Πολλές φορές μέσα σε μέρες χρονιάρες έρχεται η διάθεση σε όλους μας, να ξεχάσουμε όλα αυτά που μας πληγώνουν και φαίνονται νάναι πολλά. Νιώθουμε την ανάγκη να βρούμε ξανά το δρόμο που θα ανοίξουμε, θα ιχνηλατήσουμε τη νέα μας συμφωνία. Κοινός στόχος για εμάς, τη γενιά μιας λειψής αλλαγής, είναι να κτίσουμε επί των ερειπίων που άφησαν επιτήδειοι συναγωνιστές μας, τη νέα εκδοχή της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας.
Γράφει ο Πάνος Αλεξανδρής
Ίσως να φταίει η ζωή που δεν ήταν γενναιόδωρη με τις ιδέες μας, μετά εμείς οι ίδιοι που πολλές φορές μέσα στα χρόνια δεν διαγνώσαμε πού πάει η βάρκα ή αργήσαμε να καταλάβουμε τις στραβοτιμονιές των βαρκάρηδων. Γιατί και εμείς στηρίξαμε κατα καιρούς και ανεχτήκαμε ανίκανους, καιροσκόπους, κατά φαντασία αριστερούς, Μα πάνω απ’ όλα στηρίξαμε όλους εκείνους που έκραζαν από μακριά το ότι αριστερός στις ιδέες σημαίνει πολλάκις ακροδεξιός στην τσέπη και τη νοοτροπία.
Χάσαμε πολύτιμα χρόνια της ζωής μας να σφαζόμαστε μεταξύ μας για ιδέες, την ώρα που αυτοί σφάζονταν για προμήθειες και μοιράσματα επικερδών χώρων εξουσίας. Εκθρέψαμε μέσα στην παράταξή μας επαγγελματίες της πολιτικής, δώσαμε δυσανάλογη αξία σε ηλίθιους, επαγγελματίες ανεπάγγελτους της πολιτικής, αφήσαμε τη διαχείριση της εξουσίας επ’ ονόματί μας σε πολιτικά ανέκδοτα, που με την υπεροψία της κομματικής σφραγίδας διαφέντεψαν τον τόπο. Έτσι σε αυτή τη συγκυρία της παρακμής αλλά, όσο και αν φαίνεται οξύμωρο, της αναγεννώμενης ελπίδας, καλούμαστε να μετουσιώσουμε την κραυγή της έσχατης αγωνίας σε δημιουργική σκέψη και πρόταση. Ξέρουμε που κάναμε λάθος, ξέρουμε που ελπίσαμε τζάμπα, γνωρίζουμε ποιά χέρια λερωμένα μας κτύπησαν την πλάτη, γνωρίζουμε για πόσους πανύβλακες γίναμε εφαλτήριο εξουσίας.
Πλέον δεν δικαιολογούμαστε. Έπειτα έχουμε όλοι μας μεγαλώσει, είμαστε πενηντάρηδες τουλάχιστον, όταν συναντιόμαστε μοιάζουμε με ασπρομάλληδες σε συγκέντρωση παλιών συμμαθητών, που αναμετρώντας τη ζωή τους οφείλουν να μην έχουν τη πολυτέλεια να μην έχουν μάθει πια. Έχουμε πια το πλεονέκτημα να καταλαβαίνουμε, βλέπουμε στα μάτια των παιδιών μας το παράπονο γιατί ξεφτιλίστηκαν ιδέες, εξεγέρσεις, προτάσεις.
Έχουμε την υποχρέωση να διατυπώσουμε τον ορθό λόγο της επόμενης μέρας με ευαισθησία, αξιοπρέπεια, γνώση, προοπτική, αλλά ταυτόχρονα έχουμε υποχρέωση να ξαναπάρουν τα όνειρα εκδίκηση, να μιλήσουμε για αυτά, που στα χρόνια μιας παρακμής ιδεών ξεχάσαμε. Πάνω απ´ όλα πρέπει να ρωτήσουμε τα παιδιά μας, ποιον κόσμο αυτά ονειρεύονται, μη μπαίνοντας στον κόπο να τους εξηγήσουμε σε τι ατύχησε ο δικός μας κόσμος.
Δε χρειάζεται να τους εξηγήσουμε πως από δική μας συνενοχή και απάθεια πολλά από αυτά που υποσχεθήκαμε ποτέ δεν έγιναν. Ούτε πάλι χρειάζεται να τους πούμε την αυτονόητη αλήθεια. Ότι εμείς ζούμε ίσως σχεδόν χρήσιμοι ακόμη το κύκνειο άσμα, τον τελευταίο χορό, για άλλους το τελευταίο ζεϊμπέκικο, που αναμετρώμενοι με την υστεροφημία μας πρέπει να ανοίξουμε το δρόμο για τη λύση, τη στοιχειοθέτηση των νέων απτών οραμάτων.
Να μιλήσουμε για το νέο κοινωνικό κράτος, το δίχτυ προστασίας απέναντι στη φτώχεια, για τα ελάχιστα λειτουργίας ενός ευυπόληπτου δημόσιου τομέα απέναντι στους πολίτες του. Να διαλύσουμε τις αυταπάτες για τα λεφτά που δεν υπάρχουν και το πως αυτά πρέπει να βρεθούν για να εξασφαλίσουμε μια αξιοπρεπή διαβίωση στους καταραμένους της ζωής, να διατυπώσουμε με σαφήνεια το νέο εθνικό όραμα μέσα στην Ευρώπη.
Δε χρειαζόμαστε ευχές, αλλά προγραμματικές λύσεις. Είναι σίγουρο, πως και οι λύσεις που θα βρεθούν, δε θάναι τόσο πλουσιοπάροχες, όπως παλιά. Όμως είμαστε υποχρεωμένοι να σπείρουμε, τουλάχιστον για τους καρπούς μιάς εποχής που έρχεται. Είμαστε έκοντες ή άκοντες, υπόλογοι για την εποχή που έρχεται. Για να μην αντιμετωπίσουμε τη μήνι των παιδιών μας. Να μην απαξιωθούν πλήρως οι λειψοί, ανεκπλήρωτοι, αδιέξοδοι αγώνες της δικής μας γενιάς.
Μια και δε φτιάξαμε ήρωες, ας φτιάξουμε διαβάτες που θα βρουν τους δρόμους που πρέπει να ανοίξουν. Αν αυτά τα σκεφτούμε και φτιάξουμε σπορά που θα καρπίσει, τότε η γη θα ξαναβλαστήσει.