουσία πέρασαν στη διεκδίκηση πόρων από ευρωπαϊκά και εθνικά προγράμματα και μια σειρά δομές και αρμοδιότητες, πέρασαν από το κεντρικό κράτος στην αυτοδιοίκηση. Έτσι οι δήμαρχοι της τελευταίας εικοσαετίας έγιναν, από «προϊστάμενοι των απορριμματοφόρων», «managers» και οι δήμοι, από μικρογραφίες δημοσίων υπηρεσιών περιορισμένου αντικειμένου, μετατράπηκαν σε «ομίλους δημοτικών επιχειρήσεων» που καλύπτουν πλέον ένα ευρύτατο φάσμα δραστηριοτήτων. Φράσεις όπως «ωριμότητα έργου», «ένταξη σε μέτρο προγράμματος», «απορρόφηση κοινοτικών πόρων», «συμμετοχή σε επιχειρησιακό πρόγραμμα» αποτέλεσαν και αποτελούν τη βασική γλώσσα πλέον της αυτοδιοίκησης, των συσκέψεων και των συνεδριάσεων των Δημοτικών Συμβουλίων, ακόμα κι όταν οι εκφέροντες τις φράσεις ή οι συμμετέχοντες στις συσκέψεις, δεν είναι βέβαιο ότι αντιλαμβάνονται γιατί πράγμα ακριβώς ομιλούν.
Ένα από τα βασικά ερωτήματα που θα πρέπει να προβληματίσουν τους ψηφοφόρους στην επιλογή του κατάλληλου συνδυασμού και προσώπων για τις τοπικές διοικήσεις στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές είναι το «ποιος θα είναι ο ρόλος της αυτοδιοίκησης στην επόμενη περίοδο». Πόσο ακόμα θα μπορεί να διατηρηθεί το μοντέλο της διαχείρισης κοινοτικών πόρων ως μέσου ανάπτυξης υποδομών και υπηρεσιών, όταν το επόμενο, Δ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης έχει πρακτικά αποκλείσει την Περιφέρεια Αττικής από τις κατανομές πόρων; Για πόσο ακόμα οι δήμοι θα εντάσσουν άκριτα και νέες δραστηριότητες ή υπηρεσίες στο πλαίσιο παρεμβάσεών τους –ακόμα και αν αυτές δεν είναι πραγματικά αναγκαίες για τους κατοίκους τους- απλά και μόνο επειδή χρηματοδοτείται η ανάπτυξή τους από εθνικά ή ευρωπαϊκά μέσα; Πώς διατηρείται η ποιότητα, αλλά και η ίδια η ουσία αυτών των υπηρεσιών, μετά το τέλος των κεντρικών χρηματοδοτήσεων;
Η νέα εικοσαετία για την αυτοδιοίκηση απαιτεί και νέα φιλοσοφία των δημοτικών αρχών. Απαιτεί ακόμα περισσότερη γνώση, ακόμα περισσότερη διαχειριστική και τεχνοκρατική ικανότητα. Απαιτεί, όμως παράλληλα, και ακόμα περισσότερη πολιτική σκέψη, διορατικότητα, δυνατότητα να σταθείς κοντά στις πραγματικές και ουσιαστικές ανάγκες των κατοίκων της πόλης. Οι φράσεις που πρέπει πλέον να κυριαρχήσουν στις συζητήσεις των δημοτικών οργάνων είναι η «βιωσιμότητα», η «ικανότητα αυτοχρηματοδότησης», η «σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα», «ορθολογικότερη διαχείριση», η «δυνατότητα αναχρηματοδότησης», η «διαδημοτική συνεργασία». Και αυτή τη φορά οι συμμετέχοντες σε αυτές τις συζητήσεις θα πρέπει να γνωρίζουν απολύτως γιατί πράγμα ακριβώς ομιλούν.
