H δημοσιογραφία συχνά συγχέεται στο μυαλό του μέσου πολίτη με την αποκάλυψη της μεγάλης είδησης, η οποία είθισται να αφορά σε σκάνδαλο (πολιτικό, ερωτικό κ.ο.τ.), καταστροφή, έγκλημα κ.λπ. Σε τούτη τη σύγχυση ηθικός και φυσικός αυτουργός είναι το ίδιο το Μέσο (εφημερίδα, ραδιόφωνο, τηλεόραση, διαδίκτυο) που έθισε τον κόσμο στις δυσάρεστες ειδήσεις, υιοθετώντας την περίεργη αντίληψη ότι τα καλά νέα δεν πουλάνε. Κι επειδή, όπως μας έλεγαν παλαιότερα στις σχολές δημοσιογραφίας, οι λέξεις είναι σαν τα ναρκωτικά, δυστυχώς μεγάλωσαν ολόκληρες γενιές Ελλήνων συνηθισμένες στα «βαριά ναρκωτικά» της καταστροφολογίας.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, πού να ευδοκιμήσουν εικόνες σαν αυτή της μάνας, με το παιδί στην αγκαλιά, που γονατιστή φυτεύει ένα δενδράκι στην Πεντέλη; Πού να βρεθεί χώρος για να φιλοξενηθεί ο πολίτης που σπεύδει να προσφέρει το αίμα του ή τα όργανά του, προκειμένου να σωθεί ένας άγνωστος σε αυτόν συνάνθρωπος; Πού να δημοσιευθεί το 24ωρο του εθελοντή δασοπυροσβέστη ή πυροφύλακα, που ξενυχτά στο δάσος ή περιπολεί μέσα στο λιοπύρι για ν’ αποτρέψει ή να καταστείλει μία πυρκαγιά;
Αντιθέτως, τα πλάνα με τις τεράστιες φλόγες, τις καμένες εκτάσεις, τα απανθρακωμένα κορμιά θα παίζουν ξανά και ξανά στις τηλεοπτικές οθόνες και τα ραδιόφωνά μας και θα καταλαμβάνουν σελίδες επί σελίδων στις εφημερίδες μας.
Είναι, όμως, αυτή η Ελλάδα που θέλουμε και μας αξίζει;
Σαφώς και όχι. Αξίζουμε περισσότερα και ήρθε ίσως η ώρα να τα διεκδικήσουμε δυναμικά. Ήρθε η ώρα να πάψουμε να ζητιανεύουμε τα αυτονόητα και να τα κάνουμε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Αρκεί ν’ αλλάξουμε κι εμείς λίγο, να πιστέψουμε στους εαυτούς μας και να δοκιμάσουμε τη γοητεία της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο.
Δύο δενδροφυτεύσεις έγιναν πρόσφατα στην περιοχή μας -και συγκεκριμένα στο Πεντελικό Όρος- και ο κόσμος έσπευσε να τις αγκαλιάσει. Ακολουθεί και μία τρίτη, αύριο, η οποία αναμένεται κι αυτή να τύχει ανάλογης θερμής υποστήριξης. Άρα, κάποιοι από εμάς συνειδητοποιήσαμε ότι υπάρχει ανάγκη βγούμε έξω και να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας. Ότι δεν ωφελεί μόνο να καταδικάζουμε ή να κλαίμε εκ των υστέρων για ό,τι χάθηκε, αλλά θα πρέπει να προλαμβάνουμε και να αποτρέπουμε το χειρότερο. Κι αν το καταλάβαμε εμείς, μπορούν να το καταλάβουν κι άλλοι, έτσι ώστε να γίνουμε περισσότεροι, ν’ απλωθούμε μακρύτερα και να καταλάβουμε όλη την Ελλάδα και -γιατί όχι- τον κόσμο ολάκαιρο!
Ωραία προοπτική, αλλά ανέφικτη θα πουν οι περισσότερο ρεαλιστές. Έχουν, όμως, δίκιο; Ίσως να ήταν ανέφικτη λίγα χρόνια πριν, όταν ακόμη νομίζαμε ότι μπορούμε να βιάζουμε τη Φύση χωρίς να βιώνουμε τις συνέπειες αυτού του βιασμού. Όταν θεωρούσαμε ότι μπορούσαμε να κατασπαταλούμε τους φυσικούς πόρους, αφού αυτοί είναι… ανεξάντλητοι. Όταν ζούσαμε στην πλάνη ότι ακόμη κι αν υπάρξουν συνέπειες από την αλόγιστη συμπεριφορά μας, αυτές θ’ αρχίσουν να εμφανίζονται πάρα πολλά χρόνια αφότου εμείς θα έχουμε εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Όταν πιστεύαμε ότι εμείς δεν χρειάζεται να προσφέρουμε τίποτε στον διπλανό μας, αλλά εάν εμείς χρειαζόμασταν οτιδήποτε, κάποιος άλλος θα έσπευδε να μας το προσφέρει.
