Παρελθόν αποτελεί πλέον η στάση αναμονής που τηρούσαν μέχρι σήμερα οι εργαζόμενοι του Δήμου Αμαρουσίου απέναντι στη δημοτική αρχή, προκειμένου να δουν τι θα γίνει με τις δουλειές τους. Τα πρώτα «σύννεφα» στις σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών είχαν ήδη αρχίσει ν’ αχνοφαίνονται από καιρό, για να λάβουν ακόμη πιο «γκρίζα» μορφή στην πρόσφατη γενική συνέλευση των εργαζομένων. Εκεί, πλέον, άρχισαν οι λέξεις ν’ αποκτούν… γωνίες και να διατυπώνονται ευθείες κατηγορίες-αμφισβητήσεις κατά των χειρισμών της διοίκησης του Δήμου, αλλά και της στάσης της διαπαραταξιακής επιτροπής που ασχολείται με το εργασιακό ζήτημα.
Η… βροχή ήταν θέμα ημερών και ήρθε, λαμβάνοντας μάλιστα διαστάσεις μπόρας, στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου, όπου και το «ρήγμα» μεταξύ δημάρχου και Σωματείου Εργαζομένων αποκαλύφθηκε σε όλη του τη διάσταση. Το τι διημείφθη στην αίθουσα της Βασ. Σοφίας, αλλά και στη γενική συνέλευση των εργαζομένων, θα το πληροφορηθείτε στο σχετικό ρεπορτάζ των συναδέλφων. Υπάρχουν, ωστόσο, ζητήματα που δεν άπτονται της δημοσιογραφικής έρευνας, αλλά υπεισέρχονται στους τομείς της ερμηνείας και της ανάληψης ευθυνών, όπου κι αν βρίσκονται αυτές.
Και πρώτα απ’ όλα, οι δύο πλευρές, οι οποίες εκφράζονται από τον δήμαρχο Γιώργο Πατούλη και τον πρόεδρο του Σωματείου Εργαζομένων του Δήμου Νίκο Καλλιμάνη, θα πρέπει να ξεχωρίσουν ότι το εργασιακό και η αντιμετώπισή του αφορά φορείς και όχι πρόσωπα. Το ζήτημα δεν είναι να «καρφώνει» ο ένας τον άλλον, αλλά να βρεθεί εκείνη η λύση που αφενός θα εξασφαλίζει τα εργασιακά δικαιώματα των ανθρώπων που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον Δήμο, αφετέρου θα διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του τελευταίου σε μια κρίσιμη οικονομική συγκυρία. Εάν αυτό δεν γίνει αντιληπτό και οι εκπρόσωποι των δύο πλευρών αναλωθούν σε αναμεταξύ τους «κονταροχτυπήματα», τότε θα έχουν προσφέρει τις χειρότερες υπηρεσίες, ο καθένας στα μέλη της πλευράς που εκπροσωπεί.
Βέβαια, εκ των πραγμάτων, η μεγαλύτερη ευθύνη βαρύνει τη δημοτική αρχή, η οποία και θα πρέπει να «τετραγωνίσει τον κύκλο» προκειμένου να επιλύσει τον «γόρδιο δεσμό» του εργασιακού, με όσο το δυνατόν μικρότερο κοινωνικό, αλλά και οικονομικό κόστος. Και επειδή ο χρόνος που έχει στη διάθεσή της γι’ αυτό είναι εξαιρετικά περιορισμένος, είναι κρίμα να τον σπαταλά σε αναφορές στο χάος που άφησε -και σ’ αυτόν τον τομέα- η προηγούμενη διοίκηση του Παναγιώτη Τζανίκου.
Εξάλλου, δεν νομίζουμε ότι μπορεί να βρεθεί άνθρωπος, εντός ή εκτός του Δημοτικού Συμβουλίου, ο οποίος να υποστηρίξει ότι ο πολυσυζητημένος Οργανισμός Εργασίας δεν αποτέλεσε… αμαρτωλή ιστορία. Άσχετα, βέβαια, αν μερικοί από τους νυν δημοτικούς συμβούλους (και δεν αναφερόμαστε μόνο στη μειοψηφία) άργησαν πολύ ν’ αντιληφθούν τι ακριβώς γινόταν σε αυτόν τον Οργανισμό και να ορθώσουν το ανάστημά τους ώστε να καταργηθεί. Εκτός κι αν η λειτουργία του συνέφερε κι άλλους, πλην αυτών που τον δημιούργησαν. Ας είναι…
Επανερχόμαστε στο όντως δύσκολο έργο που έχει μπροστά της η διοίκηση. Ένα έργο που αφορά δεκάδες οικογένειες εργαζομένων, οι οποίες απειλούνται με οικονομικό θάνατο, στην περίπτωση που οι πόρτες του Δήμου κλείσουν οριστικά για κάποιους υπαλλήλους. Κι εδώ οι ευθύνες κάθε πολιτικής εξουσίας -και ο Δήμος είναι μία από αυτές τις εξουσίες- αποδεικνύονται τεράστιες. Εξάλλου, ο ίδιος ο συνταγματικός νομοθέτης θεωρεί το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στην εργασία κατοχυρωμένο και, μάλιστα, επιβάλλει στο κράτος (σ.σ.: σαρξ εκ της σαρκός του οποίου είναι και η Τοπική Αυτοδιοίκηση) να μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών (άρθρο 22 του Συντάγματος).
