Η εβδομάδα που πέρασε μάλλον ανάγκασε τους νηφάλιους Έλληνες (πιστέψτε με υπάρχουν πολλοί από δαύτους, αλλά χάνονται στο όργιο της ασυδοσίας των ολίγων και ανεγκέφαλων) να ξανακουνήσουν καταθλιπτικά το κεφάλι και να αναρωτηθούν εάν μπορεί αυτή η χώρα να πάει μπροστά. Αν μπορεί τελικώς αυτός ο λαός, που κάποτε έλαμψε πνευματικά και συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση του παγκόσμιου πολιτισμού, να ξεριζώσει τα «ζιζάνια» που καταπνίγουν σήμερα κάθε προσπάθεια άνθησης και ανάπτυξης. Αν, εν τέλει, θα καταφέρουμε ποτέ να επιβληθούμε στις επικίνδυνες μειοψηφίες -γιατί τέτοιες ήταν πάντα και παραμένουν- οι οποίες αμαυρώνουν το παρόν μας και δυναμιτίζουν το μέλλον μας.
Του Θάνου Σταθόπουλου
Όλα τα παραπάνω ερωτήματα πιθότατα απασχόλησαν τους περισσότερους από αυτούς που παρακολούθησαν την πρόσφατη αναμέτρηση μεταξύ των δύο -υποτίθεται- μεγαλύτερων ομάδων της Ελλάδος, που -εδώ κι αν υποτίθεται- αντιπροσωπεύουν ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει ποδοσφαιρικά η χώρα μας, στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Τα ίδια ερωτήματα μετατράπηκαν σε πραγματική αγωνία από τα όσα ακολούθησαν τον παραπάνω αγώνα, εντός κι εκτός γηπέδου.
Προκλητικές δηλώσεις επί δηλώσεων, «εμπρηστικά» πρωτοσέλιδα αθλητικών εφημερίδων, «προαναγγελίες» των όσων εκτρόπων (ακόμη και μελλοντικών δολοφονικών επιθέσεων) θα πρέπει να περιμένουμε και κάπου στο… βάθος η παρέμβαση του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια από τα Ιωάννινα: «Πρέπει όλοι εμείς που αγαπάμε τον αθλητισμό, εμείς που αγαπάμε τις αρετές και τα ιδανικά του αθλητισμού, να στρατευθούμε εναντίον της βίας στα γήπεδα. Είναι απαράδεκτο μια μικρή μειοψηφία να δημιουργεί επεισόδια, τα οποία αμαυρώνουν τον αθλητισμό. Εμείς λέμε “όχι” στη βία στα γήπεδα, για να ξαναγυρίσει ο αθλητισμός όπως τον ζήσαμε εμείς οι παλιότεροι…».
Χωρίς καμία διάθεση να υποτιμήσουμε τη δήλωση του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, με την οποία εξάλλου συμφωνούμε απόλυτα, δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε για τη χρησιμότητά της. Χρόνια τώρα, παρόμοιες δηλώσεις επαναλαμβάνονται μονότονα, μετά από κάθε έκτροπο στον αθλητικό χώρο, για να ξεχαστεί στη συνέχεια, έως την επόμενη φορά, που ένα νέο γεγονός θα δημιουργήσει νέα «φάμπρικα» δηλώσεων. Και το έργο συνεχίζεται εσαεί…
Οι φίλαθλοι πολίτες θα ανέμεναν ίσως ότι, κάποια στιγμή, θα επενέβαινε η Πολιτεία και θα έβαζε «τελεία και παύλα» σε όσους συντηρούν την απίστευτη νοσηρότητα στον χώρο κυρίως του ποδοσφαίρου, ώστε να μπορέσουν να επιστρέψουν στα γήπεδα όσοι πραγματικά χαίρονται τον αθλητικό συναγωνισμό.
Θα ανέμεναν αυστηρούς ελέγχους σε όσους δημοσιογράφους, καταφεύγουν σε αναίσχυντα πρωτοσέλιδα και χρησιμοποιούν εκφράσεις πορνείου για να καλλιεργήσουν «εκρηκτικό» κλίμα τις παραμονές ενός μεγάλου ποδοσφαιρικού αγώνα, το οποίο συντηρούν και ενισχύουν μετά το τελευταίο σφύριγμα.
Θα ανέμεναν σκληρές τιμωρίες για όσους παίκτες συμπεριφέρονται εντός του γηπέδου ως αφιονισμένοι τσαμπουκάδες, «ανάβοντας τα αίματα» στις κερκίδες.
Θα ανέμεναν αυστηρότατες κυρώσεις για όσους διαιτητές αποδεικνύονται τραγικά ανίκανοι ή -ακόμη χειρότερα- συλλαμβάνονται να χρηματίζονται, προκειμένου να διαμορφώσουν ποδοσφαιρικά αποτελέσματα που εξυπηρετούν τους «χρηματοδότες» τους.
