Το φθινόπωρο του 1913, λίγο μετά από τη λήξη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, ο ελληνικός στρατός εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ετοιμότητα, καθώς η ειρήνη ήταν ακόμα πολύ εύθραυστη. Οι επιστρατευμένοι έβλεπαν τους δικούς τους μόνον όταν είχαν άδεια ή έξοδο από τα στρατόπεδα και τις μονάδες που υπηρετούσαν. Σε μια τέτοια άδεια, ο μαρουσιώτης στρατιώτης Σπύρος Καμαρούλιας, πατέρας τεσσάρων παιδιών, έμελλε να χάσει τη ζωή του στην αυλή του σπιτιού του, με τραγικό τρόπο.
Έρευνα – παρουσίαση: Γιώργος Πάλλης
Το περιστατικό καταγράφεται στο φύλλο της Δαευτέρας 23 Σεπτεμβρίου 1913 της αθηναϊκής εφημερίδας ‘Σκριπ’:
«Σπαρακτικόν δυστύχημα συνέβη χθες το απόγευμα εις το Αμαρούσιον υπό τας ακολούθους περιστάσεις. Ο εκείθεν καταγόμενος έφεδρος και πατήρ τεσσάρων τέκνων Σ. Καμαρούλιας είχε μεταβή από πρωίας επ’ ευκαιρία της Κυριακής προς επίσκεψιν της οικογενείας του, απεφάσισε δε χάριν καθαρισμού να κατέλθη εις το πηγάδι της οικίας του, κειμένης επί της δημοσίας οδού. Δυστυχώς, μόλις είχε κατέλθη αι παρειαί του πηγαδιού ήρχισαν να καταρρέουν και μετ’ ολίγον ο ατυχής στρατιώτης είχε καταπλακωθή υπό τεραστίων όγκων χωμάτων. Εις τας φωνάς των οικείων του προσέτρεξαν όλοι σχεδόν οι Αμαρουσιώται αγωνιζόμενοι να τον εκθάψουν, αλλά ματαίως, διότι τα καταρρεύσαντα χώματα ήσαν πολλά και το πηγάδι βαθύ». Ο Καμαρούλιας ανασύρθηκε τελικά νεκρός.
Όπως αναφέρει η εφημερίδα, το σπίτι του άτυχου στρατιώτη βρισκόταν στη δημόσια οδό, δηλαδή στη σημερινή Βασιλίσσης Σοφίας, η οποία διέσχιζε τότε το Μαρούσι, αποτελώντας τμήμα της οδού Κηφισιάς που συνέδεε την Αθήνα με την Κηφισιά και από εκεί με το Τατόι. Σύμφωνα με τις γενεαλογίες των μαρουσιώτικων οικογενειών, που ανασύστησε ο Τάκης Πολιτόπουλος στο βιβλίο του Μαρουσιώτικα, επρόκειτο για τον Σπύρο Καμαρούλια, που είχε γεννηθεί το 1881 και ήταν γιός του Κωνσταντίνου Καμαρούλια και της Σταμάτας Χαϊμαντά. Το ατύχημα που του στοίχισε τη ζωή τον βρήκε σε ηλικία μόλις 32 ετών.
Ενώ οι συγκεντρωμένοι μαρουσιώτες προσπαθούσαν να σώσουν τον εγκλωβισμένο στρατιώτη, περνούσε από το δρόμο ο τότε βασιλιάς των Ελλήνων Κωνσταντίνος, κατευθυνόμενος προς το βασιλικό κτήμα του Τατοΐου. «Ενώ οι κάτοικοι του Αμαρουσίου κατεγίγνοντο εις την πένθιμον αυτήν εκσκαφήν», συνεχίζει το ‘Σκρίπ’, «έτυχε να διέλθη εκείθεν η Α.Μ. ο Βασιλεύς, μεταβαίνων εις Δεκέλειαν διά του αυτοκινήτου Του, αντιληφθείς δε τον συναγερμόν των κατοίκων εσταμάτησε και κατελθών εζήτησε πληροφορίας. Μόλις έμαθε περί τίνος επρόκειτο ησθάνθη λύπην βαθείαν διά το επισυμβάν εις τον ατυχή έφεδρον τραγικώτατον δυστύχημα, εκφράσας την ζωηράν συμπάθειάν Του προς την οικογένειαν του Καμαρούλια, όστις μετά πάροδον ωρών εξήχθη νεκρός πλέον».
Η αμεσότητα με την οποία επικοινωνούσε ο Κωνσταντίνος με τους απλούς ανθρώπους του Μαρουσιού, της Κηφισιάς, του Μενιδίου –των χωριών που βρίσκονταν καθ’ οδόν προς και γύρω από το Τατόι– ήταν ένας από τους λόγους της λατρείας που έτρεφαν αυτοί στο πρόσωπό του κατά τα χρόνια του Εθνικού Διχασμού.