Η μεγάλη όμως πρόκληση για την αυτοδιοίκηση στην επόμενη περίοδο δεν είναι απλά η οικονομική επιβίωση και διατήρηση των παρεχομένων υπηρεσιών. Πετυχημένη Δημοτική αρχή δεν θα είναι αυτή που απλά δεν θα καταστρέψει οικονομικά τον Δήμο διατηρώντας ή αναπτύσσοντας νέες υπηρεσίες. Θα είναι αυτή, που εκτός από την αυτονόητη υποχρέωση των παραπάνω, θα μπορέσει να μετατρέψει τον Δήμο σε σύμμαχο και υποστηρικτή των κατοίκων του. Αυτή που θα αναπτύξει την ουσιαστική συμβολή του Δήμου στη ενίσχυση του κοινωνικού, οικονομικού αλλά και παραγωγικού ιστού της πόλης. Πετυχημένες την επόμενη περίοδο, θα είναι οι δημοτικές αρχές που θα στραφούν ουσιαστικά αποτελεσματικά, στο σύνολο των αναγκών των κατοίκων τους, προσφέροντας το πλαίσιο εκείνο ασφάλειας και σταθερότητας που απαιτείται για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους. Και η στροφή προς τον κάτοικο και τις ανάγκες του δεν γίνεται με συνθήματα ή προεκλογικές υπερβολές. Ο δήμαρχος που μόνο έχει το γραφείο του στο ισόγειο του δημαρχείου, ανοικτό στον κάθε δημότη, είναι ένας δήμαρχος που δεν δουλεύει ουσιαστικά. Και ο υποψήφιος που το υπόσχεται ένας υποψήφιος που δεν θέλει να δουλέψει σκληρά για το μέλλον της πόλης και των κατοίκων της.
Το Μαρούσι είχε την τύχη στο μεγαλύτερο μέρος της κρίσιμης εικοσαετίας που πέρασε να διοικείται από μια χαρισματική αυτοδιοικητική προσωπικότητα. Όχι μόνο γιατί πρωτοπόρα και καινοτόμα έβαλε το Μαρούσι νωρίτερα από τους περισσότερους δήμους της χώρας στη λογική της ανάπτυξης τεχνογνωσίας και εμπειρίας στη διαχείριση προγραμμάτων και ολοκληρωμένων παρεμβάσεων. Όχι μόνο γιατί την περίοδο που διοικεί την πόλη εκμεταλλεύτηκε τις περισσότερες δυνατότητες που του έδινε το οικονομικό και θεσμικό πλαίσιο της χώρας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να διευρύνει το φάσμα δραστηριοτήτων του Δήμου. Αλλά και γιατί έβαλε τις βάσεις για τη λειτουργία του Δήμου Αμαρουσίου στο πλαίσιο των αναγκών που διαμορφώνει η νέα πραγματικότητα.
Το ερώτημα, λοιπόν, στις επόμενες εκλογές είναι ποιος συνδυασμός, ποιος δήμαρχος και ποια πρόσωπα θα μπορέσουν να διατηρήσουν το Μαρούσι στην πρωτοπορία της αυτοδιοίκησης στη χώρα. Πρωτοπορίας, που δεν θα έρχεται για να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία των διοικούντων αλλά τις πραγματικές, σφαιρικές ανάγκες των κατοίκων του. Το Μαρούσι δεν μπορεί και δεν πρέπει να μπει αδιάφορα και απροσδιόριστα στην «Επόμενη Μέρα» ούτε χρειάζεται μια αφοριστική και ρεβανσιστική «Δημοτική Αλλαγή». Το Μαρούσι χρειάζεται σταθερότητα, συνέχεια και ανανέωση όπως κάθε ζωντανός πολυκύτταρος οργανισμός. Έτσι ώστε οι δημότες του να μπορούν να ζουν και σε μια σύγχρονη και αναπτυσσόμενη Πόλη αλλά και να απολαμβάνουν μια ανθρώπινη και ποιοτική Γειτονιά.
*Ο Γ. Σακελλίων είναι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος του συνδυασμού "Μαρούσι Και Πόλη Και Γειτονιά"