Το 1775 σαν προοίμιο της εξουσίας του στην Αθήνα, όπως μας ιστορεί ο Ιωάννης Μπενιζέλος, ήταν να διώξει από την υπηρεσία της ασφάλειας της Αθήνας εκατόν πενήντα Αλβανίτες και να ενεργήσει διοικητικές ανακατατάξεις. Έπειτα φρόντισε να τειχίσει την πόλη –ο τείχος του Χασεκή σε πολλά σημεία διακρίνεται– και να οικοδομήσει μεγάλα κτίρια. Έκανε όμως και ένα καλό. Ελάφρωσε την πόλη από το βαρύτατο χρέος, που είχε περιπέσει. Λάβαινε σιγά σιγά τα μέτρα του.
Όμως στις 30 Ιανουαρίου 1777 δέχεται μια φοβερή επιδρομή Αλβα-νιτών. Αυτοί είχαν φτάσει στην Κη-φισιά και από εκεί διαμοιράστηκαν άλλοι στο Μαρούσι, πλιατσικολογώντας και άλλοι στην Πεντέλη, αρπάζοντας και κουρσεύοντας με αρχηγούς το Γιαχο Λιόρη και τον Τζάτζιο Δελβινιώτη και εξακόσιους στρατιώτες. Αυτοί λεηλάτησαν, κατέστρεψαν ότι εύρισκαν μπροστά τους με φανατισμό, για να κλονίσουν την εξουσία του στην Αττική, εξοφλώντας τις παλιές αμαρτίες του Χασεκή στον τόπο τους, το Δυρράχιο.
Ο Χατζή Αλής από το βράδυ έστειλε στο Χαλάντρι τον αξιωματικό Μεϊ-μέτη Μελέκ εφέντη στρατολόγησε ντόπιους (Χασιώτες, Κηφισιώτες, Μα-ρουσιώτες, Χαλαντραίους άλλους Έλ-ληνες (Ρωμιούς) ως εκατόν πενήντα. Οι εξακόσιοι Αλβανίτες του Γιάχο Λιόρη και του Τζάτζιου Δελβινιώτη ήταν οι πλέον σκληροί εκδικητές του Χατζή Αλή.
Πρέπει εδώ να κάνω μια διάκριση ανάμεσα στους Αλβανίτες αυτούς και τους Αρβανίτες. Οι σχολιαστές των δύο ομοεθνών συμπεραίνουν πως Αλβανίτες είναι οι πέρα του ποταμού Σκούμπι ή Σκουμπίνι βόρειοι κάτοικοι τουρκογενείς, ενώ Αρβανίτες είναι οι νότιοι της Βορείου Ηπείρου κάτοικοι ελληνογενείς Δωριείς.
Ο Χατζή Αλής την επομένη το πρωί όρμησε προς το Χαλάντρι, όπου έγινε σκληρή μάχη. Σκοτώθηκαν εβδομήντα Αλβανίτες και οκτώ Έλληνες (πέντε νεκροί και τρεις τραυματίες). Τη νύχτα κοιμήθηκε στο Χαλάντρι και την άλλη μέρα μπήκε τροπαιούχος στην Αθήνα από την Μεσογείτικη πύλη, φέροντας και δύο φορτώματα από κεφάλια Αλβανιτών. Οι υπόλοιποι Αλβανίτες ξεχύθηκαν, διασκορπισμένοι στα βόρεια χωριά της Αττικής, πίσω από την Πεντέλη και Πάρνηθα.
Οπωσδήποτε το Μαρούσι για άλλη μια φορά είχε πληρώσει τη μανία των Αλβανιτών πρώτα και την απληστία του Χασεκή έπειτα. Ο άπληστος τύραννος της Αθήνας άρπαξε πλούσιες παραγωγικές εκτάσεις των μαρουσιωτών και εκμεταλλεύθηκε τα εργατικά χέρια των κατοίκων, όσων είχαν απομείνει στην περιοχή. Ο αθηναιογράφος Γεώργιος Κωνσταντινίδης στην Ιστορία του γράφει. «Σα να μην έφταναν αυτά τα δεινά, που δημιούργησε ο διοικητής της Αθήνας Χατζή Αλής Χασεκής, ήταν και οι δύο λοιμοί, τα θανατικά, όπως έλεγαν. Ο ένας λοιμός ήταν το 1789 πέθαναν χίλιοι διακόσιοι χριστιανοί και πεντακόσιοι Τούρκοι και ο άλλος το 1792 με χίλιους χριστιανούς και πολλούς Τούρκους». Το Μαρούσι παρέμεινε αλώβητο από την επιδημία. Το θανατικό το είχαν φέρει οι μαύροι ποντικοί.
Η Αττική απαλλάχτηκε από το Χασεκή, όταν αυτός περιέπεσε σε δυσμένεια από τις ραδιουργίες της Υψηλής Πύλης και εξορίστηκε στην Κω, όπου και δηλητηριάστηκε με διαταγή του Σουλτάνου.
Μέχρι τις μέρες μας έφτασε το όνομα του Χασεκή από τα κτήματά του στην Ιερά Οδό κοντά στο Βοτανικό, τα οποία μετά την απελευθέρωση περιήλθαν στο δημόσιο. Αλλά και οι παλιές μαρουσιώτισσες, όταν ήθελαν να φοβίσουν τα παιδιά τους, του έλεγαν: «Θα έρθει ο Χασεκής».