Θα ανέμεναν την άμεση κλήση σε απολογία όσων προέδρων ομάδων νομίζουν ότι νομιμοποιούνται να καλλιεργούν τον φανατισμό, μέσω ανεπίτρεπτων δηλώσεων και της επίδειξης πρωτοφανούς ανοχής στα «μπουμπούκια» που ο καθένας από αυτούς διατηρεί στους επιμέρους «στρατούς».
Τέλος, θα ανέμεναν ένα πραγματικό ξεκαθάρισμα των ΠΑΕ (Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρείες είναι, για να μην ξεχνιόμαστε), προκειμένου να τεθεί ένα τέλος στο όργιο της διαπλοκής (οικονομικής και άλλης) που αγγίζει ορισμένες εξ αυτών.
Αντί όλων των παραπάνω, φοβούμαστε ότι θα μείνουμε και πάλι στις δηλώσεις. Εξάλλου, ποιος πολιτικός στην Ελλάδα θα μπορούσε να έχει τα… κότσια να προχωρήσει σε μια κίνηση αντίστοιχη με αυτή των Βρετανών συναδέλφων του, μετά τα θλιβερά επεισόδια στο Χέιζελ; Ποιος θα απέκλειε τις ελληνικές ομάδες από τις διεθνείς διοργανώσεις, όπως έπραξε η «μητρόπολη» του ποδοσφαίρου, προκειμένου να τις εξυγιάνει; Ποιος, επιτέλους, θα σταματήσει αυτή την παρωδία πρωταθλήματος, που τους μόνους τους οποίους πλέον ικανοποιεί είναι οι ανεγκέφαλοι, οι κρεμασμένοι στα κάγκελα των κερκίδων, όταν βέβαια δεν βρίσκονται μέσα στον αγωνιστικό χώρο;
Μακάρι να διαψευστούμε, αλλά ουδείς θα τολμήσει κάτι από τα παραπάνω. Γιατί το πρόβλημα στη βάση του δεν είναι αθλητικό και δεν έχει να κάνει με το ποδόσφαιρο. Το πρόβλημα είναι βαθύτατα πολιτικό. Τα όσα γίνονται στον χώρο του ποδοσφαίρου αποτελούν μια μικρογραφία των όσων διαδραματίζονται στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Μίζες, «ξεπλύματα» χρήματος, κλίκες, επιτήδειοι, ασυδοσία και ό,τι άλλο φαντάζεται κανείς, μπορεί να τα συναντήσει εξίσου και στους δύο προαναφερόμενους χώρους.
Και βέβαια παντού παρούσα, η «εκκωφαντική» απουσία της Πολιτείας. Η ασύλληπτη αδυναμία της να επιβάλει τους νόμους της και να προστατέψει τις υγιείς δυνάμεις της κοινωνίας, του αθλητισμού και οποιουδήποτε άλλου τομέα, από τις θρασύτατες επιθέσεις των όποιων παραγοντίσκων.
Ως άλλος κατευθυνόμενος διαιτητής, η Πολιτεία προτιμά να κλείνει τα μάτια στα «αντιαθλητικά μαρκαρίσματα», να σφυρίζει αδιάφορα σε όσα έκτροπα διαδραματίζονται στις «κερκίδες» και να βγάζει μια ολόκληρη χώρα κι έναν ολόκληρο λαό μονίμως «οφσάιντ» κι απολογούμενους εντός κι εκτός συνόρων.
Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι οι δηλώσεις, απ’ όσο ψηλά κι αν προέρχονται αυτές, δεν αρκούν πλέον για ν’ αλλάξουν τα πράγματα. Η τυφλή βία, ο φανατισμός, η ακραία κοινωνική συμπεριφορά δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται μονίμως με… νουθεσίες. Εκτός κι αν, τελικώς, επιδιώκουμε να θέσουμε την πλειονότητα των πολιτών στο περιθώριο και να παραδώσουμε τα «κλειδιά» της χώρας στην κάθε μειονότητα που επιχειρεί με τον τσαμπουκά να επιβάλει τις απόψεις της. Μόνο που τότε ο κίνδυνος να δημιουργήσουμε κι άλλες, αμυνόμενες αυτή τη φορά, αλλά εξίσου αντικοινωνικές, μειονότητες, είναι εξαιρετικά μεγάλος…








































































































