Από γενιά σε γενιά… Πριν κάποια χρόνια -όπως όλοι οι Έλληνες γνωρίζουμε- στα χωριά οι κάδοι αχρήστων και τα απορριμματοφόρα, ήταν αντικείμενα αγνώστου ταυτότητος. Οι κάτοικοι της περιφέρειας πετούσαν τα σκουπίδια τους στο απέναντι χωράφι, στη ρεματιά, στο δάσος, όπου βόλευε τον καθένα τέλος πάντων.
Η μεταπολεμική ελληνική επαρχία ερήμωσε μέσα σε λίγα χρόνια, τα μεγάλα αστικά κέντρα γέμισαν ασφυκτικά από την εσωτερική μετανάστευση, όσο κι αν οι νέοι κάτοικοι των πόλεων σπούδασαν, έμαθαν ξένες γλώσσες, απέκτησαν πτυχία. Όσο κι αν «καλοπιάστηκαν», κοινωνικά και οικονομικά, η συνήθεια της απόρριψης των σκουπιδιών όπου βολεύει, καλά κρατεί! Συνοδεύει -σαν κληρονομικό χάρισμα ένα πράμα – όλους αυτούς τους κυρίους και τις κυρίες που αν τους πεις «γύφτους» θα πας για εξύβριση.
Τα σκουπίδια στις πόλεις μας μιλάνε από μόνα τους και εντός των κάδων και εκτός. Αυτοί οι μπλε οι έρμοι της ανακύκλωσης, μόνο μούντζα που δεν βγάζουν στους «αχάλαγους» που δεν θέλουν να καταλάβουν την «τύφλα» τους. Έχουν γράψει στις λεμονόκουπές τους το δικαίωμα της Πολιτείας και των συνειδητοποιημένων πολιτών, να κάνουν το καθήκον τους, έστω κι έτσι, προς το τεράστιο θέμα, που ακούει στον γενικό, αόριστο και εν πολλοίς αδιάφορο όρο «Περιβάλλον».
Πέρα όμως από τις πόλεις, υπάρχουν και… οι εξοχές, με τα εξοχικά -σαν ετούτο της φωτογραφίας- με τις διήμερες ή τριήμερες διακοπές -σαν αυτήν της φωτογραφίας- που αφήνουν πίσω τους αυτά που βλέπετε εν κατακλείδι, στη φωτογραφίααα….
Οι άνθρωποι του σπιτιού, «καλοβαλμένοι» με ό,τι αυτό φανερώνει η κοινωνική διάσταση του όρου. Κατοικείται από το ζεύγος της πρώτης γενιάς, δύο ζεύγη της δεύτερης και τρία παιδάκια ενάμιση έτους το ένα και κάπου οκτώ και εννέα τα άλλα δύο. Οι μεγάλοι, με το που ήρθαν στο εξοχικό τους, πέταξαν τις μεγάλες μαύρες σακούλες στο απέναντι οικόπεδο, αδειάζοντας προφανώς το γκαράζ, από τη σαβούρα. Τα παιδιά, ξαμολήθηκαν στο δρόμο με τα ποδηλατάκια τους, μαζί με το τρίκυκλο της μικρομάνας που χαιρόταν κι αυτή με το μικρό της την άνεση της εξοχής. Αυτό, συνεχίστηκε την επομένη και την μεθεπομένη, ενώ ο σκουπιδότοπος αναβαθμίζονταν μέρα τη μέρα, δημιουργώντας μία πολύ… διδακτική εικόνα για τη νέα γενιά, μέσα από μια αισθητική, απαράδεκτη για πολιτισμένη χώρα και πολιτισμένους ανθρώπους. Αισθητική «τριτοκοσμική» που ως εικόνα -η οποία είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένης πρακτικής των δικών του ανθρώπων- αποκωδικοποιείται από το παιδί ως μία φυσική συνέπεια ανάγκης. Τα παιδιά συνηθίζουν το θέαμα. Συνηθίζουν τις χάσκουσες σακούλες των σκουπιδιών. Συνηθίζουν τη βρωμιά και τη δυσωδία που συναντούν όπου κι αν πάνε, είτε στην πόλη είτε στην εξοχή, και η… συνταγή περνάει από γενιά σε γενιά. Όταν κάποτε, ένα κοριτσάκι του Γυμνασίου, πέταξε τα βιβλία της στον πράσινο κάδο των σκουπιδιών ενώ ο μπλε της ανακύκλωσης ήταν ακριβώς δίπλα, κατάλαβα πως δεν μπορεί κανείς να ελπίζει ούτε στο δάσκαλο. Ο γονιός έχει άλλα σοβαρότερα. Με το δέσιμο της σακούλας, την ανακύκλωση, την Περιβαλλοντική Αισθητική θ’ ασχοληθεί; Ο δάσκαλος έχει τα δικά του. Το Περιβάλλον μας συνεχώς υποβαθμίζεται, και την Πολυπροικισμένη Ελλάδα, «σαν γριά μ’ αχτένιστα μαλλιά»… την ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΜΕ.
Κατά τα άλλα, η βαριά βιομηχανία, της Ελλάδας, είναι ο τουρισμός, λέει. Ε λοιπόν. Σε μια πανέμορφη περιοχή της Βόρειας Εύβοιας, συμβαίνουν τούτες οι νοστιμιές! Με τη θάλασσα να απέχει από τον σκουπιδομαχαλά 80 μέτρα, μετρημένα. Με το δάσος της να έχει μεταβληθεί σε χαβούζα του κάμπινγκ που όλο και αναπτύσσεται αποψιλώνοντας τμήματά του. Οι αυθαιρεσίες, οι παρανομίες, οι γαϊδουριές, παίρνουν προκλητικά και απαράδεκτα μέρος στην αθλιότητα του τοπίου, ενώ οι… Εποπτεύουσες Αρχές-Πολεοδομία, Δασική Υπηρεσία, Τοπικοί Άρχοντες κλπ. «εποπτεύουν», με το κλασικό για τα ελληνικά ήθη και έθιμα ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ. «Όλα βαίνουν καλώς». Από… γενιά σε γενιά!…
ΤοποΓράφει η Θέμις