Σήμερα, άραγε, ποιος διατηρεί τις παραπάνω ψευδαισθήσεις; Σίγουρα όχι όσοι παρακολουθούν τα όσα εκτυλίσσονται γύρω τους με ταχύτητα, πολλές φορές, κινηματογραφική. Όχι όσοι συνειδητοποιούν ότι στη φύση ισχύει ό,τι και στις επιχειρήσεις: «Δεν υπάρχει πουθενά δωρεάν γεύμα». Με άλλα λόγια, ό,τι χρησιμοποιούμε σήμερα, το στερούμε από κάποιους άλλους αύριο. Κι αυτό το αύριο δεν είναι όσο μακρινό νομίζαμε…
Ίσως, λοιπόν, αν αρχίσουμε να βλέπουμε τη ζωή και τον κόσμο μέσα από το παραπάνω πρίσμα, να αναθεωρήσουμε μερικές από τις σημερινές συμπεριφορές μας.
Έτσι, μπορεί ν’ αποφασίσουμε να κάνουμε κανόνα τις δενδροφυτεύσεις και να μην αποτελούν αυτές μεμονωμένα γεγονότα.
Μπορεί να μπούμε στον πειρασμό να γίνουμε, αύριο κιόλας, εθελοντές αιμοδότες ή δωρητές οργάνων σώματος, μιας και ποτέ δεν ξέρουμε πότε και ποιον θα κτυπήσει το κακό.
Μπορεί να ρίξουμε την ιδέα στην παρέα μας, να μοιρασθούμε κάποιες βάρδιες στα καλοκαιρινά πυροφυλάκια της περιοχής μας, ώστε να βοηθήσουμε στην πρόληψη των πυρκαγιών, προστατεύοντας το πράσινο που μας απόμεινε.
Μπορεί να συμμετάσχουμε στους καθαρισμούς των πράσινων οάσεων στις πόλεις μας, ώστε στην επόμενη επίσκεψή μας σε αυτές, να μην χρειάζεται να καιροφυλακτούμε μήπως το παιδί μας μολυνθεί από κάποια παρατημένη σακούλα, σύριγγα κ.ο.τ.
Και πάνω απ’ όλα, όταν το λίγο γίνει πολύ, όταν ο εθελοντισμός φύγει από τη σφαίρα της «ιδιαιτερότητας» και γίνει συνείδηση ότι αυτός συνιστά αναγκαιότητα για την ίδια την επιβίωση των κοινωνιών, μπορεί τελικά αυτό που θα εισπράξουμε να μας αποζημιώσει και ν’ αποδείξει ότι άξιζε ο κόπος και η προσπάθεια.
Εδώ, στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ, πιστεύουμε ότι δεν είναι ρεαλισμός ν’ αγνοούμε τις ενδείξεις για την επερχόμενη κρίση. Δεν είναι ρεαλισμός να υποτιμούμε ή να ειρωνευόμαστε όσους θυσιάζουν τον ελεύθερο χρόνο τους για να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο. Δεν είναι ρεαλισμός ν’ ακυρώνουμε μια προσπάθεια, πριν ακόμη αυτή εκδηλωθεί, με τη δικαιολογία ότι δεν πρόκειται να πετύχει. Δεν είναι ρεαλισμός να πιστεύουμε ότι μπορεί τα πράγματα να πάνε καλύτερα, χωρίς εμείς να χρειασθεί να κουνήσουμε το δακτυλάκι μας.
Απεναντίας, είναι -πέρα για πέρα- ρεαλισμός να σηκώσουμε τα μανίκια, να εντοπίσουμε τους τομείς όπου ο καθένας μας μπορεί να προσφέρει στους πολλούς και ν’ αναλάβουμε δράση.
Υπάρχουν μέσα μας κρυμένες δυνάμεις που ούτε καν τις φανταζόμαστε. Κάποιες φορές, σε ιδιαίτερα κρίσιμες καταστάσεις, βγαίνουν στην επιφάνεια και τότε ξαφνιαζόμαστε. Δυστυχώς, όμως, όταν περάσει η μπόρα τις θάβουμε πάλι βαθιά μέσα μας.
Ε, λοιπόν, ας καταλάβουμε ότι πλέον ζούμε σε μόνιμη μπόρα. Κι αν θέλουμε να βγούμε από αυτήν αλώβητοι, θα πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας και παλέψουμε όλοι μαζί. Όλα τ’ άλλα, είναι για τους μη ρεαλιστές…
Θάνος Σταθόπουλος