Άρα, ουδείς εκ της δημοτικής αρχής μπορεί «ν’ απομακρύνει από τα χείλη του το πικρό ποτήριον». Επίσης, ουδείς μπορεί να δηλώνει ότι δεν γνώριζε το μέγεθος του εργασιακού προβλήματος στον Δήμο Αμαρουσίου, καθώς υπάρχουν αρκετές αναφορές στα προεκλογικά φυλλάδια όλων των συνδυασμών πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα. Αλλά κι αυτό να μη συνέβαινε, θα ήταν τουλάχιστον αφελής όποιος επιδίωκε ν’ αναλάβει ρόλο δημάρχου ή δημοτικού συμβούλου σ’ έναν Δήμο, χωρίς να έχει φροντίσει εκ των προτέρων να ερευνήσει τουλάχιστον για τα βασικά προβλήματα που αυτός αντιμετωπίζει. Αν υπήρχαν τέτοιοι, κακού του κεφαλιού τους, δυστυχώς και του δικού μας…
Τέλος, επειδή ορισμένοι δημοτικοί σύμβουλοι -και από μικροφώνου και σε ιδιωτικές συνομιλίες- παραπονιούνται ότι «καλούνται να πληρώσουν τα σπασμένα του Τζανίκου», καλό θα ήταν να θυμηθούν ότι κανείς δεν τους ανάγκασε να μπουν σε αυτή τη θέση. Ήταν προσωπική τους επιλογή και τώρα οφείλουν να την υποστηρίξουν. Εξάλλου, η συμμετοχή σ’ ένα Δημοτικό Συμβούλιο, και πολύ περισσότερο σε θέσεις διοίκησης, δεν συνιστά εθελοντική εργασία, γι’ αυτό και προβλέπεται οι θέσεις αυτές να είναι αμειβόμενες.
Για όλους τους παραπάνω λόγους εκτιμούμε ότι οι εκπρόσωποί μας στην αίθουσα της Βασ. Σοφίας θα πρέπει ν’ αφήσουν στην άκρη τα όποια προσωπικά ή άλλα παράπονά τους και να συνεργασθούν ώστε να δώσουν -άμεσες και προς το συμφέρον της πόλης- λύσεις στα προβλήματα που έχουν ανακύψει. Ιδιαίτερα, μάλιστα, σε προβλήματα που αγγίζουν άμεσα και καθοριστικά την επιβίωση ενός ανθρώπου, όπως είναι το θέμα της εργασίας, δεν χωρούν κομματικές γραμμές ή προσωπικά πείσματα. Ο άνεργος δεν έχει χρώμα και παράταξη. Η δε οργή του, όταν ξεσπά, δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε συγκεκριμένους κομματικούς χώρους, αλλά διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία. Ας σταματήσουμε, λοιπόν, τα παιχνίδια.
«Άμα υπάρχει καλή θέληση, όλα γίνονται», λένε οι απλοί άνθρωποι και κάτι παραπάνω ξέρουν απ’ όλους εμάς τους… επαΐοντες. Ας καθίσουν κάτω οι αρμόδιοι -συμπολιτευόμενοι κι αντιπολιτευόμενοι- κι ας εξετάσουν όλες τις λύσεις που υπάρχουν για να αρθεί μια κι έξω η ομηρία των εργαζομένων. Κι από ’κει και πέρα, ας συμφωνήσουν σε ένα ξεκάθαρο πλαίσιο κανόνων, που θ’ αποτρέψει στο μέλλον τη δημιουργία παρόμοιων αδιεξόδων.
Σε τελική ανάλυση, ας συνειδητοποιήσουν ότι εκεί που κάποιοι «σπέρνουν ανέμους» κάποιοι άλλοι «θερίζουν θύελλες». Μόνο που ουδείς γνωρίζει με ασφάλεια σε ποιανού πλευρά θα βρεθεί κάθε φορά…
Θάνος Σταθόπουλος